Μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις του αμερικάνικου στρατού μετά την κατάληψη της Φαλούτζα, ξεκίνησε το περασμένο Σάββατο, 5 Νοέμβρη, στην περιοχή του δυτικού Ιράκ, κοντά στα συριακά σύνορα, όπου βρίσκονται οι πόλεις Αλ Κάιμ, Χουσάιμπα και Καραμπίλα. Η επιχείρηση αυτή, στην οποία παίρνουν μέρος 3.500 πεζοναύτες και ιρακινοί στρατιώτες, είναι η τρίτη που γίνεται με στόχο την κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης Αλ Κάιμ και της γύρω περιοχής, η οποία θεωρείται βασική οδός εισόδου ξένων μαχητών, όπλων και πυρομαχικών από τη Συρία στο Ιράκ. Με τις δύο προηγούμενες επιχειρήσεις ο αμερικάνικος στρατός δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη Αλ Κάιμ, η οποία παρέμεινε υπό τον πλήρη έλεγχο των ανταρτών.
Η επιχείρηση ξεκίνησε με σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στην Αλ Κάιμ, τη γειτονική Χουσάιμπα και τη γύρω περιοχή, που προκάλεσαν την καταστροφή πολλών σπιτιών καθώς και το θάνατο και τον τραυματισμό δεκάδων ανθρώπων. Ακολούθησε εκκαθαριστική επιχείρηση από σπίτι σε σπίτι στη Χουσάιμπα, όμως, όπως δήλωσαν αμερικάνοι αξιωματικοί επικεφαλής της επιχείρησης, η αντίσταση που συναντούν οι δυνάμεις κατοχής είναι μεγαλύτερη από την αναμενόμενη και δέχονται παρατεταμένα πυρά από αντάρτες, με αποτέλεσμα τις πρώτες τρεις μέρες να έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους μόνο ένα μικρό τμήμα της πόλης.
Σύμφωνα με ανταπόκριση (7/11/05) του γνωστού ιρακινού δημοσιογράφου Dahr Jamail, που πρώτος αποκάλυψε πριν από ένα χρόνο τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων σε μεγάλη έκταση εναντίον κατοικημένων περιοχών στη Φαλούτζα, από τους βομβαρδισμούς έχουν καταστραφεί δημόσια κτίρια, ένα δημοτικό σχολείο, το προπαρασκευαστικό σχολείο για αγόρια της Αλ Κάιμ, δύο κτίρια διοικητικών υπηρεσιών της Εκπαίδευσης, το ταχυδρομείο και το κέντρο τηλεπικοινωνιών της Αλ Κάιμ και δύο τζαμιά. Ακόμη ότι τα θύματα των βομβαρδισμών παραμένουν κάτω από τα ερείπια, γιατί οι Αμερικάνοι δεν επιτρέπουν την ταφή των νεκρών και τη μεταφορά των τραυματιών στα νοσοκομεία.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία (υπότιτλος)
Στην ίδια ανταπόκριση ο Dahr Jamail παραθέτει τη συγκλονιστική μαρτυρία του δημοσιογράφου Sabah Ali (γραμμένη στις 6/11/05), που αποτόλμησε να επισκεφτεί την πολιορκημένη περιοχή. Ο Sabah Ali, αφού περιγράφει πώς η διαδρομή μιας ώρας που έκανε από την Αλ Κάιμ στην πόλη Χαντίθα, που έχει καταληφθεί από τις δυνάμεις κατοχής, εξελίχτηκε σε πραγματική οδύσσεια 10 ωρών, λόγω των μπλόκων και των εξονυχιστικών ελέγχων, δίνει μια συγκλονιστική εικόνα της καταχτημένης πόλης.
«Η κατάσταση εδώ ήταν διαφορετική από την Αλ Κάιμ, Οι αμερικάνοι και οι ιρακινοί στρατιώτες ήταν παντού στους δρόμους. Δεν γινόταν πια έρευνα στα αυτοκίνητα, μόνο έλεγχος ταυτοτήτων. Τα ίχνη της τελευταίας επίθεσης ήταν ορατά παντού, στα κτίρια, στα πρόσωπα και στα δύσπιστα βλέμματα.
