Καθώς οι Βρετανικές δυνάμεις ολοκληρώνουν το ρόλο τους στο Ιράκ, τι λογής χώρα αφήνουν πίσω; Η μείωση της βίας σημαίνει ότι η χώρα σταθεροποιείται μετά από περισσότερα από τέσσερα χρόνια πολέμου; Μήπως πρόκειται μόνο για μια προσωρινή ανάπαυλα στον πόλεμο;
Οι Αμερικάνοι σχολιαστές γενικά κάνουν το ίδιο λάθος στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την εισβολή στο Ιράκ πριν από πέντε χρόνια. Εξετάζουν το Ιράκ με υπεραπλουστευτικούς όρους και μεγαλοποιούν τις διαστάσεις του πολιτικού κλίματος που διαμορφώνουν οι ΗΠΑ και του ελέγχου των εξελίξεων εδώ. Οι ΗΠΑ είναι η πιο ισχυρή δύναμη στο Ιράκ, αλλά δεν είναι η μόνη. Η πολιτική κατάσταση έχει αλλάξει στο Ιράκ από την περασμένη χρονιά, για λόγους που έχουν να κάνουν λίγο με τη «Surge» – την ενίσχυση του αμερικάνικου στρατού με 30.000 άντρες – και περισσότερο με τη μάχη για κυριαρχία ανάμεσα στις Σουνιτικές και Σιιτικές κοινότητες.
Οι σουνίτες Αραβες στράφηκαν ενάντια στην Αλ-Κάιντα, εν μέρει γιατί προσπάθησε να μονοπωλήσει την εξουσία, αλλά κυρίως γιατί έφερε την κοινότητά τους κοντά στην καταστροφή. Ο σουνιτικός πόλεμος ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή είχε πάει απροσδόκητα καλά από τότε που άρχισε το 2003. Ηταν ο δεύτερος πόλεμος, εκείνος ενάντια στη σιιτική πλειοψηφία, με επικεφαλής την Αλ-Κάιντα, που οι Σουνίτες έχαναν, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους ίδιους. «Οι Σουνίτες τώρα θεωρούν ότι δεν μπορούν να κάνουν ταυτόχρονα δύο πολέμους, ενάντια στην κατοχή και ενάντια στην κυβέρνηση», μου είπε την περασμένη βδομάδα ένας σουνίτης φίλος στη Βαγδάτη. «Πρέπει να είμαστε πιο ρεαλιστές και να αποδεχτούμε την κατοχή προς στιγμή».
Αυτός είναι ο λόγος που μεγάλο κομμάτι της εκτός Αλ-Κάιντα σουνιτικής αντίστασης έχει ουσιαστικά αλλάξει πλευρά. Ενας σημαντικός λόγος που η Αλ-Κάιντα έχει χάσει έδαφος τόσο γρήγορα είναι μια διάσπαση στις ίδιες στις γραμμές της. Ο αμερικάνικος στρατός – το υπουργείο Εξωτερικών έχει περιθωριοποιηθεί όσον αφορά στις αποφάσεις που παίρνονται στη Βαγδάτη – δε θέλει να δώσει έμφαση στο ότι πολλοί από τους σουνίτες μαχητές, που πληρώνονται τώρα από τις ΗΠΑ και αποκαλούνται «ανησυχούντες πολίτες», ανήκαν μέχρι πρόσφατα στην Αλ-Κάιντα και έχουν βάψει τα χέρια τους με το αίμα πολλών ιρακινών και αμερικάνων στρατιωτών.
Οι σουνίτες Αραβες, πέντε εκατομμύρια σε σύνολο 27 εκατομμυρίων ιρακινού πληθυσμού και το βασικό στήριγμα της κυβέρνησης του Σαντάμ Χουσεΐν, ήταν η καρδιά της αντίστασης στην αμερικάνικη κατοχή. Παράλληλα όμως έκαναν ένα σεχταριστικό πόλεμο για να εμποδίσουν τα 16 εκατομμύρια Σιίτες και τα 5 εκατομμύρια Κούρδους να διατηρήσουν την εξουσία.
