Πάνω από 700 αυτοκίνητα καμένα, 592 συλλήψεις, πολλά χημικά και δεκάδες τραυματίες (μεταξύ των οποίων 78 μπάτσοι, σύμφωνα με την αστυνομία) ήταν το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών της 6ης Μάη όπως εκφράστηκε στις φτωχογειτονιές των γαλλικών πόλεων, μετά την ανακοίνωση της νίκης του Νικολά Σαρκοζί με 53.06% έναντι 46.94% της Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Τα (κατά Σαρκοζί) «αποβράσματα» (ή «κασέρ», αυτοί δηλαδή που τα σπάνε, όπως τους αποκαλούσε ο Σιράκ) θύμισαν στο νέο πρόεδρο της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας ότι δεν θα ξεμπερδέψει τόσο εύκολα μαζί τους, όπως δεν είχαν ξεμπερδέψει και οι προκάτοχοί του.
Δείγμα κι αυτό της οργής των απόκληρων απέναντι στον πιο προκλητικό πολιτικό της γαλλικής κεφαλαιοκρατίας, που ήταν ο μόνος που τους απέδωσε έναν τέτοιο απαξιωτικό χαρακτηρισμό. Δείγμα όμως και των ορίων του αυθόρμητου κινήματος των γόνων των μεταναστών, αν αναλογιστεί κανείς τι θα γινόταν αν είχε κερδίσει η Ρουαγιάλ. Φυσικά, καλά έκαναν και τα σπάσανε τα «αποβράσματα», απαντώντας με το δικό τους τρόπο στην εκλογή του φασιστοειδούς αποβράσματος που ακούει στο όνομα Νικολά Σαρκοζί. Ομως θα συνέβαινε το ίδιο αν εκλεγόταν η Σεγκολέν Ρουαγιάλ; Και μόνο τα υψηλά ποσοστά που συγκέντρωσε στο 93ο διαμέρισμα του Σαν Ντενί (εκεί που είχε ξεκινήσει η εξέγερση των γαλλικών προαστίων), 56.5% έναντι 43.4% του Σαρκοζί, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά που πήρε η Ρουαγιάλ στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, αρκεί για να δώσει με σιγουριά την αρνητική απάντηση.
Δυστυχώς, η προκλητική στάση του Σαρκοζί απέναντι στην εξέγερση των προαστίων αποτέλεσε το μείζον κριτήριο για τη φτωχολογιά των προαστίων και όχι το ταξικό κριτήριο απέναντι στο σύνολο της αστικής πολιτικής. Ετσι, η Ρουαγιάλ μπόρεσε να το παίξει «αριστερή», παρά το γεγονός ότι η προεκλογική της εκστρατεία έβριθε από εθνικισμό και όρκους στην εφαρμογή του νόμου (έφτασε μέχρι το σημείο να προτείνει μέχρι και στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους «απείθαρχους»). Ετσι όμως λειτουργούν τα αυθόρμητα κινήματα, σε μια εποχή μάλιστα που η επαναστατική πολιτική έχει υποχωρήσει κι ο κομμουνισμός έχει ταυτιστεί με τα αντιδραστικά καθεστώτα του (πολύ πριν καταρρεύσει) παλινορθωμένου καπιταλισμού. Γι’ αυτό θα ήταν πολιτική «αφ’ υψηλού» το να κατηγορήσει κανείς αυτούς που μάτωσαν στα οδοφράγματα της εξέγερσης των προαστίων επειδή υπερψήφισαν τη Ρουαγιάλ.
Αντίθετα, τι να πει κανείς γι’ αυτούς που εμφανίζονται ως «πολιτική πρωτοπορία» των αγώνων; Ολους αυτούς τους «κομμουνιστές» και «αριστερούς», από τη Μπιφέ (του «Κ»Κ Γαλλίας) μέχρι τους τροτσκιστές Μπεζανσνό και Λαγκιγιέ και το γνωστό ακτιβιστή κατά της παγκοσμιοποίησης Ζοζέ Μποβέ, που ψήφισαν μονοκούκι Ρουαγιάλ στο δεύτερο γύρο; Παίζοντας (με «αυταπάτες» ή χωρίς, δεν έχει σημασία) στο παιχνίδι της αστικής πολιτικής με τον πιο αισχρό τρόπο.
Οσο για τη «νέα εποχή» που ανοίγει με την εκλογή Σαρκοζί, σηματοδοτώντας υποτίθεται τη δεξιά στροφή της πολιτικής εξουσίας της Γαλλίας, λυπούμαστε αλλά δεν θα συμφωνήσουμε. Οχι γιατί το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών δεν αντικατοπτρίζει τη συντριπτική πολιτική επικράτηση της κεφαλαιοκρατίας στην κοινωνία, αλλά γιατί αυτό θα συνέβαινε ακόμα κι αν έβγαινε η Ρουαγιάλ με τέτοια ποσοστά συμμετοχής στην εκλογική φιέστα. Η διόγκωση της απόστασης που χωρίζει το Σαρκοζί από τη Ρουαγιάλ εξυπηρετεί μόνο τη διαιώνιση της επικράτησης της αστικής πολιτικής και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί τόσο με το Σαρκοζί όσο και με την Ρουαγιάλ ο γαλλικός καπιταλισμός θα είναι εξίσου ανελέητος για τα εργατικά δικαιώματα, εξίσου βάρβαρος για τους μετανάστες και εξίσου κατασταλτικός για τους κάθε λογής εξεγερμένους. Η εποχή που η σοσιαλδημοκρατία δεχόταν την πίεση ενός αγωνιστικού ρεφορμισμού και έπραττε ανάλογα, με το περιβόητο «κράτος πρόνοιας», έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα, ο δεξιός Σαρκοζί έχει ίνδαλμα τον «εργατικό» Μπλερ, ο οποίος συντάσσεται με τον Μπους στον πόλεμο του Ιράκ, για τον οποίο ο Σαρκοζί έχει δηλώσει από την αρχή τη διαφωνία του. Ενώ η «σοσιαλίστρια» Ρουαγιάλ, με τη γαλλική σημαία ανά χείρας, δε μπορεί να υπερασπιστεί ούτε το ψευδεπίγραφο 35ωρο που θέσπισε η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν και διατήρησε η δεξιά κυβέρνηση που την διαδέχτηκε.