Το αμερικάνικο «θαύμα» στηρίχτηκε σε δύο «μεγάλα επιτεύγματα». Την αυξημένη παραγωγικότητα και τη χαμηλή ανεργία. Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στο ποιος κέρδισε από την αύξηση της παραγωγικότητας, την οποία χρησιμοποίησε το κεφάλαιο για να αποκομίσει περισσότερη υπεραξία. Στο φύλλο αυτό θ’ ασχοληθούμε με το ζήτημα της ανεργίας στις ΗΠΑ, τα χαμηλά ποσοστά της οποίας έχουν αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού από τις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές χώρες και τα παπαγαλάκια τους εδώ και πολλά χρόνια.
Πώς μετριέται η ανεργία στις ΗΠΑ
Πριν μιλήσουμε όμως για τους ανέργους, ας δούμε πώς ορίζονται οι εργαζόμενοι σύμφωνα με τις αμερικάνικες στατιστικές. Αντιγράφουμε από το τεχνικό εγχειρίδιο γι’ αυτούς που κάνουν τις συνεντεύξεις στις «τρέχουσες έρευνες πληθυσμού» (current population surveys – CPS), οι οποίες, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο φύλλο, είναι οι έρευνες που γίνονται κάθε μήνα σε 60 χιλιάδες αμερικάνικα νοικοκυριά από το Γραφείο Απογραφής (στατιστική υπηρεσία) των ΗΠΑ από κοινού με το υπουργείο Εργασίας: «Εργαζόμενα άτομα είναι αυτά που εργάζονται σε μία μισθωτή εργασία ή επιχείρηση για τουλάχιστον μία ώρα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς ή εργάζονται χωρίς πληρωμή σε μία οικογενειακή επιχείρηση για 15 και πάνω ώρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς ή δεν εργάστηκαν καθόλου την τελευταία εβδομάδα, αλλά είχαν μία θέση εργασίας ή κατείχαν μία επιχείρηση από την οποία ήταν προσωρινά απόντες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αναφοράς»[1].
Αυτό τον ορισμό έχει αντιγράψει και εφαρμόζει και η «δικιά μας» στατιστική υπηρεσία, θεωρώντας «εργαζόμενο» έναν άνθρωπο που εργάστηκε έστω και μία (1) ώρα τη βδομάδα που έγινε η απογραφή! Πώς αλλιώς εκτός από λαθροχειρία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η μέθοδος;
Αν η ένταξη στους «εργαζόμενους» κι αυτών που εργάστηκαν έστω και μία ώρα είναι η μία απατεωνιά του συστήματος μέτρησης των ανέργων στις ΗΠΑ, η δεύτερη είναι ο αποκλεισμός από το εργατικό δυναμικό πολλών εργατών που αποθαρρημένοι σταμάτησαν προσωρινά το ψάξιμο εργασίας. Να πως ορίζει το Γραφείο Απογραφής αυτόν που δεν ανήκει στο εργατικό δυναμικό: «Ατομο που δεν εργάστηκε την περασμένη βδομάδα, δεν ήταν προσωρινά απόν από την εργασία του, δεν έψαχνε για εργασία τις περασμένες 4 βδομάδες ή έψαχνε αλλά δεν ήταν διαθέσιμο για εργασία την εβδομάδα αναφοράς, με άλλα λόγια, ένα άτομο που δεν ήταν ούτε εργαζόμενο ούτε άνεργο»[2]. Αν δηλαδή κάποιος εργαζόμενος σταμάτησε απογοητευμένος να ψάχνει για δουλειά τις τελευταίες τέσσερις βδομάδες πριν από την απογραφή ή έψαχνε αλλά κάτι του έτυχε και δεν ήταν διαθέσιμος για δουλειά τη βδομάδα της απογραφής, δεν θεωρείται άνεργος και τον… πετάνε έξω από το εργατικό δυναμικό της χώρας!