Αρχικά, οι Σιίτες ήταν ανεκτικοί απέναντι στις διάφορες φρικαλεότητες. Αυτοκίνητα φορτωμένα με εκρηκτικά ανατινάζονταν σε σιιτικές πολυσύχναστες εμπορικές περιοχές και σε θρησκευτικές συναθροίσεις, σκοτώνοντας και ακρωτηριάζοντας εκατοντάδες ανθρώπους. Οι βομβιστές προέρχονταν από την Αλ-Κάιντα, αλλά οι επιθέσεις δεν καταδικάζονταν ποτέ ολόψυχα από σουνίτες πολιτικούς ή άλλες αντάρτικες ομάδες. Τα αντίποινα ήταν περιορισμένα, μέχρι που μια βόμβα κατέστρεψε το ιερό σιιτικό τέμενος αλ-Ασκάρι στη Σαμάρα στις 22 Φεβρουαρίου του 2006.
Η καταστροφή του τεμένους οδήγησε σε μια άγρια σιιτική επίθεση εναντίον του Σουνιτών, η οποία είναι γνωστή στο Ιράκ ως «η μάχη της Βαγδάτης». Τη μάχη αυτή την κέρδισαν οι Σιίτες. Αυτοί ήταν πάντα η πλειοψηφία στην πρωτεύουσα, όμως μέχρι το τέλος του 2006 έθεσαν υπό τον έλεγχό τους το 75% της πόλης. Οι Σουνίτες έφυγαν ή απωθήθηκαν σε λίγους θύλακες, ως επί το πλείστον στη δυτική Βαγδάτη.
Ως επακόλουθο αυτής της ήττας, περιορίζονταν οι δυνατότητες της σουνιτικής αντίστασης να διώξει τους Αμερικάνους, αφού η σουνιτική κοινότητα εκδιωκόταν η ίδια από μεγάλα τμήματα του Ιράκ. Οι Ιρακινοί σουνίτες ηγέτες έπεσαν επίσης έξω στους υπολογισμούς, γιατί περίμεναν ότι σε περίπτωση σιιτικής επίθεσης, η κοινότητά τους θα είχε περισσότερη υποστήριξη από αραβικά σουνιτικά κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Ηταν η σφαγή σιιτών πολιτών από την Αλ-Κάιντα, τους οποίους θεωρεί ως αιρετικούς που αξίζουν το θάνατο, που έφερε την καταστροφή στη σουνιτική κοινότητα. Η Αλ-Κάιντα επίσης καταφανώς υπερεκτίμησε τη δύναμή της όταν στο τέλος της περασμένης χρονιάς ανακήρυξε το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ, το οποίο προσπάθησε να σταθεροποιήσει τον έλεγχό του σε άλλες αντάρτικες ομάδες και στη σουνιτική κοινότητα συνολικά. Σουνίτες απορριματοσυλλέκτες δολοφονούνταν γιατί δούλευαν για την κυβέρνηση και σουνιτικές οικογένειες στη Βαγδάτη διατάζονταν να στείλουν ένα από τα μέλη τους να ενταχθεί στην Αλ-Κάιντα. Ακόμη και ο Οσάμα μπιν Λάντεν, ο οποίος δεν είχε ποτέ μεγάλη επιρροή στην Αλ-Κάιντα του Ιράκ, αναγκάστηκε να δώσει συμβουλές στους ομοϊδεάτες του ενάντια στον εξτρεμισμό.
Η ήττα στη Βαγδάτη και η μεγάλη αντιδημοτικότητα της Αλ-Κάιντα έδωσαν την ώθηση για τη συγκρότηση της σουνιτικής πολιτοφυλακής, δύναμης 77.000 αντρών, συχνά υπό την ηγεσία φυλάρχων, με στόχο την Αλ-Κάιντα, η οποία χρηματοδοτείται και εξοπλίζεται από τις ΗΠΑ. Ομως η δημιουργία αυτής της δύναμης είναι ένα νέο στάδιο του πολέμου στο Ιράκ παρά το τέλος της σύγκρουσης.
