Στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος στην αργεντίνικη κεραμοποιεία Ζανόν, που στις αρχές της δεκαετίας πέρασε στα χέρια των εργατών, αναφερθήκαμε στους εργατι- κούς αγώνες μέχρι το λοκ-άουτ των καπιταλιστών που οδήγησε και στο κλείσιμο της εταιρίας. Αγώνες που ήταν άρρηκτα δεμένοι με την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην Αργεντινή. Μια περίοδο που οι «από κάτω» δε μπορούσαν να κυβερνηθούν όπως πριν και οι «από πάνω» δε μπορούσαν να κυβερνήσουν όπως πριν. Γι’ αυτό και η αστική Δικαιοσύνη εξέδωσε μια «περίεργη» απόφαση. Να δώσει το 40% του στοκ στους εργάτες ως αποζημίωση για τους απλήρωτους μισθούς τους. Αντί δηλαδή το δικαστήριο να εκποιήσει την περιουσία του Ζανόν και να πληρώσει τους εργάτες, τους έδωσε το εμπόρευμα, σε μία περίοδο που ο κόσμος δεν είχε λεφτά (το κράτος είχε ήδη κηρύξει χρεοκοπία), αφήνοντάς τους να κολυμπήσουν στο πέλαγος της καπιταλιστικής αγοράς. Μετά από τρεις μήνες, στη γενική συνέλευση της 27ης Φλεβάρη 2002, 270 εργάτες (262 άντρες και 8 γυναίκες) αποφάσισαν να βάλουν την παραγωγή σε κίνηση.
Η γέννηση της FaSinPat
Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα της κεραμοποιείας Zanon. Γεννιέται έτσι η FaSinPat (Fabrica Sin Patrones: Εργοστάσιο χωρίς αφεντικά). Το νέο εργοστάσιο ξεκινά τη λειτουργία του σε ένα εντελώς εχθρικό περιβάλλον. Για πολλά χρόνια δεν έχει νομική βάση και λειτουργεί σε ημιπαράνομο καθεστώς, γι’ αυτό και απαγορεύεται να πουλάει τα προϊόντα του στη χοντρική. Τα κεραμικά πωλούνται μόνο έξω από την πύλη του εργοστασίου και ο κίνδυνος έξωσης κρέμεται σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εργατών.
Τέσσερις προσπάθειες εκκένωσης του εργοστάσιου επιχειρήθηκαν στα επτά χρόνια μέχρι την οριστική του απαλλοτρίωση και τη δικαστική απόφαση για το πέρασμα της ιδιοκτησίας στην κολεκτίβα. Στην τελευταία απόπειρα, που έγινε τον Απρίλη του 2003, μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 άτομα έξω από το εργοστάσιο και απέτρεψαν την έφοδο της αστυνομίας. Ο τοπικός κυβερνήτης αποφάσισε να μη στείλει την αστυνομία βλέποντας ότι οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν το εργοστάσιο[1]. Ετσι, η Fasinpat συνέχισε να λειτουργεί χωρίς την παραμικρή κρατική στήριξη, σε αντίθεση με την Ζανόν που πριμοδοτήθηκε χοντρά από το κράτος.
Αναφέρει ο Χόρχε Λουΐς Βερμούδες, εργάτης από τη Fasinpat, που επισκέφτηκε τη χώρα μας προσκεκλημένος στο 15ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ που έγινε τον περασμένο Ιούλη:
«Ο ιδιοκτήτης της Ζανόν, για παράδειγμα, πριν την εργατική αυτοδιαχείριση είχε επιδότηση στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο, που έφτανε το 70% της αξίας, πλήρωνε δηλαδή το 30%, είχε φοροαπαλλαγές, μειώσεις στο ΦΠΑ, διαπραγματευόταν με το κράτος πιστώσεις για να πληρώσει τους εργαζόμενους προφασιζόμενος μονίμως κρίση στις πωλήσεις, η οποία δεν υπήρχε, και το κράτος έδινε δάνεια τα οποία ουδέποτε εξοφλήθηκαν. Από τη στιγμή που το εργοστάσιο πέρασε υπό εργατικό έλεγχο το κράτος δεν έχει πάρει ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο κεραμικών για τα δημόσια έργα, δεν έχουμε καμία επιδότηση στο ηλεκτρικό και το φυσικό αέριο και, όταν χρειαζόμαστε κάποιο δάνειο για ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού, φυσικά δεν το δίνουν»[2].
