«Η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τις βουλές είχε άμεσο συμφέρον στην καταχρέωση του κράτους. Το κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα-ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Υστερα από κάθε τέσσερα-πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στην χρηματική αριστοκρατία μια καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεοκοπίας – και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους πιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαιά του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής. Γενικά, η αστάθεια στην κατάσταση της κρατικής πίστης και η γνώση των κρατικών μυστικών, έδινε στους τραπεζίτες και στους συνεταίρους τους στις βουλές και στο θρόνο τη δυνατότητα να προκαλούν εξαιρετικές, απότομες διακυμάνσεις στην τρέχουσα τιμή των κρατικών τίτλων, που δε μπορούσαν νάχουν κάθε φορά άλλο αποτέλεσμα παρά την καταστροφή μιας μάζας μικρότερων κεφαλαίων και το μυθικά γρήγορο πλουτισμό των μεγάλων παιχτών».[1]
Το παραπάνω απόσπασμα γράφτηκε από τον Μαρξ πριν από ενάμιση αιώνα, την εποχή της κυριαρχίας του Λουδοβίκου Φιλίππου στη Γαλλία. Κι όμως, αυτά που περιγράφει μοιάζουν να είναι γραμμένα για τη σημερινή εποχή, με τη μόνη διαφορά ότι η χρηματική αριστοκρατία εφαρμόζει αυτή την κλοπή όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Ληστεύοντας πρώτα απ’ όλα τα εξαρτημένα απ’ αυτήν καπιταλιστικά κράτη (σαν την Ελλάδα) και ύστερα το δικό της κράτος που είναι πλέρια υποταγμένο σ’ αυτή.
Ο μπαμπούλας του χρέους
Οπως τότε έτσι και σήμερα, η Γαλλία ζει με το μπαμπούλα της διόγκωσης του δημόσιου χρέους. Τα επιτόκια δανεισμού (αν και κατά πολύ μικρότερα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, εκτός της Γερμανίας) αυξάνονται, το χρέος μεγαλώνει και το γαλλικό δημόσιο βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο υποβάθμισης της πιστοληπτικής του αξιολόγησης. Ομως, ο μπαμπούλας αυτός δε θα προκαλούσε τέτοια ανησυχία στους κρατούντες της δεύτερης μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής οικονομίας της Ευρωζώνης, αν δεν συνοδεύονταν από μια σειρά οικονομικά προβλήματα. Προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, αν δεν θέλει να χάσει έδαφος στον αδυσώπητο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που γίνεται παγκόσμια.
Αυτά θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε στο παρόν άρθρο, βασιζόμενοι στην πορεία των οικονομικών μεγεθών την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Γαλλίας και της γαλλικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE). Φυσικά, στο πλαίσιο μιας εφημερίδας δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν τα πάντα, ούτε είναι αυτές οι προθέσεις μας. Τις τάσεις που διαμορφώνονται θέλουμε να σημειώσουμε, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τα πολιτικά γεγονότα της σημερινής περιόδου, αφού είναι η οικονομία που αποτελεί τη βάση της πολιτικής.
Οικονομικό τέλμα
Το οικονομικό τέλμα που οδηγείται η γαλλική οικονομία είναι ορατό από μια απλή και μόνο ανάγνωση των οικονομικών μεγεθών που παρουσιάζουμε στους Πίνακες 1 μέχρι 5, που συντάξαμε σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Τα στοιχεία των πινάκων αυτών (χρέος, ΑΕΠ, εξαγωγές, εισαγωγές, επενδύσεις στο εξωτερικό κτλ.) παρουσιάζονται σε βάθος δεκαετίας, προκειμένου να αποτυπωθούν οι τάσεις που επικρατούν σε όλη αυτή την περίοδο. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται η μεταβολή του χρέους της γενικής κυβέρνησης και του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, δηλαδή ο παραγόμενος πλούτος σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές) τη δεκαετία 2000-2010. Τα παραπάνω παρουσιάζονται τόσο σε τρέχουσες όσο και σε σταθερές τιμές. Οι σταθερές τιμές δίνονται σε ευρώ αγοραστικής αξίας του έτους 2005, λαμβάνοντας υπόψη τον επίσημο πληθωρισμό.
