Η σχετική νηνεμία και ανοχή απέναντι στη βρετανική παρουσία, που επικρατούσαν στο νότιο Ιράκ, για τις οποίες καυχιόταν ο βρετανικός στρατός, φαίνεται ότι αποτελούν παρελθόν, καθώς η Βασόρα εξελίσσεται σε ένα ακόμη θερμό μέτωπο.
Τα ανησυχητικά για τους κατακτητές σημάδια άρχισαν να πληθαίνουν τους τελευταίους μήνες με τις απανωτές επιθέσεις εναντίον των 8.500 βρετανικών στρατευμάτων με έδρα τη Βασόρα, προκαλώντας στις 5 και στις 11 Σεπτέμβρη το θάνατο τριών βρετανών στρατιωτών. Ωστόσο, η σπίθα που πυροδότησε την έκρηξη της συσσωρευμένης λαϊκής οργής ήταν τα γεγονότα που συνέβηκαν από τις 18 μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου.
Την περασμένη Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου ο βρετανικός στρατός συνέλαβε το Σεΐχη Αχμάντ Μαζίντ αλ Φαρτούσι, διοικητή στη Βασόρα του Στρατού Μαχντί του γνωστού ριζοσπάστη κληρικού Μογκτάντα αλ Σαντρ, με την κατηγορία ότι βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις που γίνονται τους τελευταίους μήνες εναντίον των βρετανικών δυνάμεων και παράλληλα έκανε επιδρομές και συλλήψεις και άλλων «ύποπτων» για συμμετοχή στις επιθέσεις αυτές. Οι συλλήψεις αυτές φούντωσαν τη λαϊκή οργή και κατέβασαν πολύ κόσμο στους δρόμους της Βασόρα απαιτώντας την απελευθέρωσή τους.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας συνελήφθησαν δύο βρετανοί πράκτορες, μεταμφιεσμένοι σε Αραβες (με κελεμπίες και τα γνωστά μαντήλια στο κεφάλι), όταν αρνήθηκαν να σταματήσουν σε σημείο ελέγχου της ιρακινής αστυνομίας και απάντησαν με πυροβολισμούς προκαλώντας το θάνατο ενός αστυνομικού και τον τραυματισμό ενός άλλου. Στο αυτοκίνητο που οδηγούσαν βρέθηκαν πολυβόλα και εκρηκτικά, για αυτό και θεωρήθηκαν ύποπτοι για την πραγματοποίηση προβοκατόρικων επιθέσεων εναντίον πολιτών.
Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν για ανάκριση στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό της Βασόρα, που λειτουργεί και ως φυλακή. Οι βρετανικές διπλωματικές και στρατιωτικές αρχές κινητοποιήθηκαν απαιτώντας την άμεση απελευθέρωση των κρατούμενων, ενώ τέσσερα βρετανικά τανκς κύκλωσαν τον αστυνομικό σταθμό. Η είδηση του θανάτου του ιρακινού αστυνομικού από τα πυρά των δύο βρετανών πρακτόρων κυκλοφόρησε με τηλεβόες και μέσα σε ελάχιστο χρόνο άρχισε να συρρέει πλήθος οργισμένου κόσμου στον αστυνομικό σταθμό και να δημιουργεί έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τα τανκς, απαιτώντας τη φυλάκιση και την προσαγωγή σε ιρακινό δικαστήριο των πρακτόρων. Σύντομα άρχισαν να εκτοξεύονται πέτρες και βόμβες μολότοφ εναντίον των τάνκς, με αποτέλεσμα την εικόνα του φλεγόμενου στρατιώτη να απογειώνεται από το φλεγόμενο τανκ για να γλιτώσει, που έκανε το γύρο του κόσμου. Εκτός απ’ αυτόν τραυματίστηκαν δύο ακόμη συνάδελφοί του από πέτρες που εκτοξεύονταν εναντίον τους καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν. Οι ταραχές συνεχίστηκαν για αρκετές ώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν από πυρά του βρετανικού στρατού 5 διαδηλωτές (οι 2 πέθαναν αργότερα στο νοσοκομείο) και τραυματίστηκαν 15. Τα πράγματα άρχισαν να