Οταν το Δεκέμβρη του 2005 η στατιστική υπηρεσία του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ υποστήριζε με κυνισμό, ότι η εποχή του φτηνού πετρελαίου έχει περάσει πια κι ότι το πετρέλαιο για την επόμενη εικοσαετία αναμένεται να πουλιέται γύρω στα 50 τουλάχιστον δολάρια το βαρέλι, κατά μέσο όρο, με αυξητικές τάσεις μετά το 2025, κανείς δεν περίμενε ότι τρία χρόνια μετά αυτές οι δυσοίωνες προβλέψεις (που ανέτρεπαν όλες τις προηγούμενες αισιόδοξες προβλέψεις της ίδιας υπηρεσίας για σταθεροποίηση των τιμών του μαύρου χρυσού γύρω στα 30 δολάρια το βαρέλι) θα φάνταζαν μακρινό «όνειρο θερινής νυκτός». Ούτε, φυσικά, όταν κάποιοι προειδοποιούσαν, ότι οι τιμές θα φτάσουν τα 100 δολάρια το βαρέλι, περίμενε κανείς ότι κι αυτό το όριο θα γινόταν θρύψαλα.
Κάθε πρόγνωση, κάθε εκτίμηση καταποντίστηκε, κάτω από το βάρος της αμείλικτης πραγματικότητας. Ο «μαύρος χρυσός» έγινε «μαύρη λαίλαπα» με τις τιμές να εκτινάσσονται πάνω από τα 120 δολάρια το βαρέλι (με αυξητικές τάσεις, που οδηγούν ακόμα και στα 150 μέχρι το τέλος του χρόνου, σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές) κάνοντας ορισμένους να μιλούν για φαινόμενο μη αναστρέψιμο τουλάχιστον για αρκετό καιρό ακόμα[1].
Μήπως φτάσαμε στην εποχή της εξάντλησης του πετρελαίου; Ή μήπως πίσω απ’ αυτό το ράλι των τιμών κρύβονται άλλα συμφέροντα που καμία σχέση δεν έχουν με τη στενότητα της προσφοράς και την αύξηση της ζήτησης; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω, χωρίς φυσικά αυτό το μεγάλο θέμα να μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας εφημερίδας.
Υπάρχει στενότητα αγοράς;
Πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, η τιμή του πετρελαίου βρισκόταν στα χαμηλότερα επίπεδα της περασμένης δεκαετίας. Η τιμή του «μαύρου χρυσού» δεν ξεπερνούσε τα 15 δολάρια το βαρέλι, όπως φαίνεται στους πίνακες που παραθέτουμε (βλ. Πίνακα 2). Βέβαια, η παγκόσμια παραγωγή ξεπερνούσε κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα την παγκόσμια ζήτηση, ενώ δεν υπήρχε το «φαινόμενο Κίνα», που μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια σχεδόν διπλασίασε τις απαιτήσεις της σε πετρέλαιο.
Μια πρώτη ματιά δείχνει ότι η σχέση προσφοράς-ζήτησης επιδεινώθηκε σημαντικά αυτά τα δέκα χρόνια. Μια προσεκτικότερη, όμως, ματιά στον Πίνακα 1 δείχνει ότι δε φταίει ο ΟΠΕΚ γι’ αυτή την επιδείνωση. Αν οι χώρες του ΟΟΣΑ είχαν διατηρήσει την παραγωγή πετρελαίου στα επίπεδα του 1998, η διαφορά παραγωγής από τη ζήτηση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τα 2 εκατ. βαρέλια πλεονάσματος την ημέρα, που υπήρχε το 1998 και θα έφτανε στα 3.5 εκατ. βαρέλια την ημέρα (τόσο είναι, αν προσθέσει κανείς το σημερινό ημερήσιο πλεόνασμα των 0.63 εκατ. βαρελιών με τα 2.88 εκατ. βαρέλια που μειώθηκε η ημερήσια παραγωγή των χωρών του ΟΟΣΑ από το 1998 μέχρι σήμερα). Οπως και να ’χει το πράγμα, όμως, ακόμα και σήμερα μιλάμε για πλεόνασμα πετρελαίου, δηλαδή η παραγωγή υπερκαλύπτει τη ζήτηση κατά 630 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα. Ποσότητα που θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν π.χ. δεν είχε γίνει ο πόλεμος στο Ιράκ, με αποτέλεσμα η ιρακινή παραγωγή πετρελαίου να βρίσκεται σε επίπεδα κάτω και από την εποχή του εμπάργκο που είχε επιβληθεί την προηγούμενη δεκαετία. Ταυτόχρονα, τα αποθέματα πετρελαίου των χωρών του ΟΟΣΑ έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία κατά 6.5% (βλ. Πίνακα 3).