Οι μόνοι που βοήθησαν την Fasinpat ήταν οι Μαπούτσε. Οι αυτόχθονες που είχαν καταληστευθεί από τον Ζανόν, ο οποίος λεηλατούσε τις πρώτες ύλες (πηλός) από τη γη τους, χωρίς να πληρώσει δεκάρα. Οι Μαπούτσε ήταν οι πρώτοι που σύναψαν συμφωνίες συνεργασίας με τη Fasinpat.
Υπολειτουργία
Με την κατάληψη του εργοστάσιου την κοπάνησαν σχεδόν όλοι οι μηχανικοί και εργοδηγοί. Από τους 82 εργοδηγούς που δούλευαν στο εργοστάσιο μόλις δύο είχαν συνταχθεί με τον αγώνα των εργατών, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Κάρλος «Μανότας», που –όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος– εκλέχτηκε «κύριος συντονιστής του εργοστασίου» (διευθυντής δηλαδή). Αν στα παραπάνω συνυπολογίσετε ότι η πλειοψηφία των εργατών στερούνταν βασικής μόρφωσης (πάνω από τους μισούς δεν είχαν καν απολυτήρια γυμνασίου[4])) θα έχετε μια καλύτερη εικόνα για τα τεράστια προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι εργάτες προκειμένου να λειτουργήσουν σωστά το εργοστάσιο.
Επόμενο ήταν το νέο εργοστάσιο να ξεκινήσει με μια πολύ μικρή παραγωγή, μόλις 20.000 τετραγωνικά το μήνα. Η παραγωγή αυτή αντιστοιχού-σε μόλις στο 4% της παραγωγής πριν κλείσει η εταιρία (η οποία σύμφωνα με τον Κάρλος «Μανότας»[1], ήταν 500.000 τετραγωνικά) και στο 2% της μέγιστης παραγωγικής ικανότητας του εργοστασίου (1 εκατομμύριο τετραγωνικά, όσα δηλαδή και το 1994)[3]. Παρολαυτά, χάρη στην αυτοθυσία των εργατών, το εργοστάσιο κατόρθωσε όχι μόνο να λειτουργήσει αλλά και να αυξήσει αρκετά γρήγορα την παραγωγή του από τα 20 στα 100 χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα πλακάκια το μήνα, μέχρι το Δεκέμβρη του 2003. Δηλαδή, να πενταπλασιάσει την παραγωγή μέσα σε σχεδόν δύο χρόνια.
Τα επόμενα χρόνια η παραγωγή αυξήθηκε κι άλλο, φτάνοντας τα 300.000 τετραγωνικά το 2006[5] και τα 400.000 το 2008, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει τα επίπεδα της παραγωγής πριν την κατάληψη του εργοστάσιου από τους εργάτες, ενώ τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την κρίση, όπως θα δούμε στο επόμενο φύλλο. Μέχρι το 2003 το εργοστάσιο λειτουργούσε μόλις στο 10% της ικανότητάς του, όπως παραδέχεται ο γραμματέας του σωματείου Ραούλ Γκοντόι[1].
