Σε τέσσερα βασικά αιτήματα κατέληξαν οι «αγανακτισμένοι» της Πουέρτα Δελ Σολ, πριν φύγουν την περασμένη Κυριακή (μετά από 25 μέρες συνεχούς παρουσίας), όπως μας πληροφορεί η ισπανική εφημερίδα Ελ Παΐς (12/6/11): «Εκλογική μεταρρύθμιση που θα εξασφαλίζει καλύτερη αντιπροσώπευση και αυξημένη συμμετοχή πολιτών στην κυβέρνηση, καθαρές στρατηγικές για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο δημόσιο που θα αυξήσουν τη διαφάνεια στην κυβέρνηση, πλήρης διαχωρισμός των δημόσιων εξουσιών και δημιουργία μηχανισμών που θα ζητούν καλύτερη απόδοση από τους πολιτικούς και περισσότερη υπευθυνότητα από την κυβέρνηση για τις ενέργειές της». Η εφημερίδα χαρακτηρίζει –προφανώς με ικανοποίηση– «ιδιαί-τερα αιχμηρά» τα θέματα αυτά, δεδομένου (όπως υποστηρίζει) ότι η «σοσιαλιστική» διακυβέρνηση δεν διαχειρίστηκε σωστά την κρίση, αφήνοντας πάνω από το 20% του εργατικού δυναμικού της χώρας να πέσει στον Καιάδα της ανεργίας και πολλούς κυβερνητικούς αξιωματού-χους στο βάλτο της διαφθοράς.
Διαβάζοντας τα «αιτήματα-μανιφέστο» (όπως τα χαρακτηρίζει η Ελ Παΐς) θλίβεται κανείς για την κατάληξη ενός κινήματος που εμφανίστηκε με τόσες ελπίδες και τώρα φαίνεται να τρεκλίζει πίσω από μια συνθηματολογία-ευχολόγιο που κανείς δε μπορεί να την εφαρμόσει γιατί απλά δεν εφαρμόζεται. Ούτε οι εμπνευστές των «αιτημάτων» αυτών μπορούν να δώσουν μια πειστική πρόταση για το πώς θα επιτευχθούν αυτά τα «αιτήματα» και ποιος θα τα επιβάλει (ακόμα κι αν θεωρούσαμε ότι τα αιτήματα ήταν σωστά).
Πριν από ένα περίπου μήνα, από αυτές εδώ τις στήλες είχαμε θέσει ένα καίριο ερώτημα σχετικά με αυτού του τύπου τα κινήματα: Κριτική «των πολιτικών» ή επαναστατική απόρριψη του καπιταλισμού; («Κ», αρ. φύλλου 644, 28.5.2011). Το κίνημα αυτό φαίνεται για την ώρα να επιλέγει το πρώτο. Μα τι κακό έχουν τα αιτήματα, θα πει κανείς. Δεν θέλουμε οι «πολίτες να συμμετέχουν στα κοινά»; Δεν θέλουμε να υπάρξει «διαφάνεια» και «υπευθυνότητα» στους πολιτικούς και τις κυβερνήσεις; Θα μπορούσαμε να συντάξουμε ολόκληρο κατεβατό από άλλα τόσα «θέλουμε», συνεισφέροντας στην κατάθεση «αιχμηρών αιτημάτων», που θα αγκαλιάζονταν ίσως από το σύνολο των ΜΜΕ διεθνώς. Αλλωστε, τα περισσότερα απ’ αυτά δεν είναι και τόσο καινούργια. Δεκαετίες τώρα έχουμε βαρεθεί να ακούμε ωραίες λέξεις, όπως «διαφάνεια», «καταπολέμηση της διαφθοράς» και άλλα παρόμοια ευχολόγια. Κανένα όμως δεν έχει γίνει πράξη. Και αδιαφάνεια υπάρχει, με την όποια «υπερπληροφόρηση» να λειτουργεί συνήθως για να συσκοτίζει την πραγματικότητα, και διαφθορά υπάρχει, η οποία αποκαλύπτεται μόνο όταν σκάει κάποιο σκάνδαλο που δείχνει τη σαπίλα της αστικής πολιτικής και τη διαπλοκή της με την οικονομική εξουσία. Για να μην μιλήσουμε για την «συμμετοχή των πολιτών στα κοινά», η οποία γίνεται μόνο μέσω πελατειακών σχέσεων κομμάτων που λειτουργούν για λογαριασμό των οικονομικά ισχυρών, ρίχνοντας μερικά ψίχουλα στους ψηφοφόρους για να συνεχίζουν να φωνάζουν «ζήτω» στις κομματικές φιέστες.
