Τη στιγμή που ο διοικητής των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, Στάνλεϊ ΜακΚρίσταλ προτείνει την αποστολή τουλάχιστον 40.000 επιπλέον στρατιωτών στο Αφγανιστάν και ο Μπαράκ Ομπάμα, ύστερα από πέντε πολεμικά συμβούλια μέσα σε δύο βδομάδες, δεν έχει καταλήξει ακόμη στη στρατηγική που θα σφραγίσει την προεδρία του, το ηθικό των αμερικάνικων στρατευμάτων στο Αφγανιστάν φαίνεται να έχει καταρρεύσει. Την εικόνα αυτή μεταφέρουν δύο αμερικάνοι στρατιωτικοί ιερείς στα τάγματα 4-25 και 2-87 της 10ης Ορεινής Μεραρχίας, που βρίσκονται τους τελευταίους εννιά μήνες στην πρώτη γραμμή του πολέμου εναντίον των Ταλιμπάν.
«Πολλοί αισθάνονται ότι διακινδυνεύουν τη ζωή τους και ότι πολλοί συνάδελφοί τους έχουν πεθάνει για μια ανώφελη αποστολή και για ένα αφγανικό πληθυσμό που δεν κάνει τίποτα για να τους βοηθήσει. Οι περισσότεροι στρατιώτες που έρχονται να μας δουν έχουν μια αίσθηση ματαιότητας και οργή για την παρουσία τους εδώ. Βρίσκονται πραγματικά σε κατάσταση κατάθλιψης και απόγνωσης και το μόνο που θέλουν είναι να επιστρέψουν στις οικογένειές τους. Αισθάνονται ότι θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους για μια πρόοδο που είναι δύσκολο να διακρίνουν. Είναι κουρασμένοι, καταπονημένοι, συγχυσμένοι και το μόνο που θέλουν είναι να τελειώνουν». Με τα λόγια αυτά, μεταξύ άλλων, περιέγραψαν την κατάσταση πολλών αμερικάνων στρατιωτών στο δημοσιογράφο των «Times» (8/10), που τους επισκέφτηκε στο πρόχειρο παρεκκλήσι τους σε μια βάση-φρούριο στα νοτιοδυτικά της Καμπούλ, δηλώνοντας μάλιστα ότι πήραν την πρωτοβουλία να μιλήσουν ανοιχτά, γιατί οι στρατιώτες δεν μπορούν.
Κοντά στους ιερείς πήραν το θάρρος να μιλήσουν και μερικοί στρατιώτες, που παραδέχτηκαν αμέσως, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Times», ότι το ηθικό τους έχει καταρρεύσει. «Είμαστε χαμένοι, έτσι αισθάνομαι. Δεν είμαι σίγουρος γιατί βρισκόμαστε εδώ. Χρειάζομαι ένα καθαρό σκοπό, αν πρόκειται να τραυματιστώ ή να σκοτωθώ εδώ», είπε ο εικοσάχρονος Raquime Mercer, ο πιο στενός φίλος του οποίου σκοτώθηκε από ένα αφγανό αστυνομικό την περασμένη βδομάδα.
Και ο λοχίας Christopher Hughes, που έχει χάσει έξι συναδέλφους του και επιβίωσε από δύο εκρήξεις βομβών τοποθετημένων στο δρόμο, όταν ρωτήθηκε αν η αποστολή αξίζει τον κόπο, απάντησε: «Αν ήξερα ακριβώς ποια είναι η αποστολή, ίσως, αλλά δεν ξέρω. Οι μόνοι στρατιώτες που νομίζουν ότι πηγαίνει καλά είναι αυτοί που δουλεύουν σ’ ένα γραφείο, όχι έξω».