Εργατική δημοκρατία
Το πέρασμα του εργοστάσιου υπό εργατική διοίκηση άλλαξε σημαντικά τις συνθήκες δουλειάς. Το παλιό δεσποτικό καθεστώς αντικαταστάθηκε με ένα πολύ πιο δημοκρατικό. Το εργοστάσιο χωρίστηκε σε πέντε διαφορετικά τμήματα:
κονιορτοποίηση, συμπιεστήριο, κλίβανος, έλεγχος ποιότητας, πωλήσεις. Για κάθε τμήμα εκλέχθηκε από ένας συντονιστής και για όλο το εργοστάσιο ένας γενικός συντονιστής. Οι αποφάσεις για τα ζητήματα που αφορούν το εργοστάσιο παίρνονται από τις γενικές συνελεύσεις. Να πως τις περιγράφει ο γενικός συντονιστής του εργοστασίου, Κάρλος «Μανότας»:
«Στις συνελεύσεις όλοι έχουμε το δικαίωμα να πούμε την άποψή μας και να ψηφίσουμε – όχι σε μυστική ψηφοφορία, όπως κάνει η κυρίαρχη τάξη και μετά τον ψήφο δεν θέλει να θυμάται τίποτε. Εδώ τίποτα δεν ξεχνιέται. Η συνέλευση ψηφίζει και η πλειοψηφία αποφασίζει. Εχω χάσει ψηφοφορίες σε συνελεύσεις. Πρέπει να εφαρμόσεις την απόφαση, ανεξάρτητα αν χάνεις ή κερδίζεις, το σημαντικό πράγμα είναι ότι αποφασίζουμε μαζί. Αυτός είναι ο τρόπος που δουλεύουμε. Υπάρχουν και οι ημέρες συζήτησης. Οι συνελεύσεις είναι σημαντικές, όμως ορισμένες φορές δεν μπορεί να επιτευχθεί η ροή της επικοινωνίας. Κατά τη διάρκεια των ημερών συζήτησης, εμείς οι 270 άνθρωποι χωριζόμαστε σε πέντε ομάδες. Συζητάμε όλα τα θέματα, όπως στη συνάντηση των συντονιστών: και πολιτικά και για την παραγωγή. Αυτό μας βοήθησε να αποκτήσουμε συνείδηση».[1]
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα όπως θα δούμε παρακάτω, γιατί ποτέ οι καλές προθέσεις δεν είναι αρκετές, όταν έχουν να αναμετρηθούν με τους οικονομικούς νόμους. Πάντως οι συνθήκες δουλειάς βελτιώθηκαν σημαντικά, πράγμα που φαίνεται και από τα ατυχήματα που μειώθηκαν κατά 90%, χωρίς να σημειωθεί κανένα θανατηφόρο (σε αντίθεση με την περίοδο λειτουργίας κάτω από την στυγνή μπότα του Ζανόν, που κάθε χρόνο σκοτωνόταν ένας εργάτης, ενώ κάθε μήνα τραυματίζονταν 25-30 εργάτες κατά μέσο όρο)[1],[3].
Εξίσωση μισθών
Ταυτόχρονα με την αλλαγή της διοί-κησης της παραγωγής, άλλαξε και ο τρόπος καθορισμού των μισθών. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των εργατών στις 27 Φλεβάρη 2002, εκτός από την κατάληψη του εργοστάσιου καθόρισε και το ύψος των μισθών: «Καθένας στη Ζανόν παίρνει 800 πέσος (περίπου 270 αμερικάνικα δολάρια) – οι εργάτες παραγωγής, οι εργάτες στο εργαστήριο, οι άνθρωποι σε πληρωμένη άδεια, η γραμματέας του σωματείου, οι γυναίκες στην κουζίνα, οι σύντροφοι από την οργάνωση ανέργων MTD που εν τω μεταξύ δουλεύουν στο εργοστάσιο, ο θυρωρός, ακόμα και ο δικηγόρος»[1].
