Σχεδόν ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του λαϊκού κινήματος ενάντια στη δυναστεία των Αλ Καλίφα στο Μπαχρέιν και την αιματηρή καταστολή του, ο αγώνας συνεχίζεται και οι διαδηλώσεις πυκνώνουν παίρνοντας πια βίαιο χαρακτήρα.
Την Κυριακή 29 Ιανουαρίου, 14 πολιτικοί κρατούμενοι ξεκίνησαν απεργία πείνας, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ζητώντας να τερματιστεί η κρατική καταστολή ενάντια στο κίνημα της 14ης Φλεβάρη (ημερομηνία που ξεκίνησε το αντιμοναρχικό κίνημα στο Μπαχρέιν), να ακυρωθούν οι ποινές που επιβλήθηκαν από στρατοδικεία σε διαδηλωτές και σε ηγέτες του κινήματος, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις είναι ισόβιες φυλακίσεις, και να απελευθερωθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. Οι 14 απεργοί πείνας ανήκουν σε μια ομάδα 21 πολιτικών, ακτιβιστών και μπλόγκερ, που δικάστηκαν από στρατοδικεία με την κατηγορία του σχηματισμού τρομοκρατικής ομάδας που είχε σαν στόχο της ν’ αλλάξει το σύνταγμα καθώς και το μοναρχικό σύστημα διακυβέρνησης της χώρας.
Στο μεταξύ, οι διαδηλώσεις πυκνώνουν και γίνονται βίαιες ολοένα και πιο συχνά προκειμένου ν’ απαντήσουν στην κρατική καταστολή που δέχονται. Ομάδες νεολαίων σχηματίζουν ομάδες κρούσεις κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και επιτίθενται στις αστυνομικές δυνάμεις με πέτρες, ξύλα και μολότoφ, τρέποντάς τες πολλές φορές σε άτακτη φυγή. Το Σάββατο 21 Ιανουαρίου, σε κηδεία νεολαίου που πέθανε κατά τη διάρκεια της κράτησής του από την αστυνομία, εκατοντάδες παρευρισκόμενοι δέχτηκαν επίθεση μέσα στο νεκροταφείο από την αστυνομία και υποστηρικτές του καθεστώτος με χημικά, λοστούς και πέτρες, όταν επιχείρησαν να βγουν στο δρόμο για να διαδηλώσουν ενάντια στην κρατική καταστολή και τη μοναρχία.
Η βαρβαρότητα με την οποία η δυναστεία των Αλ Καλίφα αντιμετωπίζει το κίνημα για αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις έχει προκαλέσει το θάνατο 35 ανθρώπων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της σιιτικής πλειοψηφίας τον περασμένο Φεβρουάριο και 15 ακόμη στα κολαστήρια της αστυνομίας το επόμενο διάστημα. Η πραγματικότητα αυτή προκαλεί τη ριζοσπαστικοποίηση ενός κομματιού της νεολαίας, που αντιλαμβάνεται ότι δεν αρκούν οι ειρηνικές διαδηλώσεις για την ικανοποίηση των αιτημάτων και καταφεύγει σε πρακτικές αντιβίας.
Η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας, της οποίας οι βίαιες πρακτικές χαρακτηρίζουν πλέον το κίνημα εκδημοκρατισμού του Μπαχρέιν, κάνει το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης Wefaq να κρατάει αποστάσεις από τις τελευταίες εξελίξεις με δηλώσεις εκπροσώπων του ότι δεν συμφωνούν μ’ αυτές τις πρακτικές και ότι προσπάθησαν να τις σταματήσουν χωρίς αποτέλεσμα, όμως. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση, την οποία αρνείται ν’ αγκαλιάσει η πλειοψηφία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι πολύ πιθανό να στρέψει αυτόν τον κόσμο στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, αλλάζοντας δραστικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Παράλληλα, υποδαυλίζονται από το καθεστώς οι αντιθέσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Πρόσφατα, σουνίτες αποπειράθηκαν να διακόψουν θρησκευτική λειτουργία σιιτών στην περιοχή Μουχάρακ, όπου κυριαρχούν οι πρώτοι, ενώ κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ σιιτών από τη μια και αστυνομίας και σουνιτών από την άλλη, που σημειώθηκαν μετά την κηδεία που αναφέρθηκε παραπάνω, πολλά καταστήματα σιιτών στην περιοχή καταστράφηκαν από σουνίτες υπό την προστασία της αστυνομίας. Μια ενδεχόμενη ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ των δύο είναι σίγουρο ότι θα αξιοποιηθεί από τη μοναρχία ως ένας επιπλέον τρόπος καταστολής του λαϊκού κινήματος στη χώρα.
Ταυτόχρονα με τις διαδηλώσεις, η κρατική καταστολή ενισχύεται με ένα νέο νόμο, ο οποίος προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 15 χρόνια για επίθεση σε αστυνομικούς ή στις οικογένειές τους. Αυτός ο νόμος έρχεται μετά τις βίαιες επιθέσεις που δέχτηκαν αστυνομικές μονάδες την προηγούμενη εβδομάδα κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, αλλά και τις καταδρομικού τύπου επιθέσεις που δέχτηκαν από νεαρούς οπλισμένους με πέτρες και μολότοφ, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 40 αστυνομικοί.