Οπως φαίνεται από τον πίνακα αυτό, το χρέος της γενικής κυβέρνησης (αναγόμενο σε σταθερές τιμές 2005) αυξήθηκε από 911,8 δισ. ευρώ (57.5% του ΑΕΠ) το 2000, σε 1.462,1 δισ. ευρώ (82.3% του ΑΕΠ) το 2010. Μιλάμε δηλαδή για μια αύξηση 550,4 δισ. ευρώ (ποσοστιαία αύξηση 60,4%) μέσα σε μία δεκαετία. Η αύξηση του ΑΕΠ το ίδιο χρονικό διάστημα ήταν μόλις 189,4 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2005 (από 1.586,6 δισ. ευρώ το 2000 σε 1.776 δισ. ευρώ το 2010), δηλαδή ποσοστιαία 11,9%. Το δημόσιο χρέος, λοιπόν, αυξήθηκε περίπου έξι φορές περισσότερο από την αύξηση του «εθνικού εισοδήματος» ή τουλάχιστον αυτού που οι καπιταλιστές βαφτίζουν «εθνικό εισόδημα», του ΑΕΠ.
Ανοίγοντας μια παρένθεση, δεν μπορούμε ν’ αντισταθούμε στον πειρασμό να κάνουμε μια επισήμανση που δείχνει πόσο σαθρό είναι το «επιχείρημα», ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα ήταν δυνατόν να εξαλειφθεί με «σωστή διαχείριση». Κι αυτό γιατί, αν σε μια ιμπεριαλιστική χώρα με τέτοια ισχυρή οικονομία όπως η Γαλλία το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε τόσο πολύ, πώς θα ήταν δυνατό να μη γλιτώσει ο κρατικός τομέας της Ελλάδας, μιας χώρας μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, που δε διαθέτει βαριά βιομηχανία και είναι απόλυτα εξαρτημένη από τα ξένα μονοπώλια; Κλείνουμε την παρένθεσή μας για να προχωρήσουμε στην ανάλυση των υπόλοιπων οικονομικών μεγεθών.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 2, που αποτυπώνει τις μεταβολές στις εισαγωγές, τις εξαγωγές και τις καταναλωτικές δαπάνες, σε σταθερές τιμές 2005, οι εξαγωγές αυξήθηκαν μεν την τελευταία δεκαετία κατά 14,3% (από 408,7 δισ. ευρώ το 2000 σε 467 δισ. ευρώ το 2010), όμως αυξήθηκαν λιγότερο από τις εισαγωγές που παρουσίασαν αντίστοιχη αύξηση κατά 27,2%, ενώ οι εξαγωγές μετά την κατραπακιά του 2009 (που μειώθηκαν κατά 12,42%) δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν ακόμα στα επίπεδα του 2006! Από το 2005 μέχρι σήμερα, η αξία των εξαγωγών είναι μικρότερη από των εισαγωγών, πράγμα που σημειώνεται για πρώτη φορά μετά το 1991.
