Μια συντονισμένη προπαγανδιστική εκστρατεία διεξάγεται τους τελευταίους μήνες από το Λευκό Οίκο, από τηλεοπτικά κανάλια και από τις μεγαλύτερες αμερικάνικες εφημερίδες ενάντια στην κυβέρνηση του Ούγο Τσάβες στη Βενεζουέλα. Πρόκειται για «στρατηγική αναχαίτισης» του Τσάβες, όπως την χαρακτήρισαν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (14/3/05), την έναρξη της οποίας σηματοδότησε η Κοντολίζα Ράις στην ομιλία της προς την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της αμερικάνικης Γερουσίας στις 26 Γενάρη. Αναφερόμενη στον Τσάβες είπε ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση «ανησυχεί πολύ που ένας δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης κυβερνά με ανελεύθερο τρόπο» και τον χαρακτήρισε «απειλή για τη δημοκρατία» και «αποσταθεροποιητική δύναμη» για την περιοχή, «πράγμα το οποίο οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τον αφήσουν να συνεχίσει να το κάνει».
Ο Ρότζερ Πάρντο – Μάουερ, ανώτατος αξιωματούχος του Υπουργείου Αμυνας, σε συνέντευξή του στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι η αμερικάνικη κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή την πολιτική «αναχαίτησης» του Τσάβες, γιατί ο ίδιος ακολουθεί μια «στρατηγική ύαινας» στην περιοχή. «Ο Τσάβες είναι πρόβλημα, γιατί χρησιμοποιεί την επιρροή και τα χρήματα από το πετρέλαιο για να εισάγει το συγκρουσιακό του στυλ στην πολιτική άλλων χωρών. Επιλέγει χώρες όπου ο κοινωνικός ιστός είναι πολύ αδύνατος και σε μερικές περιπτώσεις κάνει ξεκάθαρη υπονόμευση». Επισήμανε, τέλος, ότι η υπομονή των ΗΠΑ έχει εξαντληθεί.
Πιο συγκεκριμένα, ο Λευκός Οίκος κατηγορεί τον Ούγο Τσάβες ότι προσφέρει καταφύγιο σε κολομβιανούς αντάρτες, ότι υποστήριξε και χρηματοδότησε στο Περού έναν αξιωματικό του στρατού που προσπάθησε να υποκινήσει μια εξέγερση εναντίον του προέδρου Αλεχάντρο Τολέδο τον περασμένο Δεκέμβρη, ότι χρηματοδοτεί τον Εβο Μοράλες, τον ηγέτη ενός από τα μαζικότερα κινήματα των Ινδιάνων της Βολιβίας, που αγωνίζονται ενάντια στη σκληρή πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης και απαιτούν να σταματήσει η περιθωριοποίησή τους και η ληστρική εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της χώρας τους από τις πολυεθνικές. Χωρίς φυσικά αποδείξεις.
Την έντονη αντίδραση του Λευκού Οίκου προκάλεσε επίσης η είδηση ότι η κυβέρνηση Τσάβες θα αγοράσει όπλα από τη Ρωσία και αεροπλάνα περιπολίας από τη Βραζιλία, χαρακτηρίζοντας την αγορά αυτή «απειλή για την περιοχή», γιατί δήθεν κάποια απ’ αυτά μπορεί να καταλήξουν στα χέρια των ανταρτών της Κολομβίας.
Ο Τσάβες έχει μπει στο στόχαστρο της αμερικάνικης κυβέρνησης για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος είναι το πετρέλαιο. Οι ΗΠΑ απορροφούν το 60% της παραγωγής πετρελαίου της Βενεζουέλα, το οποίο καλύπτει το 15% των αναγκών τους. Η προσπάθεια του Τσάβες να θέσει την πετρελαιοβιομηχανία υπό το στενό έλεγχο της κυβέρνησης του, ιδιαίτερα μετά την πολυήμερη απεργία και το μαζικό λοκάουτ σε πολλές επιχειρήσεις το Δεκέμβρη του 2002, ενόχλησε τους αμερικάνικους πετρελαϊκούς κολοσσούς. Το ίδιο και η απόφαση της κυβέρνησής του τον περασμένο Νοέμβρη να θέσει σε εφαρμογή το νόμο που ψηφίστηκε το 2001 ο οποίος επιβάλλει σημαντική αύξηση στα δικαιώματα εκμετάλλευσης που πληρώνουν οι ξένες εταιρείες που παράγουν πετρέλαιο στη Βενεζουέλα. Η ExxonMobil κατήγγειλε την απόφαση αυτή και δήλωσε ότι θα προσφύγει δικαστικά.
