Με τον τίτλο αυτό δημοσιεύτηκε πρόσφατα ένα άρθρο στο «The Jamestown Foundation» αρχικά και στη συνέχεια στην ιστοσελίδα των «Asia Times». Συγγραφέας του ο Michael Scheuer, που υπηρέτησε στη CIA για 22 χρόνια και παραιτήθηκε το 2004.Υπηρέτησε επίσης ως επικεφαλής της Μονάδας για τον Μπιν Λάντεν του Αντιτρομοκρατικού Κέντρου από το 1996 μέχρι το 1999. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: «Αυτοκρατορική Υβρις: Γιατί η Δύση χάνει τον Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία» και «Μέσα από τα μάτια των εχθρών μας: ο Οσάμα μπιν Λάντεν, το Ριζοσπαστικό Ισλάμ και το Μέλλον της Αμερικής».
Για ευνόητους λόγους, το άρθρο αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και δημοσιεύουμε εκτεταμένα αποσπάσματα.
«Το Αφγανιστάν χάνεται ξανά για τη Δύση, παρόλο που μια συμμαχική δύναμη 5.000 στρατιωτών έχει εξαπολύσει μια μεγάλη εαρινή επίθεση στο νότο της χώρας. Η εξέγερση μπορεί να τραβήξει για πολλούς μήνες ή μερικά χρόνια, αλλά το ρεύμα έχει πάρει τη στροφή. Οπως τον Αλέξαντρο των Ελλήνων, τους Βρετανούς και τους Σοβιετικούς πριν από την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ συμμαχία, οι κατώτεροι Αφγανοί αντάρτες έχουν αναγκάσει πολύ ανώτερες δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις στο μονοπάτι που οδηγεί στην εκκένωση.
Για ποιους λόγους το σενάριο αυτό επαναλαμβάνεται; Με δυο λόγια, η ήττα των δυτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν συμβαίνει επανειλημμένα, γιατί η Δύση δεν έχει επίγνωση του σθένους, της υπομονής, της εφευρετικότητας και της περηφάνιας των Αφγανών για την ιστορία τους. Αν και οι ξένες δυνάμεις στο Αφγανιστάν είναι πάντα πιο σύγχρονες, καλύτερα εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες, ηττώνται συνεχώς από τις ίδιες, μικρής κλίμακας αλλά αδυσώπητες επιθέσεις και ενέδρες ανταρτοπόλεμου, καθώς και από την αδιαπέραστη τοπογραφία της χώρας, που επιτρέπει στους Αφγανούς να υποχωρούν, να κρύβονται και να επιτίθενται μια άλλη μέρα. Το καινούργιο στοιχείο σ’ αυτό το σχήμα, που το αντιμετώπισαν οι Σοβιετικοί και τώρα το αντιμετωπίζει η καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ συμμαχία, είναι το ασφαλές καταφύγιο που έχουν βρει οι Αφγανοί στο Πακιστάν. Αυτή είναι η βασική απάντηση στο γιατί η Ιστορία έχει δει τόσους πολλούς ηττημένους στρατούς στο Αφγανιστάν.
Το τελευταίο επεισόδιο σ’ αυτή την ιστορική παράδοση έχει μερικά διακριτικά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν, οι δυτικές δυνάμεις, ενώ είναι καλύτερα εξοπλισμένες και τεχνολογικά ανώτερες, είναι πολύ λίγες αριθμητικά. Σήμερα, οι δυτικές δυνάμεις συνολικά είναι περίπου 40.000 στρατιώτες. Αν αφαιρέσουμε τις δυνάμεις υποστήριξης και τα αποσπάσματα του ΝΑΤΟ που περιορίζονται σε μη μάχιμους ρόλους, η πραγματική μάχιμη δύναμη είναι πολύ μικρότερη και έχει καθήκον να ελέγχει μια χώρα της έκτασης του Τέξας, που έχει μερικά από τα ψηλότερα βουνά στη γη.
Δεύτερο, η Δύση υποτίμησε τη δύναμη των Ταλιμπάν και την αποδεκτικότητά τους από τον Αφγανικό λαό. Οταν εισέβαλε στο Αφγανιστάν το 2001, βασικοί στόχοι της Δύσης ήταν ο Οσάμα μπιν Λάντεν, ο Αϊμάν αλ – Ζαουάχρι, ο Μουλάς Ομάρ και άλλα ηγετικά στελέχη της Αλ – Κάιντα. Και επειδή η επιχείρηση επικεντρώθηκε σε μια ηγετική ομάδα, τα αφγανοπακιστανικά σύνορα δεν εκλεισαν και έτσι διέφυγαν όχι μόνο η καταδιωκόμενη ομάδα αλλά και η μεγαλύτερη δύναμη των απλών μαχητών. Αυτοί που διέφυγαν επιστρέφουν τώρα σε μεγάλους αριθμούς και είναι καλύτερα οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και οργανωμένοι απ’ ό,τι κατά την εξοδό τους. Πιθανότατα η δύναμη των Ταλιμπάν και των συμμάχων τους (της Αλ – Κάιντα, του Γκουλμπουντίν Χεκματιάρ, του Τζαλαλουντίν Χαγκανί και άλλων) είναι τουλάχιστον ίση αριθμητικά με τη δύναμη της συμμαχίας.