Αυτό δε σημαίνει ότι η γαλλική οικονομία μετατράπηκε σε «εισαγωγοδίαιτη», όπως η ελληνική, γιατί ο γαλλικός ιμπεριαλισμός διαθέτει ένα ευρύτατο φάσμα θυγατρικών εταιριών στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας[2], που αφορούν σε έρευνα που ολοκληρώθηκε το 2009, περισσότεροι από 800 γαλλικοί όμιλοι το 2007 (εκτός του τραπεζικού τομέα) διέθεταν τουλάχιστον μία θυγατρική έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι γαλλικές εταιρίες είχαν περίπου 25.000 θυγατρικές στο εξωτερικό, με 4 εκατομμύρια άτομα προσωπικό, από τις οποίες κάτι λιγότερο από τις μισές (12.000 περίπου) βρίσκονταν εντός ΕΕ και οι υπόλοιπες εκτός (πρώτα απ’ όλα στις ΗΠΑ και λιγότερο στον Καναδά, την Κίνα και τη Βραζιλία). Οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν από όλες αυτές τις θυγατρικές εταιρίες στο εξωτερικό, ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό των 960 δισ. ευρώ, ποσό σχεδόν διπλάσιο του συνόλου των εξαγωγών της χώρας το ίδιο έτος, το οποίο σε τρέχουσες τιμές (2007) ανερχόταν σε 507 δισ. ευρώ (στον Πίνακα 2 το ποσό αυτό δίνεται σε σταθερές τιμές 2005).
Γι’ αυτό είναι λάθος να κρίνει κανείς τη θέση του γαλλικού ιμπεριαλισμού μόνο από το εμπορικό ισοζύγιο, γιατί ιμπεριαλισμός σημαίνει πρώτα απ’ όλα εξαγωγή κεφαλαίου. Κι εκεί όμως, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, αρχίζει να υπάρχει πρόβλημα. Μοναδική σανίδα σωτηρίας φαίνεται ν’ αποτελούν οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών στο εσωτερικό. Η αύξησή τους, μάλιστα, στη δεκαετία 2000-2010 έφτασε τα 151,9 δισ. ευρώ (ποσοστιαία αύξηση 17,8%), υπερκαλύπτοντας την αύξηση του πληθυσμού για την ίδια χρονική περίοδο (που ήταν γύρω στο 6,5% από 1/1/01 μέχρι 1/1/11, σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Γαλλίας[3]). Ομως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι καταναλωτικές δαπάνες που εμφανίζουν οι στατιστικές αφορούν το σύνολο των κοινωνικών τάξεων της χώρας κι επομένως δεν μπορούν να χρησιμοποιη- θούν ως κριτήριο της κατανάλωσης των εργαζόμενων τάξεων, οι οποίες θ’ αναγκαστούν να περιορίσουν την κατανάλωσή τους λόγω της αύξησης της ανεργίας (έχει ξεπεράσει το 9% του εργατικού δυναμικού) και των νέων μέτρων λιτότητας που αποφάσισε στις 7/11/11 η κυβέρνηση, για την εξοικονόμηση επιπλέον 7 δισ. ευρώ το 2012, συμπληρωματικά των περικοπών 11 δισ. ευρώ που είχε αποφασίσει μόλις πριν από τρεις μήνες (τον περασμένο Αύγουστο).
Αυτό ήδη έχει αρχίσει να γίνεται τα τελευταία χρόνια, όπως φαίνεται από την τελευταία γραμμή του Πίνακα 2. Οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών σχεδόν μηδενίστηκαν το 2008 και το 2009, ενώ η αύξηση κατά 1,34% του 2010 είναι από τα μικρότερα ποσοστά αύξησης που έχουν σημειωθεί από το 1950 που η στατιστική υπηρεσία δίνει στοιχεία[4]. Οι εποχές που οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξάνονταν με ρυθμούς της τάξης του 5% και 7% (όπως αρκετές φορές συνέβη στις μεταπολεμικές δεκαετίες, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ενώ έκτοτε δεν ξεπέρασαν ποτέ το φράγμα του 4% ετησίως) έχουν περάσει ανεπιστρεπτί[4].
