Το βράδυ της περασμένης Τρίτης, η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερίζα Μέι υπέγραψε την επιστολή για την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας για το BREXIT. Την επιστολή παρέλαβε το πρωί της επομένης από τον σερ Τιμ Μπάροου ο Ντόναλντ Τουσκ, απαντώντας με ένα λακωνικό και εμφανώς ειρωνικό σχόλιο: «Μας λείπετε ήδη. Σας ευχαριστούμε και αντίο».. Η Μέρκελ δεν μπήκε στην ουσία της διαπραγμάτευσης. Τόνισε μόνο ότι η Γερμανία είναι προετοιμασμένη. Αντίθετα, ο Ολάντ προειδοποίησε ότι το BREXIT θα είναι οδυνηρό για τους Βρετανούς και ο Γιούνκερ δήλωσε ότι κάποια μέρα οι Βρετανοί θα το μετανιώσουν.
Τι ζητάει η Μέι; Μια νέα συμφωνία, όχι στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), αλλά κάτι περισσότερο, χωρίς ούτε η ίδια να γνωρίζει ακριβώς τι θα είναι αυτό. Υπόσχεται ότι θα ενσωματώσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία στη βρετανική και πέταξε την απειλή: «Αν ωστόσο φύγουμε από την ΕΕ χωρίς συμφωνία, η συνέπεια θα είναι να κάνουμε εμπόριο στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Η αποτυχία να φτάσουμε σε μία συμφωνία θα σήμαινε, με όρους ασφάλειας, το αδυνάτισμα της συνεργασίας μας κατά της τρομοκρατίας και του εγκλήματος». Γι’ αυτό και ζήτησε να δουλέψουν και οι δύο πλευρές προκειμένου αυτό να αποφευχθεί.
Η συγκεκριμένη αναφορά στην επιστολή της βρετανίδας πρωθυπουργού προς τον Τουσκ προκάλεσε οργή σε πολλούς αξιωματούχους των Βρυξελλών, που μίλησαν για εκβιασμό. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής του Ευρωκοινοβουλίου για το BREXIT, Γκι Φέρχοφστατ απάντησε ότι δε θα αποδεχτεί καμία προσπάθεια από τη Βρετανία να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ και την ισχύ των υπηρεσιών ασφαλείας της ως διαπραγματευτικό χαρτί, καταλήγοντας με… τακτ ότι δε χρησιμοποίησε την λέξη «εκβιασμός» για να χαρακτηρίσει αυτή την αναφορά, γιατί προσπάθησε να φερθεί σαν κύριος σε μια κυρία!
Η Μέι έχει πλέον εγκαταλείψει την άποψη που εξέφρασε προ διμήνου, ότι μια κακή συμφωνία είναι χειρότερη από τη μη-συμφωνία, αφού οι καπιταλιστές την κατέκριναν αυστηρά γι’ αυτό. Ο Σύνδεσμος Κατασκευαστών της Βρετανίας (EEF), δυο μέρες πριν από την ενεργοποίηση του Αρθρου 50, είχε προειδοποιήσει ότι «κάθε πρόταση του τύπου “η μη συμφωνία είναι καλύτερη από μια κακή συμφωνία” είναι απλά μη αποδεκτή από τη βιομηχανία που αντιπροσωπεύει το 45% των βρετανικών εξαγωγών» (βλ. https://www.eef.org.uk/resources-and-knowledge/research-and-intelligence/industry-reports/uk-trade-with-the-eu-a-new-trading-order-for-the-manufacturing-industry). O βρετανικός «ΣΕΒ» χαρακτήρισε την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 ως ιστορική στιγμή για τη χώρα και προειδοποίησε από τη μεριά του ότι οι πρώτοι έξι μήνες των διαπραγματεύσεων θα είναι κρίσιμοι καθώς η Βρετανία οδηγείται σε άνευ προηγουμένου διαπραγματεύσεις (βλ. https://www.cbi.org.uk/news/pivotal-moment-in-country-s-history/).
Πονοκέφαλος για τη βρετανική κυβέρνηση είναι και η απόφαση του κοινοβουλίου της Σκωτίας για επανάληψη του δημοψηφίσματος εξόδου από τη Βρετανία (με ψήφους 69 υπέρ και 59 κατά), λίγες ώρες πριν η Μέι υπογράψει την επιστολή εξόδου από την ΕΕ. Μπορεί το Λονδίνο να απέκλεισε κάθε συζήτηση για το θέμα αυτό (υποστηρίζοντας ότι θα ήταν άδικο για το λαό της Σκωτίας να του ζητηθεί να πάρει τέτοια κρίσιμη απόφαση χωρίς την απαραίτητη ενημέρωση για το μέλλον των σχέσεων με την Ευρώπη), όμως ο πονοκέφαλος της πυροδότησης φυγόκεντρων τάσεων μέσα στη Βρετανία παραμένει ισχυρός.
Τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Το ταξίδι στο άγνωστο δε γίνεται με βάρκα την ελπίδα, αλλά με βάση την οικονομική δύναμη της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης και την ικανότητά της να επιβάλει μία συμφωνία με τους καλύτερους δυνατούς όρους για τα συμφέροντά της. Αυτό εύκολα λέγεται αλλά πολύ δύσκολα γίνεται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το παζάρι θα είναι σκληρό και το 2019 (που αναμένεται να έχει πλήρως εγκαταλείψει η Βρετανία την ΕΕ μετά από 46 συναπτά έτη) θα είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα. Η κρίση και η αστάθεια του ιμπεριαλιστικού σχηματισμού της ΕΕ ήταν επόμενο να φουντώσει τον εθνικισμό και τις φυγόκεντρες τάσεις, που δε μπορούν να οδηγήσουν παρά μόνο σε συγκρούσεις, χωρίς κανείς να μπορεί να εκτιμήσει το μέγεθος και την έκτασή τους. Το ακόμα πιο σίγουρο είναι ότι τίποτα το θετικό δεν προμηνύεται για τους ευρωπαϊκούς λαούς, όποια και αν είναι η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, αφού η όξυνση του ανταγωνισμού θα οδηγήσει σε βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο.