Ο αρχικός μισθός που καθορίστηκε ήταν 700 πέσος, αλλά σε λιγότερο από δύο χρόνια (μέχρι το τέλος του 2003) δόθηκε μεγάλη αύξηση (100 πέσος)[1]. Ομως, κι αυτά τα λεφτά δεν ήταν ικανά για να ζήσει κανείς, όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος που πήρε τη συνέντευξη από τους εργάτες της Fasinpat : «Οι εργάτες της Ζανόν συμφώνησαν σε ένα στάνταρντ μισθό των 800 πέσος. Εάν η παραγωγή αποδώσει περισσότερα, τα λεφτά δεν ξοδεύονται για αυξήσεις μισθών αλλά για αύξηση του αριθμού των εργατών. Στην Αργεντινή σήμερα (σ.σ. Δεκέμβρης 2003) 800 πέσος είναι συγκριτικά ένας καλός μισθός, αλλά εξακολουθούν να είναι πολύ λίγα για να ζήσεις. Επομένως, μερικοί σύντροφοι σκέφτονται ότι μια αύξηση στο μισθό θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα αντί μιας τόσο μεγάλης αλληλεγγύης. Μέχρι σήμερα κανένας δεν έφερε αυτό το ζήτημα στη συνέλευση, γι’ αυτό και η παλιά απόφαση εξακολουθεί να είναι ενεργή»[1].
Αποτελεί απορίας άξιο γιατί κανείς δεν έθεσε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα στις συνελεύσεις –όπως το μισθολογικό– τη στιγμή που σ’ αυτές υποτίθεται ότι αποφασίζονται τα πάντα και παρά το γεγονός ότι υπήρξαν εργάτες που δε συμφωνούσαν με την καθήλωση των μισθών (κυρίως οι παλιότεροι εργάτες)[1]. Ισως γιατί οι εργάτες πείστηκαν ότι για να μπορέσει να ορθοποδήσει το εργοστάσιο θα πρέπει να προσληφθούν περισσότεροι, ίσως γιατί στην «πιάτσα» οι μισθοί δεν είναι πολύ καλύτεροι, παρά το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο (2003) είχε αρχίσει η «ανάκαμψη» και ήταν φυσικό να δίνονται κάποιες αυξήσεις στους μισθούς.
Μισθοί στα όρια της επιβίωσης
Σύμφωνα με ένα site που δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες εργασίας στην Αργεντινή[6], ο ελάχιστος μισθός στη χώρα ήταν 350 πέσος το μήνα μέχρι το Σεπτέμβρη του 2005, οπότε και αυξήθηκε στα 450. Ο μέσος μισθός ενός εργάτη με δίπλωμα λυκείου ήταν 539 πέσος, ενώ κάποιος που δεν είχε τελειώσει το σχολείο έπαιρνε 388 πέσος. Επομένως, τα 800 πέσος των εργατών της Ζανόν φαίνεται να είναι ένας «καλός μισθός». Ομως το νούμερο αυτό δεν θα πρέπει να σας ξεγελά.
Γιατί, όπως μας πληροφορεί άρθρο μιας τροτσκιστικής εφημερίδας που έκανε σφοδρή κριτική στο νόμο της απαλλοτρίωσης της Ζανόν (για τον οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο), της Democracia Obrera, με τίτλο «Αργεντινή:
Η κατάληψη της Ζανόν πουλήθηκε από τους ρεφορμιστές»[7], οι εργάτες στα κατειλημμένα εργοστάσια στερούνται ασφαλιστικής κάλυψης. Αυτό είναι ένα σημαντικό ποσό, που ισοδυναμεί με 17% του μισθού για τις εργατικές εισφορές και 33% για τις εργοδοτικές[8].