Οι σουνιτικοί θύλακες στη Βαγδάτη είναι ασφαλέστεροι, όχι όμως και οι περιοχές όπου Σουνίτες και Σιίτες είναι αντιμέτωποι. Λίγες μεικτές περιοχές έχουν απομείνει. Πολλοί από τους σουνίτες μαχητές λένε ανοιχτά ότι βλέπουν την εξάλειψη της Αλ-Κάιντα ως προοίμιο για μια επίθεση εναντίον των σιιτικών πολιτοφυλακών, ιδιαίτερα εναντίον του Στρατού του Μαχντί του Μοκτάντα αλ-Σαντρ, που κατήγαγε λαμπρή νίκη την περασμένη χρονιά.
Η δημιουργία της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ σουνιτικής πολιτοφυλακής και ενισχύει και αποδυναμώνει την ιρακινή κυβέρνηση. Ενισχύεται στο βαθμό που η σουνιτική αντίσταση είναι λιγότερο αποτελεσματική και αποδυναμώνεται γιατί δεν ελέγχει τη νέα αυτή δύναμη.
Αν οι σουνίτες αντάρτες ήταν μια πηγή βίας το 2006, η άλλη ήταν ο Στρατός του Μαχντί, που καθοδηγείται από το Μοκτάντα αλ-Σαντρ, το σιίτη εθνικιστή κληρικό. Τώρα έχει σταματήσει τις επιθέσεις, γιατί θέλει να τον εκκαθαρίσει από στοιχεία που δεν ελέγχει και εύχεται να αποφύγει μια στρατιωτική αντιπαράθεση με τους αντιπάλους του στη σιιτική κοινότητα, αν αυτοί υποστηρίζονται από τον αμερικάνικο στρατό. Αλλά ο Στρατός του Μαχντί είναι βέβαιο ότι θα πολεμήσει αν η σιιτική κοινότητα δεχτεί επίθεση ή αν οι Αμερικάνοι τον πιέσουν πολύ.
Οι αμερικάνοι πολιτικοί εκφράζουν επανειλημμένα την αγανάκτησή τους γιατί οι Ιρακινοί δεν μπορούν να συμφιλιωθούν και να μοιραστούν την εξουσία. Ομως εξίσου αποσταθεροποιητική είναι η παρουσία ενός μεγάλου αμερικάνικου στρατού στο Ιράκ και η αβεβαιότητα για το ρόλο που θα παίξουν οι ΗΠΑ στο μέλλον. Εντούτοις, όσο κι αν πολεμούν οι Ιρακινοί μεταξύ τους, κεντρικό πολιτικό ζήτημα παραμένει η αντιδημοτικότητα της αμερικάνικης κατοχής έξω από το Κουρδιστάν. Αυτή έχει αυξηθεί χρόνο με το χρόνο μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν. Μια δημοσκόπηση που έγινε τον περασμένο Αύγουστο από το ABC News, το BBC και το γιαπωνέζικο NTV έδειξε ότι 57% των Ιρακινών συμφωνεί με τις επιθέσεις εναντίον των αμερικάνικων στρατευμάτων.
Τίποτα δεν έχει λυθεί στο Ιράκ. Η εξουσία είναι εντελώς κομματιασμένη. Οι Αμερικάνοι θα ανακαλύψουν, όπως οι Βρετανοί έμαθαν με δικό τους κόστος στη Βασόρα, ότι έχουν λίγους σταθερούς συμμάχους στο Ιράκ. Το Ιράκ έχει γίνει μια χώρα πολέμαρχων, στην οποία εύθραυστες ανακωχές είναι πιθανό να κρατήσουν για μήνες, αλλά είναι εξίσου πιθανό να καταρρεύσουν αύριο.