Στην κοινή ανακοίνωση που υπογράφηκε μεταξύ ΕΕ και Κίνας στις 9 Απρίλη, στο τέλος της 21ης συνόδου κορυφής των δύο μερών που έγινε στις Βρυξέλλες, οι δυο πλευρές εμφανίστηκαν πρόθυμες να συνεργαστούν για την παγκόσμια ειρήνη, τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα με πυρήνα τον ΟΗΕ. Η ανακοίνωση δεν έλεγε τίποτε το σπουδαίο, πέρα από ευχολόγια για την οικονομική συνεργασία των δύο μερών, δίκαιο εμπόριο και βελτίωση του επενδυτικού κλίματος. Το μόνο που αξίζει ίσως να επισημάνει κανείς είναι η υποχώρηση του Πεκίνου στο θέμα της υποχρεωτικής μεταφοράς της τεχνολογικής γνώσης από τους ξένους επενδυτές. Εκεί, συμφώνησε ότι δεν είναι υποχρεωτική αυτή η μεταφορά, δηλαδή οι ξένοι επενδυτές δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να μεταδίδουν τις τεχνολογικές τους γνώσεις και επιτεύγματα στην κινέζικη πλευρά, πράγμα που ζητούσε η ΕΕ, η οποία βλέπει με ανησυχία την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.
Η κοινή ανακοίνωση αποτελεί μια προσπάθεια της ΕΕ να μπει σφήνα στην αμερικάνικη πολιτική των δασμών, που μέχρι σήμερα έχουν φτάσει στα 250 δισ. δολάρια στα κινέζικα εμπορεύματα, γνωρίζοντας ότι έρχεται η σειρά της. Ετσι, προσπάθησε να κινηθεί στην κατεύθυνση της διευθέτησης των διαφορών με την Κίνα (στο βαθμό που αυτό μπορεί να γίνει δυνατό) με στόχο την επίτευξη μιας επενδυτικής συμφωνίας μέχρι το τέλος του 2020, πράγμα το οποίο μνημονεύτηκε στην ανακοίνωση. Στόχος της ΕΕ παραμένει το παραπέρα «άνοιγμα» της κινέζικης αγοράς στα ευρωπαϊκά προϊόντα και η άρση όλων των περιορισμών στις ευρωπαϊκές επενδύσεις σε κινέζικο έδαφος.
Μπορεί η ΕΕ να κόπτεται για «ανοιχτό» εμπόριο, όμως στα τέλη του 2018 το 68% των προϊόντων στα οποία επέβαλε δασμούς με τη δικαιολογία της προστασίας από αθέμιτο ανταγωνισμό (anti-dumping) ή επιδοτήσεις, ήταν κινέζικα. Ποιος όμως καθορίζει ποιος ανταγωνισμός είναι θεμιτός και ποιος όχι; Η κάθε πλευρά έχει διαφορετική άποψη γι’ αυτό. Αποψη που καθορίζεται από τα ξεχωριστά της συμφέροντα για μέγιστο κέρδος.
Από την άλλη, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της κινέζικης οικονομίας έχει επιφέρει μία μεγάλη μείωση στις κινέζικες εισαγωγές από ΗΠΑ και ΕΕ, οι οποίες μειώθηκαν κατά 20% σε σχέση με πέρσι. Στο τέλος του 2018, το εμπορικό έλλειμμα της ΕΕ σε σχέση με την Κίνα ήταν περίπου 126 δισ. δολάρια, ενώ το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ (που είναι πλεόνασμα για την Κίνα) το πρώτο τρίμηνο του 2019 έφτασε στα 63 δισ. δολάρια περίπου. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική των δασμών που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ μέχρι στιγμής δεν έχει καρποφορήσει, λόγω της μεγάλης μείωσης των κινέζικων εισαγωγών. Από την άλλη, η ΕΕ δεν έχει ενιαία στρατηγική, γιατί αποτελεί άθροισμα διαφορετικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων. Αυτό φάνηκε περίτρανα από την υπογραφή οικονομικών συμφωνιών μεταξύ Ιταλίας και Κίνας τον περασμένο μήνα, στο πλαίσιο του σχεδίου “Belt and Road” που προωθεί από το 2013 η Κίνα. Ηταν μια απόφαση που εξόργισε το γαλλογερμανικό άξονα. Στο έργο αυτό έχουν ενταχθεί 16 χώρες της ΕΕ, αλλά οι 11 από αυτές δεν έχουν επωφεληθεί τίποτε μέχρι σήμερα, όπως μας πληροφορούν οι «Τάιμς της Ασίας», από τους οποίους προέρχονται οι παραπάνω πληροφορίες.