Η εξαγωγή κεφαλαίου
Στον τομέα της εξαγωγής κεφαλαίου φαίνεται περισσότερο η επιδείνωση της διεθνούς θέσης του γαλλικού καπιταλισμού. Πρόκειται για τον τομέα που, όπως αναφέραμε παραπάνω, αποκτά καίρια σημασία στην εποχή της επικράτησης του ιμπεριαλιστικού μονοπωλίου. Αν για τον «παλιό» καπιταλισμό, στον οποίο δεν υπήρχαν μονοπώλια και κυριαρχούσε απόλυτα ο ελεύθερος ανταγωνισμός (δηλαδή, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα), χαρακτηριστική ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων, για το «νεότερο» καπιταλισμό, στον οποίο κυριαρχούν τα μονοπώλια, η εξαγωγή κεφαλαίου είναι αυτή που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Από την ποσότητα των κεφαλαίων που έχει τοποθετήσει στο εξωτερικό κάθε χώρα καθορίζεται και η οικονομική της δύναμη στη ζούγκλα που λέγεται παγκόσμιος καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας.
Τα κεφάλαια αυτά, που στους πίνακες των στατιστικών αναφέρονται ως «άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό», αποτυπώνονται στον Πίνακα 3. Η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας δίνει δύο τιμές για τα κεφάλαια αυτά. Η μία είναι η ονομαστική και η δεύτερη η αγοραστική. Η ονομαστική αξία των άμεσων επενδύσεων αυξήθηκε σε τρέχουσες τιμές (μη λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τον πληθωρισμό) αρκετά εντυπωσιακά μέσα στη δεκαετία 2000-2010, σημειώνοντας αύξηση κατά 666,4 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 139,3%. Ομως, τα πράγματα ήταν κατά πολύ χειρότερα για την αγοραστική αξία των επενδύσεων αυτών, που σε τρέχουσες τιμές αυξήθηκε μόλις κατά 144,8 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 14,5%, ενώ αν ληφθεί υπ’ όψη ο πληθωρισμός[6], η αγοραστική αξία των άμεσων επενδύσεων του γαλλικού κεφαλαίου στο εξωτερικό μειώθηκε κατά 4,5% (από το 2000 μέχρι το 2010). Μάλιστα, το 2010 έπεσε περίπου στο επίπεδο που βρισκόταν πέντε χρόνια πριν (το 2005), όπως δείχνει η τελευταία γραμμή του Πίνακα 3 (το 2010 οι άμεσες επενδύσεις ήταν 1.047,4 δισ. ευρώ, έναντι 1.044,6 δισ. ευρώ που ήταν το 2005).
Ετσι, εκεί που το 2009 φαινόταν να υπάρχει βελτίωση, το 2010 οι άμεσες επενδύσεις ξανάρχισαν την κατρακύλα. Αυτό σηματοδοτεί τον κίνδυνο μιας σοβαρής επιδείνωσης της θέσης του γαλλικού κεφαλαίου στο εξωτερικό, που θα έχει αντίκτυπο στην οικονομική και πολιτική δύναμη του γαλλικού ιμπεριαλισμού παγκόσμια. Η επιδείνωση αυτή αποτυπώνεται και στον Πίνακα 4, που καταγράφει την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Γαλλίας (net international investment position), η οποία ισούται με το άθροισμα των παρακάτω: 1. Αμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό μείον ξένες επενδύσεις στη Γαλλία. 2. Επενδύσεις χαρτοφυλακίου, δηλαδή χρεόγραφα που κατέχει η Γαλλία στο εξωτερικό, μείον γαλλικά χρεόγραφα που χρωστά η Γαλλία στο εξωτερικό. 3. Παράγωγα. 4. Αλλες επενδύσεις και 5. Αποθεματικά.