Το πρόβλημα με όλα αυτά τα «θέλουμε», που αναφέραμε παραπάνω, είναι ότι προσπαθούν να δώσουν λύση στις διάφορες πλευρές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ενώ δεν απαντούν στο κύριο: Σε ποια κοινωνία ζούμε; Ποια κοινωνική τάξη έχει την εξουσία (ανεξάρτητα από το κόμμα που βρίσκεται κάθε φορά στην κυβέρνηση); Τελικά, για λογαριασμό τίνων εργάζονται οι «πολιτικοί» και με ποιο κριτήριο μετριέται η «απόδοσή» τους.
Αν φέρνει ένα καλό το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι ότι διαλύει τις αυταπάτες σχετικά με το ποιος έχει την εξουσία. Αν παλιότερα η ρεφορμιστική πολιτική κάποιων κυβερνήσεων έδινε μερικά «δωράκια», κυρίως στις μικροαστικές μάζες, τώρα κόβονται κι αυτά. Το κεφάλαιο αποκαλύπτει τον πιο αδίστακτο εαυτό του και οι αστοί πολιτικοί (οποιασδήποτε απόχρωσης, είτε «αριστερής» είτε δεξιάς) σπεύδουν να το στηρίξουν. Τα μέτρα που ψηφίζονται έχουν ξεκάθαρο ταξικό πρόσημο (αυτό το πρόσημο που δυστυχώς δεν μπορούν να δουν οι «αγανακτισμένοι» της Πουέρτα Δελ Σολ ή τουλάχιστον αυτοί που έχουν αναλάβει το έργο της «εκπροσώπησής» τους). Γιατί τι άλλο παρά ταξική στήριξη υπέρ του κεφαλαίου είναι οι φοροαπαλλαγές που εισήγαγε η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση Θαπατέρο για τις «μικρές επιχειρήσεις» ή οι μειώσεις μισθών στο δημόσιο (κλείνοντας το μάτι και στον ιδιωτικό τομέα) ή οι περικοπές στα επιδόματα ανεργίας μέχρι και η πλήρης κατάργηση του επιδόματος τοκετού των 2.500 ευρώ από τις αρχές του 2011;
Σε ένα σύστημα που θωρακίζεται με νόμους, στη συντριπτική πλειοψηφία τους υπέρ των καπιταλιστών, με κόμματα και ΜΜΕ που είτε χρηματοδοτούνται από το κεφάλαιο είτε αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του και με τους μηχανισμούς καταστολής να εκσυγχρονίζονται συνεχώς, πόσο αφελής μπορεί να είναι κανείς για να ζητά «εκλογική μεταρρύθμιση» προκειμένου να συμμετάσχουν οι «πολίτες» στην κυβέρνηση; Πόσο αφελής μπορεί να είναι κανείς για να ζητά τη σύσταση «μηχανισμών που θα ζητούν καλύτερη απόδοση από τους πολιτικούς και περισσότερη υπευθυνότητα από την κυβέρνηση για τις ενέργειές της»; Το ερώτημα που αμέσως προκύπτει είναι: «απόδοση», «υπευθυνότητα», «συμμετοχή» για λογαριασμό ποιας τάξης; Της εργατικής που παράγει τον πλούτο ή της αστικής που τον καρπώνεται; Κι αν πει κανείς «προς όφελος της εργατικής τάξης», το αμέσως επόμενο ερώτημα που δικαιωματικά γεννάται είναι: Ποιος θα το εξασφαλίσει αυτό, όταν η ταξική εξουσία (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) είναι συγκεντρωμένη στα χέρια μιας τάξης, της αστικής;
Αν οι εκλογές μπορούσαν ν’ αλλάξουν το σύστημα θα ήταν παράνομες, έλεγε πριν από περίπου ενάμιση αιώνα ο γερο-Κάρολος και η πληθώρα των στρατιωτικών πραξικοπημάτων (η οποία στην Ισπανία κόστισε τέσσερις δεκαετίες φασιστικής μπότας υπό τον συνεργάτη των ναζί Φρανθίθκο Φράνκο) έρχεται κάθε φορά να το αποδείξει, όχι μόνο όταν το σύστημα απειλείται με κοινωνική αλλαγή, αλλά ακόμα κι όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να πάρει κάποια ρεφορμιστικά μέτρα που δεν αρέσουν στην οικονομική εξουσία (βλέπε πτώση του Αλιέντε στη Χιλή, από τον πρώην αρχηγό του στρατού του, Αουγκούστο Πινοσέτ). Οταν η θεμέλια λίθος ενός συστήματος είναι η παραγωγή πλούτου μέσω της ιδιοποίησης ξένης εργασίας, δηλαδή μια καθαρή κλοπή, τότε οποιαδήποτε ευχολόγια δεν το αναιρούν, παρά παραλύουν κάθε αντίσταση ενάντιά του, στρώνοντας –ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις αυτών που πλασάρουν αυτά τα ευχολόγια– το δρόμο προς μια εργασιακή κόλαση…