Δυστυχώς, αυτό το τόσο σημαντικό θέμα δεν το ξεκαθαρίζουν τα άρθρα που εκθειάζουν την «εργατική αυτοδιαχείριση» της Fasinpat. Αν όμως σκεφτούμε ότι το εργοστάσιο δεν είχε νομική βάση μέχρι το 2009, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι είναι πιθανότερο στα 800 πέσος να συμπεριλαμβάνονταν και το ποσό της ασφάλισης, όπως γίνονταν σε όλα τα κατειλημμένα εργοστάσια. Επομένως, αν αφαιρεθεί το 17% των εργατικών εισφορών, ο μισθός των 800 πέσος αντιστοιχεί σε ένα ποσό 664 πέσος (συμπεριλαμβανόμενης της ασφάλισης), ενώ αν αφαιρεθεί και το 33% των εργοδοτικών εισφορών, που δεν αποδίδονται στα ταμεία, τότε ο μισθός πέφτει στα 400 πέσος! Αν αναλογιστού-με ότι οι εργάτες της Ζανόν ανήκαν ανέκαθεν στους «προνομιούχους» και θεωρούνταν καλοπληρωμένοι σε σχέση με τους υπόλοιπους εργάτες, θα διαπιστώσουμε ότι οι μισθοί που έπαιρναν με την «αυτοδιαχείριση» δεν ήταν και τόσο μεγάλοι. Αν μάλιστα τους μισθούς αυτούς τους συγκρίνουμε με τον ετήσιο ακαθάριστο μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη στο Μπουένος Αιρες, που το 2003 ήταν 5.100 δολάρια (δηλαδή 15.300 πέσος)[6]), τότε η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη σε βάρος των εργατών της Ζανόν. Γιατί ο ετήσιος μισθός των 15.300 πέσος σημαίνει 1.177 πέσος το μήνα (15300/13=1177, μιας και στην Αργεντινή ισχύουν οι 13 μισθοί το χρόνο), δηλαδή πολύ πάνω από τα 800 πέσος που την ίδια εποχή έπαιρναν οι εργάτες της Ζανόν!
Απλήρωτες υπερωρίες
Σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία της Αργεντινής, ισχύει το 8ωρο και οι υπερωρίες πληρώνονται με 150%[8]. Ισχύει άραγε αυτό στην Fasinpat; Κανένα από τα πολλά άρθρα που έχουν γραφτεί (τουλάχιστον αυτά που έχουμε υπόψη μας από την έρευνα που κάναμε στο διαδίκτυο) δεν μας πληροφορεί τι ακριβώς ισχύει. Το μόνο που λένε είναι ότι οι μισθοί είναι οι ίδιοι για όλους τους εργάτες. Ομως, στη μπροσούρα που περιλαμβάνει και τις συνεντεύξεις των εργατών[1] αναφέρεται:
«Μετά την κατάληψη κράτησαν το παλιό μοντέλο με τις βάρδιες (πρωινή-απογευματινή-βραδινή) στον όροφο της παραγωγής. Η βραδινή βάρδια είναι απαραίτητη, επειδή οι φούρνοι δεν πρέπει να σβήσουν. Μόνο λίγοι άνθρωποι δουλεύουν τη βραδινή βάρδια. Οι πρωϊνές και απογευματινές βάρδιες λειτουργούν κυκλικά και οι πρωινές βάρδιες δουλεύουν και τα Σάββατα επίσης. Τα έκτακτα τμήματα, οι άνθρωποι της συντήρησης και οι συντονιστές δουλεύουν από τις 8 το πρωί μέχρι τις 4 με 5 το απόγευμα, αλλά στην πράξη συχνά μένουν περισσότερο».