Σε γενικές γραμμές, η καθαρή επενδυτική θέση αποτυπώνει αν μια χώρα είναι πιστωτής (αν έχει θετικό πρόσημο) ή οφειλέτης (αν έχει αρνητικό πρόσημο). Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Γαλλίας έχει επιδεινωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία και συνεχίζεται ακόμα και τώρα, που υποτίθεται ότι υπάρχει «παγκόσμια ανάκαμψη» από τη μεγάλη κρίση του 2008.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο
Η εξασθένιση των άμεσων επενδύσεων συνοδεύεται από την έκρηξη των επενδύσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Του κεφαλαίου που υπερέχει όλων των υπόλοιπων μορφών κεφαλαίου, όπως τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ο ηγέτης των μπολσεβίκων, Β.Ι. Λένιν, στο έργο του «Ιμπεριαλισμός το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»: «Χαρακτηριστικό του καπιταλισμού γενικά είναι ότι χωρίζει την ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τη χρησιμοποίηση του κεφαλαίου στην παραγωγή, ότι χωρίζει το χρηματιστικό κεφάλαιο από το βιομηχανικό ή το παραγωγικό, ότι χωρίζει τον εισοδηματία, που ζει μόνο από το εισόδημα του χρηματικού κεφαλαίου, από τον επιχειρηματία και τα πρόσωπα που συμμετέχουν άμεσα στη διαχείριση του κεφαλαίου. Ο ιμπεριαλισμός ή η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ανώτερη εκείνη βαθμίδα του καπιταλισμού, όπου ο χωρισμός αυτός παίρνει πελώριες διαστάσεις».[7]
Αυτές οι πελώριες διαστάσεις φαίνονται στον Πίνακα 5, από τον οποίο προκύπτει ότι μετοχές, χρεόγραφα και λοιπές «επενδύσεις χαρτοφυλακίου» του γαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου αυξήθηκαν κατακόρυφα την τελευταία δεκαετία. Κάντε τον κόπο να συγκρίνετε την αξία των επενδύσεων αυτών με αυτή των άμεσων επενδύσεων. Για παράδειγμα, το 2010, η αξία των επενδύσεων χαρτοφυλακίου ήταν 2.099,7 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές. Η αξία των άμεσων επενδύσεων δεν ξεπερνούσε τα 1.145 δισ. ευρώ (ονομαστικά, σε τρέχουσες τιμές) με την αγοραστική τους αξία να είναι λίγο μικρότερη (περίπου 1.140 δισ. ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου (το 65% των οποίων ήταν ομόλογα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Γαλλίας, που λόγω χώρου δεν μπορούν να παρουσιαστούν αναλυτικότερα εδώ[8]) ήταν σχεδόν διπλάσιες σε αξία από τις άμεσες επενδύσεις. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο μεγάλο είναι το ποσό του κεφαλαίου που επενδύθηκε στο εξωτερικό με τη μορφή ομολόγων και μετοχών σε εταιρίες (με τα ομόλογα να κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο των επενδύσεων αυτών).
Το χρηματιστικό κεφάλαιο προφανώς και κονομούσε πολύ περισσότερα από τις επενδύσεις αυτές, παρά από τις άμεσες επενδύσεις. Αυτό, όμως, δημιουργεί άλλες επιπλοκές. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο[9] που επικαλείται τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), οι γαλλικές τράπεζες είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο ιταλικό χρέος, αφού «από τα 867,3 δισ. δολάρια (626 δισ. ευρώ) που χρωστούσε η Ιταλία στις τράπεζες 24 χωρών, στο τέλος του 2010, κάτι λιγότερο από τα μισά (392,6 δισ. δολάρια) τα χρωστού-σε σε γαλλικές τράπεζες».