Ακούσαμε το ίδιο σενάριο. Το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα, τα τηλέφωνα, οι δρόμοι ήταν όλα κομμένα. Η πόλη ήταν πολιορκημένη προτού αρχίσουν οι βομβαρδισμοί στις 5 Οκτωβρίου και συνέχισε να είναι για 18 μέρες. Πολλά σπίτια ήταν κατεδαφισμένα, πολλές οικογένειες κατέφυγαν σε στρατόπεδα προσφύγων, πολλοί άνθρωποι συνελήφθηκαν, μεταξύ των οποίων ο γραμματέας της Ενωσης Μουσουλμάνων Κληρικών στη Χαντίθα και ο γιος του. Το Γενικό Νοσοκομείο ήταν κατειλημμένο για δέκα μέρες. Ο διευθυντής του νοσοκομείου και ένας γιατρός χτυπήθηκαν βάναυσα και τέθηκαν υπό κράτηση για μια βδομάδα μέσα στο νοσοκομείο. Πολλά σχολεία και γραφεία είναι ακόμη κατειλημμένα. Ολα τα σπίτια ερευνήθηκαν, μερικά δύο φορές την ημέρα. Ολα τα όπλα κατασχέθηκαν, ακόμη και τα προσωπικά. Δεν υπάρχει κυβέρνηση, ούτε γραφεία, ούτε σχολεία , ούτε δουλειά, ούτε αγορές. Τίποτα. Η Χαντίθα έπεσε επαναλάμβαναν σαρκαστικά οι κάτοικοί της.
Ο γιατρός Walid Al – Obeidi, διευθυντής του Γενικού Νοσοκομείου και ο γιατρός Jamil Abdul Jabbar, ο μόνος χειρούργος στην περιοχή της Χαντίθα, τέθηκαν υπό κράτηση για μια βδομάδα, ξυλοκοπήθηκαν πολύ άσχημα και απειλήθηκαν ότι θα αντιμετωπίσουν την ίδια μεταχείριση στο μέλλον από τον αμερικάνικο στρατό.
Ο γιατρός Walid είπε: Με συνέλαβαν στο σπίτι μου μπροστά στην οικογένειά μου, μου κάλυψαν τα μάτια και έδεσαν πίσω τα χέρια μου στις 5 Οκτωβρίου του 2005 το πρωί, κατά τη διάρκεια της τελευταίας επίθεσης στη Χαντίθα. Κατέλαβαν το νοσοκομείο για 8 μέρες και το μετέτρεψαν σε γραφείο τους. Την πρώτη μέρα με χτύπησαν στα μάτια, στη μύτη, στην πλάτη, στα χέρια, στα πόδια… Το πρόσωπό μου γέμισε αίμα και δεν μπορούσα να το πλύνω γιατί θα άρχιζε να αιμορραγεί ξανά. Οταν μου αφαίρεσαν το κάλυμμα από τα μάτια μου δεν μπορούσα να δω. Με ανέκριναν μέχρι το απόγευμα. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι ήμουν κρατούμενος μέσα στο νοσοκομείο. Επειτα έδεσαν τα χέρια μου μπροστά και με άφησαν έτσι για δύο μέρες. Στη συνέχεια με μετέφεραν στο τμήμα του φαρμακείου. Με κατηγορούσαν ότι περιθάλπω τρομοκράτες και με ρωτούσαν τα ονόματά τους. Εγώ τους είπα ότι περιθάλπω ασθενείς ανεξάρτητα από την ταυτότητα ή την πολιτική τους τοποθέτηση, σύμφωνα με τον όρκο μου σαν γιατρός, είτε είναι εθνοφρουροί (το οποίο πραγματικά έκανα) είτε αμερικάνοι στρατιώτες. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν δεν θέλω να περιθάλψω αντάρτες, δεν έχω περιθώριο επιλογής, γιατί είναι οπλισμένοι και φορούν μάσκες. Θα κάνω ό,τι μου πουν να κάνω. Λίγες μέρες αργότερα, ήρθε στο δωμάτιο ένας στρατιώτης, δεν είπε τίποτα, με κλώτσησε ξανά στο πρόσωπο και έφυγε.
