Τη στιγμή που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα έχουν ολοκληρωθεί οι βουλευτικές εκλογές στο Ιράκ, που ξεκίνησαν την περασμένη Δευτέρα στα νοσοκομεία, τις φυλακές και το στρατό, συνεχίστηκαν την Τρίτη με τους Ιρακινούς του εξωτερικού και ολοκληρώθηκαν την Πέμπτη. Επομένως, ρεπορτάζ από τις εκλογές δε μπορούμε να έχουμε (θα έχουμε όμως στο επόμενο φύλλο της «Κ»). Το σίγουρο είναι ότι αναμένεται αυξημένη συμμετοχή, λόγω της καθόδου δύο σουνιτικών κομμάτων. Του «Μετώπου Ιρακινής Συμφωνίας», που αποτελείται από τρία σουνιτικά κόμματα που τον περασμένο Γενάρη είχαν μποϊκοτάρει τις εκλογές (συμπεριλαμβανομένου του δημοφιλούς «Ισλαμικού Κόμματος»), και του «Ιρακινού Μετώπου για τον Εθνικό Διάλογο», που σχετίζεται με ορισμένους Μπααθιστές.
Οι τελευταίοι με ανακοίνωσή τους υποστήριξαν την κάθοδο στις εκλογές και έκαναν έκκληση στην Αλ-Κάιντα να μην επιχειρήσει να τις εμποδίσει (χωρίς αποτέλεσμα, βέβαια, όπως φαίνεται από την ανακοίνωση των πέντε αντάρτικων ομάδων που δημοσιεύουμε σε διπλανή στήλη). Μέχρι και ορισμένοι κληρικοί από τον «Σύνδεσμο των Μουσουλμάνων Ουλεμάδων» (που αντιτίθεται στην κατοχή) υποστήριξαν την υπερψήφιση των σουνιτικών συνδυασμών.
Οσο για τον ριζοσπάστη σιίτη κληρικό, Μοκτάντα Αλ-Σαντρ, του οποίου η μιλίτσια είχε συγκρουστεί στο παρελθόν με τις δυνάμεις κατοχής, εξακολουθεί να υποστηρίζει τον συνδυασμό της «Ενωμένης Ιρακινής Συμμαχίας», που στις εκλογές του περασμένου Γενάρη κατέκτησε σχεδόν το μισό των ψήφων και έχει την «ευλογία» του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη των Σιιτών, Αλ-Σιστάνι. Ο τελευταίος μάλιστα εξέδωσε θρησκευτική διαταγή (Φετβά) για τη συμμετοχή στις εκλογές.
Ομως, παρά την αλλαγή τακτικής από σουνιτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που συνεχίζουν να αντιτίθενται στην κατοχή (και ιδιαίτερα απ’ τους Μπααθιστές), η επόμενη μέρα δεν θα ξημερώσει και πολύ διαφορετική για το Ιράκ. Αυτό υποστήριξε και ο ίδιος ο Μπους που δήλωσε ότι ακόμα και μια επιτυχής ψηφοφορία δεν πρόκειται να σταματήσει τη βία. Η προεκλογική περίοδος, άλλωστε, κάθε άλλο παρά ήρεμη ήταν. Η ιρακινή κυβέρνηση και οι κατοχικές δυνάμεις επέβαλαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας κηρύσσοντας αργία όλη τη βδομάδα που πέρασε και απαγορεύοντας την κυκλοφορία τις βραδινές ώρες με ταυτόχρονο κλείσιμο όλων των συνόρων. Η Βαγδάτη για μέρες έμοιαζε με έρημη πόλη, αφού όλα τα σχολεία, καταστήματα, τράπεζες και καφετέριες έκλεισαν με εντολή της κυβέρνησης.
Ομως, αυτό δεν εμπόδισε τις δυνάμεις αντίστασης να πραγματοποιήσουν σωρεία επιθέσεων σε όλη τη χώρα, με επίκεντρο φυσικά την επαρχία Ανμπάρ, εκτελώντας μάλιστα ένα σουνίτη υποψήφιο. Μόνο την περασμένη Κυριακή, αντιστασιακές πηγές (απ’ το πρακτορείο Al-Basrah, που δημοσιεύει καθημερινές ανταποκρίσεις απ’ τα ιρακινά μέτωπα στο διαδίκτυο, στη διεύθυνση https://www.albasrah. net/moqawama/english/iraqi_resistance.htm) αναφέρουν ότι σκοτώθηκαν 31 Αμερικάνοι στρατιώτες, στη Φαλούτζα, την Χιτ, το Ραμάντι, το Αμπού Γκράιμπ και τη Μοσούλη. Τη Δευτέρα, οι ίδιες πηγές αναφέρουν 13 Αμερικάνους στρατιώτες νεκρούς από επιθέσεις των ανταρτών στη Φαλούτζα, τη Βαγδάτη, το Ραμάντι και τη Μοσούλη. Την Τρίτη σκοτώθηκαν 9 Αμερικάνοι στο Κιρκούκ, τη Μπαλάντ και την Αλ-Χαλιντίγια. Φυσικά, οι Αμερικάνοι παραδέχτηκαν μόνο τους τέσσερις νεκρούς στη Βαγδάτη, ενώ οι νεκροί Αμερικάνοι έφτασαν τους 2.149, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Οποιο κι αν είναι, λοιπόν, το αποτέλεσμα των εκλογών, δεν πρόκειται να σταματήσουν την ιρακινή αντίσταση. Μια αντίσταση που σύμφωνα με έκθεση αμερικάνου στρατιωτικού αναλυτή, πληροφορίες για την οποία δημοσιεύτηκαν στους «Ουάσινγκτον Τάιμς» της περασμένης Τρίτης (13/12), διαθέτει 20 με 30 χιλιάδες μαχητές (πλήρους απασχόλησης, όπως τους χαρακτηρίζει), που δρουν κυρίως σε τέσσερις από τις 18 ιρακινές επαρχίες (Βαγδάτη, Ανμπάρ, Νινεβί και Σαλαχαντίν), το 90% των οποίων είναι Ιρακινοί.