Δεν έκρυβε καμία έκπληξη ο δεύτερος γύρος των προκριματικών εκλογών της γαλλικής Δεξιάς για την επιλογή του υποψήφιου προέδρου της Δημοκρατίας. Ο Φρανσουά Φιγιόν έπνιξε με τη σκόνη του τον Αλέν Ζιπέ, κερδίζοντας με 66,6% έναντι 33,4%. Ο «κύριος Κανένας», όπως αποκαλούσαν μέχρι πρόσφατα τον Φιγιόν ο Ζιπέ και ο Σαρκοζί, έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της γαλλικής Δεξιάς. Οπως ανακοινώθηκε, στο δεύτερο γύρο ψήφισαν γύρω στα 4,5 εκατ. ψηφοφόροι, περισσότεροι από τα 4,3 εκατ. που ψήφισαν στον πρώτο γύρο, όμως εμείς δεν παίρνουμε τον αριθμό τοις μετρητοίς (έχουμε εμπειρία από ανάλογες διαδικασίες στη χώρα μας). Σημασία έχει ότι η νίκη του Φιγιόν δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Πολιτικός που επιδεικνύει την ευσέβειά του και τον καθολικισμό του, με υπερσυντηρητικές κοινωνικές ιδέες, που ταιριάζουν γάντι στην πολιτικά καθυστερημένη γαλλική επαρχία, οπαδός της Μάργκαρετ Θάτσερ στην οικονομική πολιτική, εθνικιστής περισσότερο από την παράδοση του Ντε Γκολ, ο Φιγιόν ήταν ο πιο δεξιός απ' όλους τους υποψήφιους του UMP (δεξιότερος και από τον Σαρκοζί, του οποίου υπήρξε μόνιμος πρωθυπουργός στα χρόνια της προεδρίας του). Επελέγη για ν' αποτελέσει αντίβαρο στην Μαρίν Λεπέν, επαναπατρίζοντας ψηφοφόρους στην κοιτίδα της γαλλικής Δεξιάς.
Μέχρι στιγμής, λοιπόν, γνωρίζουμε τρεις υποψήφιους προέδρους. Η Λεπέν δε χρειάζεται συστάσεις. Τον Φιγιόν μόλις τον περιγράψαμε. Ο τρίτος είναι ο Εμανουέλ Μακρόν, ο πρώην τραπεζίτης που ο Φρανσουά Ολάντ έκανε σύμβουλό του και στη συνέχεια υπουργό Οικονομίας (στη θέση του «αριστερού» Αρνό Μοντμπούρ), για να τον δει να τον «προδίδει», να δημιουργεί πολιτική κίνηση-κόμμα (με το χαρακτηριστικό όνομα «Εμπρός!») και να ανακοινώνει ότι θα είναι υποψήφιος για την προεδρία. Ο Μακρόν δεν προπαγανδίζει τον κοινωνικό συντηρητισμό των υποψηφίων της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, στα οικονομικά ζητήματα, όμως, είναι… αγρίως νεοφιλελεύθερος.
Μένει να μάθουμε το όνομα του υποψήφιου των σοσιαλδημοκρατών. Ποιοι θα διεκδικήσουν το χρίσμα θα το μάθουμε μέχρι τις 15 Δεκέμβρη. Ο Μοντμπούρ θα είναι ο ένας, υποστηριζόμενος από τη λεγόμενη αριστερή πτέρυγα του κόμματος, ενώ μετά το «δραματικό» διάγγελμα Ολάντ, με το οποίο ανήγγειλε ότι δε θα ξανακατέβει, έχει ανοίξει ο δρόμος και για τον «πιστό στρατιώτη» Μανουέλ Βαλς, που περίμενε υπομονετικά να ξεκαθαρίσει τη θέση του ο Ολάντ και μόλις αυτό έγινε, του εξέφρασε «τη συγκίνηση, το σεβασμό, την αφοσίωση και την αγάπη του». Και βέβαια, το επιτελείο του Βαλς έχει έτοιμο το βασικό καμβά της καμπάνιας του: ο «Μανέλ» είναι ο μόνος σοσιαλιστής που μπορεί να αντιπαρατεθεί με τους υποψήφιους Δεξιάς/Ακροδεξιάς και με τον Μακρόν.
Πράγματι, το μόνο «αριστερό» που έχει ο βασκικής καταγωγής Βαλς είναι η αγάπη του για τη Μπαρτσελόνα. Κατά τα λοιπά, είναι το πιο δεξιό στοιχείο του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Το έδειξε από την εποχή που ήταν υπουργός Εσωτερικών και συναγωνιζόταν τον Σαρκοζί σε κατασταλτική σκληρότητα. Ετσι, αν υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών είναι τελικά ο Βαλς, θα έχουμε την πιο δεξιά σύνθεση υποψηφίων που είχε ποτέ διεκδικήσει την προεδρία της ιμπεριαλιστικής Γαλλίας: μια εθνικοφασίστρια, τον πιο ακροδεξιό της παραδοσιακής Δεξιάς, τον πιο δεξιό της σοσιαλδημοκρατίας κι έναν πρώην τραπεζίτη που τον έβαλε στην πολιτική ο Ολάντ. Μπορείτε να καταλάβετε τη θεματική γύρω από την οποία θα κινείται η προεκλογική ατζέντα: ποιος θα ξανακάνει τη Γαλλία μεγάλη, βάζοντας τη Γερμανία στη θέση της, ποιος είναι ικανότερος να χτυπήσει την αλητεία, το οργανωμένο έγκλημα και την ισλαμική τρομοκρατία, εξασφαλίζοντας τάξη, ησυχία και ασφάλεια στους γάλλους πολίτες, ποιος είναι ικανότερος να βάλει τάξη στην οικονομία, προωθώντας εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά της κτλ.
Πρόσφατα, την περίοδο που η κυβέρνηση Βαλς προωθούσε έναν αντεργατικό νόμο, η Γαλλία συγκλονίστηκε από εργατικές και νεολαιίστικες διαδηλώσεις. Ηταν μια μάχη οπισθοφυλακών ενός εργατικού κινήματος που… δεν περνά τις καλύτερες μέρες του. Ακόμα και αυτή η μάχη οπισθοφυλακών, όμως, δεν αντανακλάται στην αντιπαράθεση των αστικών κομμάτων και των στελεχών τους για τον προεδρικό θώκο. Η αστική πολιτική δεν έχει πια ούτε εκείνη τη μικρή επαφή με τους πόθους των εργατικών μαζών που είχε στο παρελθόν. Η αστική πολιτική θυμίζει ολοένα και περισσότερο -τηρουμένων των αναλογιών, φυσικά- την περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν ανέβαιναν τα φασιστικά ρεύματα. Με μια σημαντικότατη διαφορά, όμως: εκείνη την εποχή, απέναντι στην εκφασιζόμενη αστική πολιτική στεκόταν μια επαναστατική εργατική πολιτική, που την αντιμαχόταν με όλα τα μέσα. Ενώ σήμερα, στο χώρο που θα έπρεπε να στέκεται η μάχιμη εργατική πολιτική χάσκει ένα τεράστιο πολιτικό κενό.