Με τέτοια δεδομένα είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς την αύξηση της τιμής σε μεγέθη του 750% με 850%. Ακόμα πιο δύσκολα δικαιολογείται η δραματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου πάνω από 70% σε σχέση με τον περασμένο χρόνο (βλ. Πίνακα 2). Γιατί παρατηρείται το εξής παράλογο φαινόμενο. Το 2007 να υπάρχει υστέρηση της παραγωγής από τη ζήτηση (κατά 500 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα) και η τιμή να κινείται γύρω στα 70 δολάρια το βαρέλι, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2008 να υπάρχει πλεόνασμα πετρελαίου κατά 630 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα και η τιμή να αυξάνεται πάνω από 70%! Δηλαδή, όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά σε σχέση με τη ζήτηση τόσο αυξάνονται οι τιμές!!! Μήπως οι νόμοι της «ελεύθερης αγοράς»… τρελάθηκαν;
Μονοπωλιακές τιμές και χρηματιστήρια
Σίγουρα δεν πρόκειται γι’ αυτό. Δεν «τρελάθηκε» ο καπιταλισμός. Απλά, έχουμε να κάνουμε με την επιβολή μονοπωλιακών τιμών, άσχετα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτό δεν το λέμε μόνο εμείς (βασιζόμενοι στα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω). Το επισημαίνουν και αστοί οικονομολόγοι, όπως ο γερμανός F.W.Engdahl που σε πρόσφατο άρθρο του στους «Τάιμς της Ασίας» αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η τιμή του αργού πετρελαίου σήμερα δεν καθορίζεται σύμφωνα με οποιαδήποτε παραδοσιακή σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Ελέγχεται από ένα περίπλοκο οικονομικό αγορανομικό σύστημα καθώς και από τις τέσσερις μεγαλύτερες αγγλοαμερικάνικες πετρελαϊκές εταιρίες. Ενα 60% της σημερινής τιμής του αργού πετρελαίου είναι καθαρή κερδοσκοπία που καθοδηγείται από μεγάλες εμπορικές τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές (hedge funds). Δεν έχει να κάνει καθόλου με βολικούς μύθους τύπου “Peak Oil” (σ.σ.: ότι δηλαδή η δυνατότητα άντλησης πετρελαίου έχει φτάσει πλέον στα όριά της). Εχει να κάνει με τον έλεγχο του πετρελαίου και της τιμής του»[2].
Ο Engdahl γίνεται ακόμα πιο συγκεκριμένος σχετικά με το ποιος κάνει αυτό τον έλεγχο:
«Πρώτο, ο ρόλος των διεθνών πετρελαϊκών χρηματιστηρίων στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη είναι κρίσιμος για το παιχνίδι. Ο Nymex στη Νέα Υόρκη και το Διηπειρωτικό Χρηματιστήριο (Intercontinental Exchange, ICE) Μελλοντικών (σ.σ.: συμβολαίων) στο Λονδίνο ελέγχουν σήμερα το παγκόσμιο σημείο αναφοράς των τιμών το οποίο διαδοχικά καθορίζει το μεγαλύτερο φορτίο του ελεύθερα εμπορεύσιμου πετρελαίου. Το κάνουν αυτό με τα μελλοντικά συμβόλαια στα δύο είδη του αργού πετρελαίου, το West Texas Intermediate (σ.σ.: αμερικάνικο αργό) και το Brent της Βόρειας Θάλασσας. Ενα τρίτο μάλλον νέο χρηματιστήριο πετρελαίου, το Dubai Mercantile Exchange (DME), που εμπορεύεται το πετρέλαιο του Ντουμπάι, είναι περισσότερο ή λιγότερο θυγατρική του Nymex, με τον πρόεδρο του Nymex James Newsome να κάθεται στη διοίκηση του DME»[2].
Το πετρέλαιο όπως και πολλά ακόμα εμπορεύματα (όπως τα τρόφιμα) είναι χρηματιστηριακό προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον κλασικό τρόπο πώλησης (ο παραγωγός πουλάει μια ποσότητα και ο αγοραστής τον πληρώνει) υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος. Αυτός ακούει στο όνομα «μελλοντικά προθεσμιακά συμβόλαια». Δηλαδή, συμβόλαια πώλησης μελλοντικών ποσοτήτων πετρελαίου, σε καθορισμένη ημερομηνία (μετά από μερικούς μήνες ή ακόμα και χρόνια) και καθορισμένες ποσότητες. Τα «προθεσμιακά συμβόλαια» διαφημίζονται σαν η εγγύηση για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, από τα οποία βγαίνουν κερδισμένοι και ο αγοραστής και ο πωλητής.
Στην πραγματικότητα, όμως, δίνεται η δυνατότητα στα γνωστά «hedge funds» (τους λεγόμενους θεσμι- κούς επενδυτές) να δώσουν μια γερή άνοδο στις τιμές του πετρελαίου, πουλώντας και αγοράζοντας τις κατάλληλες στιγμές και μεγεθύνοντας τις ανησυχίες από διάφορα γεγονότα (π.χ τυφώνας Κατρίνα, απεργίες στα διυλιστήρια της Νορβηγίας, επικείμενος πόλεμος κατά του Ιράν ή αυξανόμενες επιθέσεις των ανταρτών στο Δέλτα του Νίγηρα), που θα προκαλέσουν μελλοντική μείωση της παραγωγής του πετρελαίου κι επομένως αύξηση των τιμών. Κλείνουν, λοιπόν, μελλοντικές συμφωνίες με τιμές μεγαλύτερες από τις τρέχουσες, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να πουλάνε ολοένα και ακριβότερα και οι πετρελαϊκές εταιρίες να θησαυρίζουν. Σύμφωνα μάλιστα με μία επιτροπή της Αμερικάνικης Γερουσίας, το 2006[3], τα 25 δολάρια το βαρέλι αύξηση στα 50 που ήταν παλαιότερα, προέρχεται καθαρά από αυτή την κερδοσκοπία. Γι’ αυτά, όμως, όπως και για τα τρελά κέρδη των πετρελαιάδων θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Παραπομπές:
[1] CNN Money 28/5/08.
[2] Αρθρο του γερμανού οικονομολόγου F.W.Engdahl, «Κερδοσκόποι πετάνε έξω τον ΟΠΕΚ από την ηγεμονία στις πετρελαϊκές τιμές», Asia Times, 6/5/2008.
[3] «Ο ρόλος της κερδοσκοπίας της αγοράς στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου», έκθεση της Αμερικάνικης Γερουσίας, 27/6/2006.