Διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν ζητά η Γερουσία
Τουλάχιστον 21 νεκροί άμαχοι, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, και δεκάδες τραυματίες είναι τα θύματα νέου αεροπορικού βομβαρδισμού στην περιοχή Σανγκίν της επαρχίας Χέλμαντ, τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου, σύμφωνα με τον επαρχιακό κυβερνήτη.
Η διοίκηση του αμερικάνικου στρατού σε ανακοίνωσή της επιβεβαίωσε ότι στην περιοχή επιχειρούσαν ειδικές δυνάμεις του αμερικάνικου στρατού, ότι μια περίπολος δέχτηκε επίθεση με όλμους και ελαφρά όπλα και κάλεσε σε αεροπορική υποστήριξη και ότι σκοτώθηκε «σημαντικός αριθμός ανταρτών».
Πρόκειται για τη δεύτερη σφαγή αμάχων μέσα σε λίγες μέρες. Πριν από μια βδομάδα, είχαν σκοτωθεί 50 άμαχοι από αεροπορικό βομβαρδισμό στη δυτική επαρχία Χεράτ, γεγονός που προκάλεσε βίαιες αντιαμερικάνικες και αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που κατέληξαν στη λεηλασία και τον εμπρησμό κυβερνητικών κτιρίων.
Ο αυξανόμενος αριθμός θυμάτων άμαχου πληθυσμού από αεροπορικούς βομβαρδισμούς προκαλούν τη λαϊκή κατακραυγή, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στην κυβέρνηση Καρζάι και στους Αμερικάνους πάτρωνές της, και λειτουργούν υπέρ των Ταλιμπάν, αυξάνοντας την στρατιωτική τους δύναμη και την πολιτική τους επιρροή στη χώρα. Τα κροκοδείλια δάκρυα και τα υποκριτικά λόγια συγγνώμης των κατακτητών δεν μπορούν να πείσουν τους συγγενείς των νεκρών και τους τραυματίες και να εκτονώσουν την εκρηκτική κατάσταση. Ούτε βέβαια η δημόσια συγγνώμη και οι εξευτελιστικές αποζημιώσεις των 2.000 δολαρίων για κάθε θύμα, που πρόσφερε μια μέρα πριν το νέο μακελειό ο Αμερικάνος στρατηγός Τζον Νίκολσον στις οικογένειες 19 νεκρών και 50 τραυματιών από πυρά Αμερικάνων πεζοναυτών στις αρχές Μαρτίου.
Κάτω από την πίεση της αυξανόμενης λαϊκής οργής για τα θύματα των βομβαρδισμών, τη διαφθορά και τη λεηλασία δισεκατομμυρίων δολαρίων που υποτίθεται ότι προορίζονταν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του λαού, η αφγανική Γερουσία αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία, λίγες ώρες πριν από το νέο μακελειό, να καλέσει τον πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι και την κυβέρνηση να αρχίσουν απευθείας διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν, να καθορίσουν χρονοδιάγραμμα αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων και να ζητήσουν από τα αμερικάνικα και τα νατοϊκά στρατεύματα να σταματήσουν την καταδίωξη των Ταλιμπάν και των άλλων μαχητών. Η απόφαση αυτή, παρόλο που δεν έχει πιθανότητες να υλοποιηθεί, έχει μεγάλη πολιτική σημασία και αποτελεί σοβαρό πολιτικό πλήγμα για το Λευκό Οίκο. Γιατί αποτυπώνει την αυξανόμενη εχθρότητα και αντίθεση του αφγανικού λαού στην ξένη κατοχή καθώς και τα τεράστια αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι και οι ντόπιοι λακέδες τους. Αλλά και γιατί «αδειάζει» το Λευκό Οίκο και ακυρώνει την αμερικάνικη προπαγάνδα περί «τρομοκρατών Ταλιμπάν».
Στο μεταξύ, καθώς η άνοιξη προχωράει, οι Ταλιμπάν κλιμακώνουν τις επιθέσεις σ’ όλη τη χώρα, με αποτέλεσμα μέσα στους δύο πρώτους μήνες του 2007 να έχουν σκοτωθεί 102 Αφγανοί αστυνομικοί, σύμφωνα με τα στοιχεία του αφγανικού υπουργείου Εσωτερικών. Ωστόσο, από τις τελευταίες επιθέσεις πιο ανησυχητικό για τους Αμερικάνους είναι το περιστατικό που συνέβηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής (6 Μάη) έξω από τη νέα πτέρυγα υψίστης ασφαλείας της φυλακής Pul –I – Charkhi στο ανατολικό άκρο της Καμπούλ . Ενας στρατιώτης του Εθνικού Αφγανικού Στρατού σκότωσε δύο και τραυμάτισε άλλους δύο Αμερικάνους εκπαιδευτές πυροβολώντας στο όχημα που επέβαιναν. Στην πτέρυγα αυτή, που ονομάζεται Μπλοκ 4, θα μεταφερθούν κρατούμενοι από το κολαστήριο του Γκουαντανάμο και τη φυλακή της αμερικάνικης αεροπορικής βάσης Μπαγκράμ στο Αφγανιστάν. Για τη φρούρησή τους, οι Αμερικάνοι έχουν εκπαιδεύσει 400 Αφγανούς στρατιώτες, προσεκτικά, εννοείται, επιλεγμένους. Ενας απ’ αυτούς τους επίλεκτους ήταν ο δράστης της επίθεσης, την ευθύνη για την οποία ανέλαβαν οι Ταλιμπάν και είχε κατεξοχήν συμβολική σημασία.