Με τον τρόπο αυτό, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται μειωμένο, αφού η ανεργία υπολογίζεται πάντοτε ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Μια εικόνα για το μέγεθος της μείωσης αυτής παίρνουμε όταν, εκτός από τους επίσημα καταγεγραμμένους ανέργους, συνυπολογίσουμε αυτούς που υποαπασχολούνται για οικονομικούς λόγους (δηλαδή θέλουν να δουλέψουν περισσότερο αλλά δεν βρίσκουν δουλειές), καθώς και τους ανέργους που δεν εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό γιατί δεν έψαξαν για δουλειά τις τελευταίες τέσσερις βδομάδες αλλά θέλουν να δουλέψουν. Αν το κάνουμε αυτό, τότε βρίσκουμε ότι το ποσοστό ανεργίας του 6.7%, που ήταν τον περασμένο Φλεβάρη, σχεδόν διπλασιάζεται φτάνοντας στο 12.7%, πάντοτε σύμφωνα με τα νούμερα που δίνουν οι επίσημες στατιστικές (βλ. Πίνακα 1).
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι αυτά τα ποσοστά είναι τα ποσοστά της περιόδου της «ανάκαμψης». Στην περίοδο της κορύφωσης της κρίσης στις ΗΠΑ (2009-2010), το ποσοστό των ανέργων μαζί με τους υποαπασχολούμενους και αυτούς που τέθηκαν εκτός εργατικού δυναμικού αλλά ήθελαν να δουλέψουν, πλησίασε το 17%[3], σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές.
Οι μακροχρόνια άνεργοι
Δεν είναι μόνο η αύξηση του ποσοστού ανεργίας, που έχει πλέον παγιωθεί σε ποσοστά πάνω από μιάμιση φορά μεγαλύτερα σε σχέση με τις «καλές εποχές» (από 4% που ήταν το 2000, στο 7% που βρίσκεται σήμερα) που δημιουργεί ένα ζοφερό μέλλον για τους αμερικανούς εργαζόμενους. Είναι και η διάρκειά της. Σύμφωνα με την επιτομή των στατιστικών του Γραφείου Απογραφής των ΗΠΑ, που εκδόθηκε το 2012 και αφορά στο έτος 2010, η μέση διάρκεια της ανεργίας αυξήθηκε από 12 βδομάδες που ήταν το 1990 και το 2000, στις 17 βδομάδες το 2007 (λίγο πριν την κρίση δηλαδή), για να εκτιναχθεί στις 33 βδομάδες το 2010[4]. Δηλαδή σχεδόν τριπλασιάστηκε! Το δε ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (πάνω από 27 βδομάδες στην ανεργία) από 10% με 11% που ήταν το 1990 και το 2000, αυξήθηκε στο 18% περίπου το 2006 και το 2007, για να εκτιναχθεί στο 43.3% το 2010 (βλ. Πίνακα 2)!
Η μερική απασχόληση
Ομως, πόσοι απ' αυτούς που θεωρούνται εργαζόμενοι βρίσκονται σε θέσεις εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν κανονικές; Ο Πίνακας 3 είναι αποκαλυπτικότατος. Από τα στοιχεία του Γραφείου Απογραφής[5], προκύπτει ότι μόνο ένα 65% των αμερικανών εργατών εργάζεται σε δουλειές πλήρους απασχόλησης τουλάχιστον 50 βδομάδες το χρόνο. Δηλαδή, το ποσοστό των εργατών που δεν έχουν μια κανονική θέση εργασίας (πλήρης απασχόληση για όλο το χρόνο) είναι τουλάχιστον 35%!
Λέμε τουλάχιστον, γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται μια λαθροχειρία από τους «αναλυτές» του αμερικανικού κράτους. Τα στοιχεία που δίνουν για τους εργαζόμενους της «πλήρους απασχόλησης» εμπεριέχουν όλους αυτούς που εργάζονται 35 ώρες και πάνω τη βδομάδα. Ετσι, ένας εργάτης που εργάζεται λιγότερο από 40 ώρες (πράγμα που συνεπάγεται μειωμένες αποδοχές, φυσικά) μπορεί να θεωρηθεί πλήρως απασχολούμενος! Επομένως, το ποσοστό των θέσεων εργασίας που μπορούν να θεωρηθούν κανονικές (40ωρο για όλο το χρόνο) στην πραγματικότητα είναι λιγότερες απ' το 65% που υπολογίσαμε στον Πίνακα 3.