Το ιταλικό χρέος των 392,6 δισ. δολαρίων δεν αφορά στην πλειοψηφία του τον ιταλικό δημόσιο τομέα, ούτε τις ιταλικές τράπεζες, αλλά τις ιταλικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα παραπάνω στοιχεία, το ιταλικό χρέος των 392,6 δισ. δολαρίων κατανέμεται ως εξής: 97,6 δισ. δολάρια σε δάνεια προς το ιταλικό δημόσιο, 41,8 δισ. δολάρια σε δάνεια στις τράπεζες και 253,2 δισ. δολάρια σε δάνεια στο μη τραπεζικό τομέα. Η έκθεση των γαλλικών τραπεζών στην Ιταλία ήταν, επομένως, κατά πολύ μεγαλύτερη από τα 140,6 δισ. των δανείων στην Ισπανία και τα 56,7 δισ. των δανείων στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει το Γαλλικό Πρακτορείο. Ομως, για τα παιχνίδια με τα χρέη και τη διαπλοκή με τα ασφάλιστρα κινδύνου, καθώς και τα πακέτα «σωτηρίας» των τραπεζών, επιφυλασσόμαστε ν’ αναφερθούμε σε κάποιο από τα επόμενα φύλλα της «Κόντρας». Εδώ αρκούμαστε να επισημάνουμε τον παρασιτισμό του χρηματιστικού κεφαλαίου, που βγάζει κέρδη εκδίδοντας τοκοφόρα χαρτιά, εκβιάζοντας κράτη και επιβάλλοντας αντεργατικές πολιτικές.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Καρλ Μαρξ, «Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», κεφ. Ι, σελ. 33-34, Αναγνωστίδης.
2. Οι θέσεις των γαλλικών ομίλων έξω από τη Γαλλία το 2007. Ερευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE), που δημοσιεύτηκε στις 14/6/2011 (https:// www.insee.fr/en/themes/detail.asp?reg_id=0&ref_id=implantation-groupes-francais-etranger-2007).
3. Για αναλυτικά πληθυσμιακά στοιχεία βλέπε https://www.insee.fr/fr/ffc/ipweb/ip1332/ip1332.xls.
4. Για αναλυτικά στοιχεία της μεταβολής των καταναλωτικών δαπανών, αλλά και των υπόλοιπων οικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, εξαγωγές, εισαγωγές κτλ.) από το 1949 μέχρι το 2010 βλέπε https://www.insee.fr/en/indicateurs/cnat_annu/base_2005/donnees/xls/t_1102.xls και https://www.insee.fr/en/themes/comptes-nationaux/tableau.asp?sous_theme=1&xml=t_1102.
5. «Ετήσια έκθεση για το ισοζύγιο πληρωμών της Γαλλίας και τη διεθνή επενδυτική θέση το 2010», που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη από την Τράπεζα της Γαλλίας (https://www.banque-france.fr/gb/statistiques/economie/economie-balance/presentation-rapport-annuel.htm).
6. Ο υπολογισμός των αξιών των άμεσων επενδύσεων βάσει του πληθωρισμού έγινε σε αναλογία με τις τιμές του ΑΕΠ που δίνουν σε τρέχουσες και σταθερές (2005) τιμές οι σχετικοί πίνακες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γαλλίας. Αν ο υπολογισμός γίνει βάσει της αναλογίας των τιμών των εξαγωγών σε τρέχουσες και σταθερές (2005) τιμές, τα αποτελέσματα εμφανίζουν υπολογίσιμες αποκλίσεις. Γι’ αυτό και οι σταθερές τιμές που υπολογίσαμε στον Πίνακα 3 δεν είναι απολύτως σωστές. Τις παρουσιάζουμε μόνο και μόνο για να δείξουμε τις τάσεις που διαμορφώνονται.
7. Β.Ι. Λένιν, «Ο Ιμπεριαλισμός – Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», σελ. 59, Μορφωτικές εκδόσεις.
8. Για αναλυτικότερα στοιχεία της διεθνούς επενδυτικής θέσης της Γαλλίας από το 1995 μέχρι το 2010 βλέπε στους πίνακες που δημοσιεύει η Τράπεζα της Γαλλίας (https://www.banque-france.fr/gb/ statistiques/base/ii_position/telnomot/International_investment_position_internet.xls).
9. Γαλλικό Πρακτορείο (AFP), 12/7/11, Οι γαλλικές τράπεζες περισσότερο εκτεθειμένες στο ιταλικό χρέος: στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).