Ο προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2014, που κατέθεσε η κυβέρνηση Ομπάμα την Τετάρτη, περιλάμβανε μια έκπληξη. Μια ευχάριστη έκπληξη για τα κοράκια του Πενταγώνου και δυσάρεστη για όλους αυτούς που επενδύουν στην πολιτική Ομπάμα σαν μια πολιτική πιο δίκαιη και κοινωνικά ευαίσθητη σε σχέση με τους προκατόχους του. Η έκπληξη ήταν ότι τα 500 δισ. δολάρια που θα κόβονταν από τις στρατιωτικές δαπάνες την επόμενη δεκαετία συρρικνώθηκαν στο ένα πέμπτο! Μόλις 100 δισ. θα κοπούν τελικά από το Πεντάγωνο, την ίδια στιγμή που οι περικοπές (μείωση σπατάλης το λένε) στην Υγεία και τα προγράμματα Medicare (ιατρικής περίθαλψης απόρων και ηλικιωμένων) θα φτάσουν τα 400 δισ.! Αλλα 200 δισ. θα κοπούν από τη μείωση στις αγροτικές επιδοτήσεις και την «αναμόρφωση» των συνταξιοδοτικών ομοσπονδιακών επιδομάτων, ενώ 230 δισ. θα κοπούν λόγω της διαφορετικής μέτρησης του πληθωρισμού στον υπολογισμό των διαφόρων επιδομάτων που πληρώνονται στα πλαίσια της κοινωνικής ασφάλισης.
Για ποια αλλαγή πρόκειται; Ας δούμε πώς την περιέγραψε ο Economist, πριν ακόμα κατατεθεί ο προϋπολογισμός (5/4/13): «Σήμερα, οι διορθώσεις στο κόστος ζωής καθορίζονται από μία εκδοχή του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ ή CPI – Consumer Price Index), του CPI-W, που πιστεύεται από τους περισσότερους οικονομολόγους ότι υπερεκτιμά τον πληθωρισμό αποτυγχάνοντας να λάβει υπόψη του τον τρόπο που οι καταναλωτές απαντούν στις αυξήσεις των τιμών σε ένα προϊόν κατευθυνόμενοι σε πιο φτηνά υποκατάστατα. Για παράδειγμα, αν η τιμή του βοδινού αυξάνεται γρηγορότερα από την τιμή του κοτόπουλου, οι καταναλωτές θα τείνουν να φάνε περισσότερο κοτόπουλο και λιγότερο βοδινό. Αν θεωρήσουμε ότι αυτό δεν σηματοδοτεί σημαντική ανατροπή στην ποιότητα ζωής των καταναλωτών, ένας δείκτης τιμών που αγνοεί αυτή την αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα θα δώσει μια παραπλανητική εικόνα της αλλαγής στο κόστος ζωής. Ο αυτοαποκαλούμενος "αλυσιδωτός ΔΤΚ", ο C-CPI-U, τον οποίο θα υποστηρίξει ο προϋπολογισμός του προέδρου, είναι ευαίσθητος στην υποκατάσταση και θεωρείται ευρύτερα ως μια ανώτερη μέτρηση του πληθωρισμού».
Δηλαδή, αν οι καταναλωτές ρίχνουν την ποιότητα της ζωής τους για να επιβιώσουν με λιγότερα, αυτό σημαίνει ότι μπορούν να επιβιώσουν με λιγότερα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να υπολογίσουμε στην πραγματικότητα πόσο ακρίβυναν τα προϊόντα. Αρκεί να υπολογίσουμε με πόσα μπορούν να ζήσουν, χωρίς αυτό να «σηματοδοτεί σημαντική ανατροπή στην ποιότητα της ζωής τους». Και ποιος θα το κρίνει αυτό; Για τους κυρίους κυρίους οικονομολόγους της αστικής τάξης ίσως να μην σημαίνει τίποτα που οι συνταξιούχοι θα πήξουν στο κοτόπουλο και θα πουν έχε γεια στο… μοσχαράκι, αλλά αν αυτό ίσχυε για την πάρτη τους δε νομίζουμε να είχαν την ίδια άποψη.
Αν τραβήξουμε για λίγο στα άκρα αυτή τη λογική, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, αν οι καταναλωτές τρώνε μία φορά το μήνα κρέας (γιατί δεν έχουν λεφτά να το φάνε συχνότερα), τότε ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα πρέπει να μην παίρνει και πολύ υπόψη του τις μεταβολές στις τιμές του κρέατος, αφού οι καταναλωτές επιβιώνουν χωρίς να τρώνε κρέας! Σε τέτοια αγριανθρωπικά συμπεράσματα καταλήγει κανείς, αν θέλει να είναι συνεπής με αυτή τη λογική. Κι όμως, αυτή η λογική που υποστηρίζουν οι περισσότεροι αστοί οικονομολόγοι, όπως μας διαβεβαιώνει ο Economist, γίνεται κρατική πολιτική που υποστηρίζει ο «ευαίσθητος» Ομπάμα, με αποτέλεσμα να κόψει 230 δισ. δολάρια χάρη σ’ αυτό το τερτίπι.
Ο πρώτος λόγος, βέβαια, ανήκει ξανά στους φόρους: 580 δισ. δολάρια. Τα περισσότερα χρήματα από φόρους θα μαζευτούν από τη φορολογία φυσικών προσώπων και όχι από τη φορολογία των επιχειρήσεων. Οσο για το φόρο Μπάφετ, που θα επιβληθεί σε όσους δηλώσουν πάνω από 1 εκατ. δολάρια, θα βρουν τρόπο να τον γλυτώσουν με διάφορα φορολογικά παραθυράκια που θα βρουν οι λογιστές τους.