Επιπλέον, η δύναμη των Ταλιμπάν δεν αποτελείται μόνο από λίγα υπολείμματα των παλαίμαχων Ταλιμπάν και ως επί το πλείστον από νέους μαχητές. Ο κορμός της είναι βετεράνοι μαχητές, τους οποίους η συμμαχία δεν κατάφερε να σκοτώσει το 2001 και στις αρχές του 2002, που είναι σκληραγωγημένοι, έμπειροι, ξεκούραστοι και έτοιμοι να διεξάγουν τον ιερό πόλεμο.
Οι δυτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι πολλοί Αφγανοί δεν θα είναι ευτυχισμένοι να δουν την επιστροφή των Ταλιμπάν. Αυτό συμβαίνει γιατί η καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ συμμαχία βάζει το κάρο πριν από το άλογο. Πριν από την εισβολή το 2001, το καθεστώς των Ταλιμπάν δεν ήταν αγαπητό, αλλά είχε κερδίσει την εκτίμηση, γιατί είχε καταφέρει να επιβάλει το νόμο και την τάξη στο μεγαλύτερο μέρος του Αφγανιστάν. Αν και οι γυναίκες έπρεπε να μένουν στο σπίτι, λίγα κορίτσια μπορούσαν να πάνε σχολείο και κάποιο μέλος του σώματος μπορούσε να κοπεί ακόμη και για μικρές παραβάσεις, οι περισσότεροι Αφγανοί ένιωθαν ότι υπήρχε ασφάλεια για τους ίδιους, τις οικογένειες τους και τις καλλιέργειες ή τις επιχειρήσεις τους.
Η νίκη της συμμαχίας, διέλυσε το καθεστώς του νόμου και της τάξης των Ταλιμπάν και αντί να το αναπληρώσει άμεσα (πράγμα αδύνατο, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά στρατεύματα), οι ηγέτες της συμμαχίας κινήθηκαν για εκλογές, για την εφαρμογή των δικαιωμάτων της γυναίκας και τη δημιουργία κοινοβουλίου, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού Αφγανιστάν επικράτησε η αναρχία, η εγκληματικότητα και η εξουσία των πολέμαρχων, που επικρατούσαν πριν από την περίοδο των Ταλιμπάν.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το γεγονός ότι πολλές από τις πρωτοβουλίες που πήρε η συμμαχία, ιδιαίτερα οι εκλογές και τα δικαιώματα των γυναικών, σε συνδυασμό με την εξαθλίωση των Αφγανών αγροτών, παρουσιάστηκαν σαν επιθέσεις στα πατροπαράδοτα κοινωνικά, φυλετικά και θρησκευτικά ήθη. Καθώς οι Αφγανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της σκλαβιάς των εγκληματικών συμμοριών και πιστεύοντας ότι η κουλτούρα τους δέχεται επίθεση, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση που καλωσορίζουν τους Ταλιμπάν.
Το τρίτο πρόβλημα για τη συμμαχία είναι ο χρόνος που έχει περάσει στο Αφγανιστάν. Μετά από 6 χρόνια κατοχής, οι δυτικοί ηγέτες είναι αντιμέτωποι όχι μόνο με ένα ισχυρότερο από το 2001 εχθρό, αλλά και με μια αυξανόμενη απομόνωση και με τις αντιξενικές διαθέσεις του αφγανικού λαού. Ωστόσο, δε μπορεί να πει κανείς ότι οι Αφγανοί είναι ξενόφοβοι.
Αντίθετα, είναι παραδοσιακά φιλόξενοι και υπερβολικά προστατευτικοί για τους ξένους επισκέπτες – απόδειξη η μεταχείριση του Μπιν Λάντεν – αλλά έχουν υπερβολικά μικρή ανοχή απέναντι σε ξένους που επιδιώκουν να τους εξουσιάσουν. Σήμερα, οι Αφγανοί αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται υπό διπλή εξουσία και μάλιστα υπό διπλή κακή εξουσία, υπό την εξουσία ξένων, της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συμμαχίας, και υπό την εξουσία της δυτικόφιλης, κατ’ όνομα Ισλαμικής και διεφθαρμένης κυβέρνησης του προέδρου Χαμίντ Καρζάι.
Αντίθετα, είναι παραδοσιακά φιλόξενοι και υπερβολικά προστατευτικοί για τους ξένους επισκέπτες – απόδειξη η μεταχείριση του Μπιν Λάντεν – αλλά έχουν υπερβολικά μικρή ανοχή απέναντι σε ξένους που επιδιώκουν να τους εξουσιάσουν. Σήμερα, οι Αφγανοί αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται υπό διπλή εξουσία και μάλιστα υπό διπλή κακή εξουσία, υπό την εξουσία ξένων, της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συμμαχίας, και υπό την εξουσία της δυτικόφιλης, κατ’ όνομα Ισλαμικής και διεφθαρμένης κυβέρνησης του προέδρου Χαμίντ Καρζάι.
Αυτή η αντίληψη του «ξένου ζυγού», παράλληλα με τις επεκτεινόμενες εχθροπραξίες, τη μικρή ανοικοδόμηση και την εγκληματικότητα έχουν δημιουργήσει ένα εύφορο εθνικιστικό περιβάλλον , το οποίο εκμεταλλεύονται οι Ταλιμπάν και οι σύμμαχοί τους….»
Και το άρθρο καταλήγει:
«Το μέλλον για τη Δύση στο Αφγανιστάν είναι ζοφερό και είναι ακόμη πιο αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ήττα θα φέρει η ίδια, γιατί δεν μελέτησε επαρκώς τα μαθήματα της Ιστορίας».