Η μετεκλογική ευφορία μετά την «επιτυχία» των εκλογών της 30ης Γενάρη στο Ιράκ δεν κράτησε για πολύ. Για την ακρίβεια, δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρξε μόνο στις ανακοινώσεις του Μπους και των ευρωπαίων συναδέλφων του που έσπευσαν να στηρίξουν το φιάσκο.
Ο καταιγισμός των επιθέσεων των ανταρτών, με τις βομβιστικές επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα στη Βαγδάτη με 22 νεκρούς μπάτσους την Κυριακή, στη Μπακούμπα και τη Μοσούλη με 27 νεκρούς τη Δευτέρα, την επίθεση αυτοκτονίας σε ιρακινή στρατιωτική βάση της Βαγδάτης με 21 νεκρούς την Τρίτη, το σαμποτάζ με ρουκέτες σε πετρελαιαγωγό 90 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κιρκούκ την Τετάρτη, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του διευθυντή ενημέρωσης του αμερικανοστήρικτου αραβικού τηλεοπτικού σταθμού Αλ-Χούρα στη Βασόρα και την απαγωγή του εκπροσώπου του υπουργού Πετρελαίου της «μεταβατικής κυβέρνησης» την Τετάρτη, καθώς και πολλές επιθέσεις εναντίον πολιτικών σιιτικών και κουρδικών κομμάτων που συμμετείχαν στις εκλογές φάρσα, υπενθύμισαν τόσο στους Αμερικάνους όσο και στη νέα κυβέρνηση που θα συνεργαστεί μαζί τους, ότι το αντάρτικο συνεχίζει να αναπτύσσει τη δράση του.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστά τα τελικά αποτελέσματα τα οποία θα καθυστερήσουν, επειδή θα πρέπει να ξαναμετρηθούν οι ψήφοι σε 300 κάλπες λόγω παρατυπιών που διαπιστώθηκαν στην πρώτη καταμέτρηση, σε μια εκλογική διαδικασία που δεν έλειψαν οι καταγγελίες για νοθεία με αποτέλεσμα να ακυρωθεί αδιευκρίνιστος αριθμός ψηφοδελτίων. Απ’ τα πρώτα αποτελέσματα όμως φάνηκε η ξεκάθαρη νίκη της «Ενωμένης Ιρακινής Συμμαχίας» με ηγέτη τον Σιστάνι, που για την ώρα κερδίζει το 51% των 4.360.000 ψήφων που καταμετρήθηκαν στις 13 απ’ τις 18 επαρχίες του Ιράκ. Το κόμμα του δοτού πρωθυπουργού μόλις που κατόρθωσε να κερδίσει ένα 13.6%, ενώ η συμμαχία των κουρδικών κομμάτων πήρε τη δεύτερη θέση με 24.6%. Αποτελέσματα που σίγουρα θα ανατραπούν υπέρ του Σιστάνι που αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο νικητή των εκλογών, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η καταμέτρηση στις σιιτικές περιοχές του νότου.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι ποιος θα κερδίσει στις εκλογές αλλά πως θα διαχειριστεί τη μετεκλογική κατάσταση στο Ιράκ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νέα κυβέρνηση θα συνεργαστεί με τους κατακτητές. Δεν έχει άλλωστε άλλη λύση μια και η μέχρι τώρα πορεία του Σιστάνι έχει αποδείξει ότι προτιμά τη συνδιαλλαγή παρά τη στήριξη του αντάρτικου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να θέσει χρονοδιάγραμμα αποχώρησης του στρατού των κατακτητών (όχι όμως και των βάσεων που έχουν στήσει στο Ιράκ). Ενα χρονοδιάγραμμα για εσωτερική κατανάλωση με μεγάλο χρονικό ορίζοντα (ενάμιση, δύο χρόνων ίσως), η εφαρμογή του οποίου θα εξαρτηθεί απ’ το κατά πόσο η νέα ιρακινή κυβέρνηση θα κατορθώσει να στήσει ένα ισχυρό κατασταλτικό στρατιωτικό και αστυνομικό μηχανισμό ικανό να σταματήσει το αντάρτικο. Κάτι σαν κι αυτό που κάνουν οι Σιωνιστές στην Παλαιστίνη δηλαδή. Μόνο έτσι θα «φύγουν» οι Αμερικάνοι, διατηρώντας φυσικά τις τέσσερις μεγάλες βάσεις που έχουν στο ιρακινό έδαφος.
Θα ικανοποιήσει τον πόθο του ιρακινού λαού για τερματισμό της κατοχής μια τέτοια εξέλιξη; Θα πετύχει την απομόνωση των ανταρτών απ’ το λαό όπως διακηρύσσουν οι Αμερικάνοι; Με τόσο συσσωρευμένο αντιαμερικάνικο μίσος μέσα στον Ιρακινό λαό μπορούμε με βεβαιότητα να προδιαγράψουμε την αποτυχία μιας τέτοιας «λύσης». Ηδη, εκπρόσωπος του Σαντρ (του ριζοσπάστη σιίτη κληρικού που αν και δεν κάλεσε σε μποϊκοτάρισμα των εκλογών δεν τις στήριξε κιόλας) βγήκε και δήλωσε ότι φοβάται πως η νέα ιρακινή κυβέρνηση «θα είναι μια ρέπλικα του αμερικανόπνευστου και τώρα διαλυμένου μεταβατικού Κυβερνητικού Συμβουλίου» (Islam Online 6/2/05), ενώ την επομένη ο ίδιος ο Σαντρ είχε συνάντηση με το σουνίτη επικεφαλής του «Συνδέσμου Μουσουλμάνων Κληρικών» Χαρίθ Αλ-Ντάρι, που αντιτίθεται στην κατοχή, για σύσφιξη σχέσεων και συνεργασία των δύο οργανώσεων.
Βλέποντας αυτό τον κίνδυνο οι Αμερικάνοι σπεύδουν να ζητήσουν χείρα βοηθείας απ’ τη «γηραιά Ευρώπη» (τη Γαλλία και τη Γερμανία πρώτα απ’ όλα) πιέζοντας ώστε το ΝΑΤΟ να αναλάβει αυξημένο ρόλο στο μετεκλογικό τοπίο του Ιράκ. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε όλη αυτή την κινητικότητα με την επίσκεψη της Ράις στη Γαλλία (ήδη ετοιμάζεται και ο Ράμσφελντ). Με στόχο να δώσουν την πρέπουσα παγκόσμια «νομιμοποίηση» στη νέα ιρακινή κυβέρνηση, να τρομοκρατήσουν τον ιρακινό λαό εμφανίζοντας αρραγές το «παγκόσμιο» μέτωπο εναντίον του αντάρτικου και να μοιραστούν την ενδεχόμενη ήττα με τους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές. Ομως οι Ευρωπαίοι, πέρα από τις διακηρύξεις υποστήριξης στη νέα κυβέρνηση και την οικονομική βοήθεια, είναι αβέβαιο για την ώρα αν θα προχωρήσουν παραπέρα.
Στην ανάπτυξη δηλαδή και δικών τους στρατευμάτων στην περιοχή. Θα κοιτάξουν να δουν πως θα εξελιχθούν τα πράγματα κι ανάλογα θα κρίνουν. Οσο βρίσκεται το αντάρτικο δυναμικά στο προσκήνιο, δύσκολα θα πατήσουν κι άλλοι πόδι στο ιρακινό ναρκοπέδιο.