Ενας άλλος λόγος είναι η προσπάθεια του Τσάβες να διευρύνει τα ερείσματά του στη Λατινική Αμερική, αναπτύσσοντας οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με διάφορες χώρες της περιοχής και ιδιαίτερα με εκείνες όπου έχουν εκλεγεί σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, με τις οποίες επιδιώκει να συμπήξει ένα είδος οικονομικού και πολιτικού μετώπου για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
Εκτός αυτού, ο Τσάβες, ένας εθνικιστής σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, έχει γίνει για τους λαούς της Λατινικής Αμερικής ένα από τα σύμβολα του αντιαμερικανισμού και λειτουργεί ως πολιτικό πρότυπο για διάφορα κινήματα της περιοχής, ενώ στη χώρα του, ύστερα από έξι χρόνια στην εξουσία, εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση στις λαϊκές μάζες, γεγονός που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στα σχέδια του Λευκού Οίκου και έχει οδηγήσει σε τρεις απανωτές σοβαρές αποτυχίες την προσπάθεια ανατροπής του Τσάβες από την αντιπολίτευση, που διαθέτει την οικονομική και πολιτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Στην αποτυχία του πραξικοπήματος εναντίον του Τσάβες τον Απρίλιο του 2002, στη λήξη με νίκη του Τσάβες του οικονομικού σαμποτάζ (πολυήμερη απεργία στην πετελαιοβιομηχανία, μαζικό λοκάουτ σε επιχειρήσεις) που ξεκίνησε το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, στην αναμφισβήτητη νίκη του Τσάβες στο δημοψήφισμα για την παραμονή του ή όχι στην εξουσία, που πραγματοποιήθηκε κατ’ απαίτηση της αντιπολίτευσης τον Αύγουστο του 2004.
Υστερα από τις αποτυχίες αυτές, ο Λευκός Οίκος αλλάζει ρότα και εγκαινιάζει τη «στρατηγική αναχαίτησης» του Τσάβες, επιχειρώντας να τον «δαιμονοποιήσει» με κατασκευασμένες κατηγορίες και να τον απομονώσει μέσα και έξω από τη χώρα του. Μόνο που, όπως φαίνεται, δεν περιορίζεται σ’ αυτήν.
Τον περασμένο Φλεβάρη η κυβέρνηση της Βενεζουέλα κατηγόρησε δημόσια την αμερικάνικη κυβέρνηση ότι σχεδιάζει τη δολοφονία του Τσάβες. Η ένταση στις διμερείς σχέσεις ανέβηκε ακόμη περισσότερο όταν η κυβέρνηση της Βενεζουέλα ανακοίνωσε ότι είχε εντοπίσει την παρουσία αμερικάνων πεζοναυτών με στρατιωτικά αεροπλάνα και αμφίβια οχήματα στο νησί Κουρακάο της Καραϊβικής, σε απόσταση μόλις 75 χλμ από το έδαφος της Βενεζουέλα. Λίγες μέρες αργότερα, ο αντιπρόεδρος της χώρας Χοσέ Ράνγκελ ανακοίνωσε ότι ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Βενεζουέλα τον ενημέρωσε ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του Τσάβες. Και ενώ ο πόλεμος της προπαγάνδας από το Λευκό Οίκο κλιμακώνεται, ο Τσάβες καταγγέλλει την αμερικάνικη πολιτική, προειδοποιεί με διακοπή των εξαγωγών πετρελαίου στις ΗΠΑ σε περίπτωση επίθεσης εναντίον του και προσπαθεί να ενισχύσει τα ερείσματά του στο λαό. Στις 8 Μαρτίου δόθηκε στη δημοσιότητα μια ανακοίνωση, την οποία υπογράφουν 400 βενεζουελάνοι δημοσιογράφοι, που κατηγορεί την αμερικάνικη κυβέρνηση και τα ΜΜΕ ότι προετοιμάζουν το έδαφος για μια αμερικάνικη στρατιωτική επίθεση στη Βενεζουέλα.
Παράλληλα με την αποκάλυψη και την καταγγελία της πολιτικής και των σχεδίων του Λευκού Οίκου, η κυβέρνηση Τσάβες προσπαθεί να ανοιχτεί σε νέες αγορές και να μειώσει την εξάρτηση στις εξαγωγές πετρελαίου από τις ΗΠΑ, γεγονός που επίσης ενοχλεί τους Αμερικάνους. Εχει ήδη υπογράψει σημαντικές οικονομικές συμφωνίες για την πώληση μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου στην Ινδία και την Κίνα. Με το Ιράν έχει υπογράψει συμφωνία κατασκευής ενός εργοστασίου τσιμέντου και εξαρτημάτων αυτοκινήτων καθώς και σημαντικές συμφωνίες για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και πετροχημικά. Σημαντικές οικονομικές συμφωνίες έχει επίσης υπογράψει με τη Ρωσία και τη Βραζιλία.