ηρεμούν όταν εκπρόσωπος του επαρχιακού συμβουλίου της Βασόρα ανακοίνωσε ότι οι συλληφθέντες πράκτορες θα προσαχθούν πιθανότατα σε ιρακινό δικαστήριο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας (20 Σεπτεμβρίου), αφού ο βρετανικός στρατός απέκλεισε την περιοχή, δέκα τανκς με την προστασία ελικοπτέρων κύκλωσαν τον αστυνομικό σταθμό και αφού γκρέμισαν ένα μέρος της περίφραξης και κατεδάφισαν δυο προκατασκευασμένα κτίσματα απελευθέρωσαν τους δύο πράκτορες. Μαζί τους διέφυγαν και 150 κρατούμενοι. Σύμφωνα με την ιρακινή νομοθεσία (που επιβλήθηκε από τις αρχές κατοχής), οι δυο βρετανοί πράκτορες έπρεπε να παραπεμφθούν για να δικαστούν σε δικαστήριο της χώρας τους. Γιατί λοιπόν οι βρετανικές αρχές δεν επέμειναν στην εφαρμογή του νόμου, αλλά κατέφυγαν επειγόντως στην ένοπλη απελευθέρωσή τους;
Πιθανόν γιατί, λόγω της σημασίας της αποστολής που εκτελούσαν και του ρόλου που έπαιζαν, δεν ήθελαν να
διακινδυνεύσουν να τους αφήσουν έστω και για περιορισμένο χρόνο στα χέρια της πολιτοφυλακής του Στρατού του Μαχντί, του οποίου ο τοπικός διοικητής κρατούνταν από το βρετανικό στρατό. Παράλληλα βέβαια έκαναν επίδειξη δύναμης απέναντι στις δυνάμεις που το τελευταίο διάστημα με απανωτές επιθέσεις φροντίζουν να τους υπενθυμίζουν ότι οι βρετανικές δυνάμεις κατοχής είναι ανεπιθύμητες στη χώρα τους.
Πιθανόν γιατί, λόγω της σημασίας της αποστολής που εκτελούσαν και του ρόλου που έπαιζαν, δεν ήθελαν να
διακινδυνεύσουν να τους αφήσουν έστω και για περιορισμένο χρόνο στα χέρια της πολιτοφυλακής του Στρατού του Μαχντί, του οποίου ο τοπικός διοικητής κρατούνταν από το βρετανικό στρατό. Παράλληλα βέβαια έκαναν επίδειξη δύναμης απέναντι στις δυνάμεις που το τελευταίο διάστημα με απανωτές επιθέσεις φροντίζουν να τους υπενθυμίζουν ότι οι βρετανικές δυνάμεις κατοχής είναι ανεπιθύμητες στη χώρα τους.
Η επιδρομή στον αστυνομικό σταθμό χαρακτηρίστηκε από τον κυβερνήτη της Βασόρα «βάρβαρη, άγρια και ανεύθυνη», ενώ από τον εκπρόσωπο τύπου του ιρακινού πρωθυπουργού απλά ως «ατυχή εξέλιξη».
Προφανώς, το επαρχιακό συμβούλιο της Βασόρα, αναλογιζόμενο τις συνέπειες λόγω του κλίματος που είχε δημιουργηθεί, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτηση των βρετανών κατακτητών. Πολύ περισσότερο η αστυνομία, η οποία ελέγχεται από τις σιιτικές πολιτοφυλακές, την Ταξιαρχία Μπαντρ και το Στρατό Μαχντί. Ετσι ο βρετανική στρατιωτική διοίκηση αναγκάστηκε να δείξει ποιος κάνει κουμάντο στο Ιράκ, γκρεμίζοντας το προφίλ της ήπιας και ανεκτικής δύναμης που έχτιζε τόσο καιρό, κουρελιάζοντας το όποιο κύρος διέθεταν στο σιιτικό πληθυσμό οι ιρακινές κυβερνητικές αρχές και κάνοντας σκόνη το παραμύθι της μεταβίβασης της εξουσίας στην ιρακινή κυβέρνηση και της αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Η πρωτοφανής αυτή πρόκληση των βρετανών κατακτητών δεν πρόκειται να μείνει αναπάντητη. Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τη Βασόρα, όπου έχει σημαντική επιρροή το ισλαμικό κίνημα υπό την ηγεσία του Μογκτάντα αλ Σαντρ. Γιατί, εκτός όλων των άλλων, αποτελεί προσβολή στην αξιοπρέπεια και την περηφάνια του ιρακινού λαού.