Ο γιατρός Jamil, χειρούργος 20 χρόνια, συνελήφθηκε επίσης και ξυλοκοπήθηκε πολύ άγρια. Οταν τον συναντήσαμε, 22 μέρες αργότερα, το πρόσωπό του ήταν ακόμη γαλαζωπό. Η μύτη του ήταν σπασμένη και είχε ένα μεγάλο άνοιγμα στο κεφάλι του. Μας είπε: Με χτύπησαν στα μάτια και στη μύτη, με κλώτσησαν με μπότες κάτω από το πηγούνι. Ενας απ’ αυτούς με απείλησε ότι αν δεν μιλήσω μόλις μετρήσει μέχρι το τρία, θα με πυροβολήσει. Αρχισε να μετράει και μετά το τρία σήκωσε το όπλο και με χτύπησε μ’ αυτό στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Για μέρες δεν μπορούσα να κινηθώ ή να δω…..
Στο γιατρό Walid δόθηκε ως αποζημίωση για τον ξυλοδαρμό και τον εξευτελισμό που υπέστη το ποσό των 30 δολαρίων. Δεν ήξερα τι να κάνω, μας είπε, δεν ήθελα να την αρνηθώ για να μην δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα, αλλά δεν ήθελα και να τη δεχτώ, έτσι την έδωσα στους εργάτες καθαριότητας. Ενας από τους αμερικάνους στρατιώτες ψιθύρισε στο γιατρό ότι με την αποζημίωση που θα έπαιρνε αν όλα αυτά συνέβαιναν στις ΗΠΑ, θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρη την πόλη της Χαντίθα.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται παντού. Καταλαμβάνουν κάθε σπίτι για δύο ή τρεις ώρες. Τους βλέπεις στους κήπους των σπιτιών ή στις οροφές κάθε στιγμή. Αυτή τη στιγμή έχουν υπό κατοχή 8 σχολεία, το Γραφείο Εκπαίδευσης, το υδραγωγείο, το δημαρχείο, το δικαστήριο. Εχουν γεμίσει τα παράθυρα με σακιά άμμου και τα έχουν μετατρέψει σε γραφεία. Πολλοί άνθρωποι, αντικείμενα των οποίων, χρήματα, ντοκουμέντα κ.ά. κατασχέθηκαν κατά τις έρευνες στα σπίτια τους, έχουν πάρει ένα φύλλο χαρτί που γράφει ότι μπορούν να τα βρουν σ’ αυτό ή το άλλο σχολείο».
Η συγκλονιστική εικόνα της κατεστραμμένης και καταχτημένης Χαντίθα που δίνει ο ιρακινός δημοσιογράφος Sabah Ali εξηγεί γιατί δύο σουνίτες πολιτικοί, που συνεργάζονται με τις αρχές κατοχής, έσπευσαν να καταδικάσουν την τελευταία αμερικάνικη στρατιωτική επιχείρηση στο δυτικό Ιράκ. Ο Mohsin Abdul Hamid, επικεφαλής του μεγαλύτερου σουνιτικού κόμματος, κατήγγειλε ότι «όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατευθύνονται εναντίον πολιτικών στόχων και καταλήγουν στη δολοφονία αθώων ανθρώπων και στην καταστροφή πόλεων και χωριών. Και ο Saleh al Mutlaq, επικεφαλής ενός άλλου σουνιτικού κόμματος και μέλος της επιτροπής που εκπόνησε το νέο σύνταγμα, χαρακτήρισε την τελευταία αμερικάνικη στρατιωτική επιχείρηση «καταστροφική και δολοφονική επιχείρηση εναντίον πόλεων και χωριών με το πρόσχημα ότι προσφέρουν καταφύγιο στους αντάρτες». Οι πολιτικάντηδες αυτοί αντιλαμβάνονται ότι η καταστροφή και ο θάνατος που σπέρνουν οι δυνάμεις κατοχής φουντώνουν το μίσος και τροφοδοτούν με νέο αίμα την αντίσταση, γι’ αυτό φροντίζουν να κρατούν κάποια απόσταση, προειδοποιώντας ταυτόχρονα τις αρχές κατοχής για τις επιπτώσεις.