Σύμφωνα με την επιτομή των αμερικάνικων στατιστικών, μόλις το 42.1% του συνόλου των αμερικανών εργαζόμενων εργάστηκε από 40 ώρες και πάνω το 2010[5]. Από τον Πίνακα 3 διαπιστώνουμε ότι αυτό ισχύει για δεκαετίες στις ΗΠΑ και δεν είναι ούτε τωρινό ούτε συγκυριακό φαινόμενο. Αυτό που έγινε την τελευταία πενταετία (2007-2012) είναι να μειωθούν κατά 5.5 εκατομμύρια περίπου οι θέσεις εργασίας με πλήρη απασχόληση για πάνω από 50 βδομάδες και να αυξηθούν κατά 2.5 εκατομμύρια οι θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης.
Τι το κακό μ’ αυτό, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Δεν είναι καλό που οι εργαζόμενοι εργάζονται λιγότερο και έχουν περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους; Η αλήθεια είναι, ότι η μείωση των ωρών εργασίας για ένα ευρύ φάσμα μερικά απασχολούμενων εργατών δεν κατακτήθηκε από κανένα διεκδικητικό κίνημα με αίτημα τη μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση μισθών, αλλά επιβλήθηκε από τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Κι αυτές οι ανάγκες δεν βασίζονται στις ανάγκες των εργατών αλλά στις ανάγκες αποκόμισης μέγιστου κέρδους από τους καπιταλιστές. Ηταν αυτό το μέγιστο κέρδος που επέβαλε την εξάπλωση της μερικής απασχόλησης στις ΗΠΑ. Μιας «απασχόλησης» πολύ πιο φτηνής από την πλήρη, όπως δείχνουν τα ίδια τα στατιστικά στοιχεία της επιτομής των στατιστικών του Γραφείου Απογραφής[4].
Σύμφωνα με τον πίνακα 645 της παραπάνω επιτομής, οι μέσες ωριαίες απολαβές των εργαζόμενων στην πλήρη απασχόληση ήταν 22.77 δολάρια το 2010, ενώ στη μερική απασχόληση μόλις 12.1 δολάρια. Δηλαδή, οι μέσες ωριαίες αμοιβές στην μερική απασχόληση ισοδυναμούν με το 53% αυτών στην πλήρη απασχόληση!
Τα επιδόματα ανεργίας
Η έννοια του επιδόματος ανεργίας πρωτοεμφανίστηκε στις ΗΠΑ με το νόμο περί Κοινωνικής Ασφάλισης το 1935. Το επίδομα ανεργίας δίνεται μόνο σε εργαζόμενους που έχουν εργαστεί τουλάχιστον 20 εβδομάδες τον τελευταίο ενάμιση χρόνο πριν μείνουν άνεργοι[6]. Το ποσό ισοδυναμεί με το 60% των μέσων εβδομαδιαίων αποδοχών για κάθε βδομάδα εργασίας. Δηλαδή, αν κάποιος μετά από 20 βδομάδες εργασίας μείνει άνεργος και έβγαζε 500 δολάρια τη βδομάδα, δικαιούται 300 δολάρια τη βδομάδα για τις επόμενες 20 βδομάδες.
Ο μέγιστος χρόνος που μπορεί κανείς να πάρει το επίδομα ανεργίας είναι 26 βδομάδες, υπό τον όρο ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο θα έχει εργαστεί το ίδιο χρονικό διάστημα (26 βδομάδες δηλαδή). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το επίδομα ανεργίας διαρκεί για ελάχιστο χρόνο (το πολύ για ένα εξάμηνο), ανάλογα με τον χρόνο εργασίας του εργαζόμενου, και ταυτόχρονα αποτελεί φορολογητέο εισόδημα.