Οι 1.500 στρατιώτες του τάγματος 4-25, που έχουν αναπτυχθεί εδώ και εννιά μήνες, επιχειρούν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Στόχος τους ήταν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Times», να ασφαλίσουν την ορεινή επαρχία Wardak και έπειτα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού με την ανάπτυξη και τη σωστή διοίκηση. Αντί γι’ αυτό, έχουν εγκλωβιστεί σε μια όλο και πιο σκληρή μάχη με τους Ταλιμπάν. Εχουν γίνει στόχος τουλάχιστον 300 βομβών τοποθετημένων στους δρόμους, από τις οποίες οι 180 περίπου έχουν εκραγεί. 19 έχουν σκοτωθεί και 100 περίπου έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους με ακρωτηριασμούς, σοβαρά εγκαύματα και άλλα τραύματα, που πιθανότατα θα τους αφήσουν μόνιμη αναπηρία. Περισσότερα από 20 θωρακισμένα οχήματα, τελευταίας τεχνολογίας, τα πανάκριβα WRAP, έχουν καταστραφεί.
Η λοχίας Erika Cheney, γιατρός ψυχικής υγείας, εξέφρασε την ανησυχία της για την ψυχική κατάσταση των στρατιωτών και δήλωσε: «Είναι κουρασμένοι, απογοητευμένοι, τρομοκρατημένοι. Πολλοί φοβούνται να βγουν έξω, αλλά ακόμη βγαίνουν». Ενας άλλος γιατρός, ο υπολοχαγός Peter Hjelmstad, είπε ότι η αϋπνία και οι εκρήξεις οργής είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και συνέχισε: «Είναι μια πολύ απογοητευτική αποστολή. Ο μέσος στρατιώτης βλέπει ένα φίλο του να ανατινάζεται και το ένστικτό του είναι να εκδικηθεί ή να πιστέψει ότι αυτό γίνεται για κάτι που αξίζει τον κόπο, όμως δεν είναι όπως σε άλλους πολέμους που ο φίλος σου σκοτώνεται αλλά οι δικοί σου καταλαμβάνουν το λόφο. Δεν υπάρχει απτή επιβράβευση για τη θυσία».
Και ο στρατιώτης Raquime Mercer συπλήρωσε: «Το μεγαλύτερο ερώτημα των στρατιωτών είναι: τι μπορούμε να κάνουμε για να σταματήσει αυτός ο πόλεμος; Να συλλάβουμε κάποιο πρόσωπο; Να επιτεθούμε σε κάποιο στόχο; Οι στρατιώτες θέλουν συγκεκριμένες απαντήσεις, εκτός από το να σταματήσουμε τους Ταλιμπάν, γιατί αυτό φαίνεται σχεδόν αδύνατο. Είναι δύσκολο να πιάσεις κάποιον που δεν μπορείς να δεις».
Οι στρατιώτες είναι επίσης οργισμένοι, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Times», προσπαθώντας να βοηθήσουν ένα πληθυσμό που δεν θέλει να τους βοηθήσει. «Τους προσφέρεις όλη την ανθρωπιστική βοήθεια που θέλουν και αυτοί συνεχίζουν να σου λένε ψέματα. Σου λένε ότι δεν υπάρχει κανένας Ταλιμπάν πουθενά στην περιοχή και μόλις απομακρυνθείς λίγα μέτρα σε πυροβολούν ξανά», δήλωσε χαρακτηριστικά ο στρατιώτης Eric Petty.
Οι δυο στρατιωτικοί ιερείς ανέφεραν επίσης ότι οι στρατιώτες ζητούν τη βοήθειά τους σε πρωτοφανείς αριθμούς. «Οποιον συναντάς είναι απογοητευμένος και τους συναντάς παντού, στο γυμναστήριο, στην τραπεζαρία, στο ταχυδρομείο. Ακόμη και “σκληροί άντρες” έρχονται στο παρεκκλήσι και ξεσπάνε σε κλάματα. Το μόνο που θέλουν είναι να επιβιώσουν, να γυρίσουν στις γυναίκες και στα παιδιά τους και να επισκεφτούν τις οικογένειες που έχουν χάσει συζύγους και πατεράδες».
Και συμπλήρωσε με τα εξής παραστατικά λόγια ο λοχίας Christopher Hughes: «Αν γυρίσουμε στα σπίτια μας με δέκα δάκτυλα στα χέρια και στα πόδια, η αποστολή θα είναι επιτυχής».