Με το ξέσπασμα της τελευταίας κρίσης, προκειμένου να αποσοβηθούν οι αντιδράσεις από την εκτίναξη της ανεργίας (όπως είδαμε παραπάνω, το 43% των ανέργων το 2010 ήταν χωρίς εργασία για πάνω από 27 βδομάδες, δηλαδή για περισσότερο χρόνο από το μέγιστο χρόνο λήψης του επιδόματος ανεργίας), η κυβέρνηση θέσπισε ένα πρόγραμμα που το ονόμασε «Πρόγραμμα έκτακτης αποζημίωσης ανεργίας» (Emergency Unemployment Compensation program – EU2008), το οποίο ξεκίνησε τον Ιούλη του 2008 και έληξε την 1.1.2014. Τώρα γίνεται συζήτηση για το αν και με ποιους όρους θα παραταθεί (ήδη η Γερουσία έχει αποφασίσει παράταση για πέντε μήνες και αναμένεται η απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων). Το πρόγραμμα αυτό απλά παρέτεινε το χρόνο λήψης του επιδόματος ανεργίας από 13 σε 46 βδομάδες, ανάλογα με την κάθε περίπτωση (χρόνος εργασίας ανέργου πριν βγει στην ανεργία, ποσοστό ανεργίας της Πολιτείας που ζει ο άνεργος κτλ)[7]. Επομένως ο μέγιστος χρόνος που κάποιος μπορεί να λάβει το επίδομα ανεργίας είναι 72 βδομάδες, δηλαδή λιγότερο από ενάμιση χρόνο. Μιλάμε για φοβερή… γενναιοδωρία!
Συνδικαλιστική διάλυση
Η επέλαση αυτής της εργασιακής λαίλαπας με την επικράτηση της λιγότερο αμειβομένης μερικής απασχόλησης, την εκτίναξη της ανεργίας, το πάγωμα των μισθών, τις μειώσεις των πραγματικών εισοδημάτων ακόμα και για τα μεσαία νοικοκυριά, πέρασε χάρη στην παντελή έλλειψη ταξικής οργάνωσης στις ΗΠΑ. Ο συνδικαλιστικός ρεφορμισμός προηγούμενων δεκαετιών έφαγε τα ψωμιά του και έχει πλέον αποσυντεθεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Οπως δείχνει ο πίνακας 644 της επιτομής των αμερικάνικων στατιστικών[4], το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών έχει κατρακυλήσει γύρω στο 12%, ποσοστό που παραμένει το ίδιο (με μικρές αυξομειώσεις) ολόκληρη την πενταετία 2005-2010. Το 1985, το ποσοστό αυτό ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερο (18%).
Ολα τα παραπάνω συνέτειναν στην αύξηση του ποσοστού φτώχειας στις ΗΠΑ, για το οποίο όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Στο επόμενο: Η φτώχεια στις ΗΠΑ και η τεχνητή της μείωση.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές:
1. Γραφείο Απογραφής ΗΠΑ, τεχνικό εγχειρίδιο με ερμηνευτικές σημειώσεις στη μεθοδολογία αυτών που κάνουν τις συνεντεύξεις στις τρέχουσες έρευνες πληθυσμού, (Basic CPS Interviewers Manual) https://www.census.gov/cps/methodology/interviewers.html, https://www.census.gov/cps/ files/intman/Part%20B%20Chapter%201.pdf.
2. https://www.census.gov/cps/files/intman/Part%20B%20Chapter%203.pdf.
3. Εναλλακτικές μετρήσεις της εργατικής υποαπασχόλησης, μέσες ετήσιες τιμές. Υπουργείο Εργασίας ΗΠΑ, Γραφείο Εργατικών Στατιστικών (Alternate Measures of Labor Underutilization, Annual Averages, US Dept. of Labor, Bureau of Labor Statistics).
4. Γραφείο Απογραφής ΗΠΑ (US Census Bureau, Statistical Abstract of the United States: 2012 – Table 603. Persons at Work by Hours Worked: 2010, Table 645. Mean Hourly Earnings and Weekly Hours by Selected Characteristics: 2010).
5. Γραφείο Απογραφής ΗΠΑ (US Census Bureau, https://www.census.gov/hhes/www/income/data/historical/people/2012/P41AR_2012.xls).
6. https://lwd.dol.state.nj.us/labor/ui/calc/figbenamt.html.
7. Υπουργείο Εργασίας ΗΠΑ – Γραφείο Ασφαλίσεων Ανεργίας – Τμήμα Νομοθεσίας «Αποζημιώσεις ανεργίας» – Απρίλης 2013 (https://www.workforcesecurity.doleta.gov/unemploy/pdf/partnership.pdf).