Ενας από τους εργάτες, ο Ντανιέλ, που είναι μηχανικός συντήρησης, λέει τα εξής αποκαλυπτικά: «Παλαιότερα συνήθιζα να κάνω το οχτάωρό μου και να φεύγω. Αυτό ήταν μονότονο, μόνο μια υποχρέωση για να φέρω χρήματα στο σπίτι μου. Τώρα είναι δύσκολο, δεδομένου της κατάστασης που βρισκόμαστε. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων συχνά μιλάμε γύρω από το γεγονός ότι κάποιοι σύντροφοι βρίσκονται στα όριά τους. Για μένα είναι διαφορετικά, εγώ έχω κίνητρο. Ορισμένοι σύντροφοι μου λένε: “κοίτα πόσο αργά είναι και εσύ είσαι ακόμα εδώ”. Αλλά μου αρέσει. Εάν υπάρχει ένα πρόβλημα και μπορώ να το λύσω σήμερα, το τελειώνω σήμερα, ακόμα κι αν θα πρέπει να κάτσω εδώ 15 ή 16 ώρες. Αλλοι σύντροφοι φεύγουν μετά από 8 ώρες. Λένε ότι δε μπορούν να αντέξουν άλλο τις υπερωρίες. Ετσι είμαστε όλοι διαφορετικοί, σκεφτόμαστε διαφορετικά, έχουμε τις ιδιαιτερότητές μας».[1]
Ποιο είναι το κίνητρό του δε μας λέει ο Ντανιέλ. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε ότι το κίνητρό του είναι να ορθοποδήσει η εταιρία, αυτό δείχνει ότι υπάρχουν εργάτες που δουλεύουν περισσότερο, όχι επειδή τους το λέει το αφεντικό, αλλά επειδή βλέπουν ότι δεν βγαίνει αλλιώς. Γίνονται, δηλαδή, συνυπεύθυνοι για την πορεία της εταιρίας αποκτώντας λογική ιδιοκτήτη κι όχι εργάτη. Αν αυτό γινόταν σε μια κοινωνία που τα μέσα παραγωγής ανήκαν στο λαό να το καταλάβουμε. Να γίνεται, όμως, μόνο σε ένα εργοστάσιο που φυτοζωεί, σε μια κοινωνία καπιταλιστική, είναι τουλάχιστον προβληματικό, δε νομίζετε;
Η πολιτική της διατήρησης του ίδιου επιπέδου μισθών στα όρια της επιβίωσης, χωρίς ασφάλιση και με απλήρωτες υπερωρίες, δε μπορούσε να μη δημιουργήσει αντιθέσεις και προβλήματα πειθαρχίας στη δουλειά. Γι’ αυτά όμως θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Kώστας Βάρλας
Στο επόμενο: Εσωτερικές αντιθέσεις και προβλήματα πειθαρχίας. Ο νόμος περί απαλλοτρίωσης έλυσε τα προβλήματα ή δημιούργησε νέα;
Παραπομπές
1. «Κατάληψη Ζανόν – Συνέντευξη με τους εργάτες». Δημοσιεύτηκε στα ισπανικά το Δεκέμβρη του 2003, στο γερμανικό περιοδικό Wildcat, και μεταφράστηκε στα Αγγλικά τον Ιούλη του 2006. Αναδημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο Libcom, https://libcom.org/library/zanon-factory-occupation-interview-with-workers. Το κείμενο της συνέντευξης περιλαμβάνεται σε μπροσούρα του Wildcat με τίτλο: «Ζανόν – Ενα εργοστάσιο στα χέρια των εργατών, Αργεντινή» (βλ. www.wildcat-www.de/wildcat/68/zanon-english.pdf).
2. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο Δελτίο Θυέλλης Νο 27, διμηνιαία έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.
3. «FASINPAT: Ενα εργοστάσιο που ανήκει στο λαό». Αρθρο της Marie Trigona στο https://www.zcommunications.org/fasinpat-a-factory-that-belongs-to-the-people-by-marie-trigona, 4/9/2009.
4. «Ζανόν: Ενα σύντομο ιστορικό», άρθρο δημοσιογράφου που επισκέφτηκε το εργοστάσιο. Δημοσιεύτηκε στις 17 Μάη του 2010 στο https://www.instabordination.com/?cat=6.
5. «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός: Τα κεραμικά της Ζανόν». Αρθρο του Raul Zibechi (συγγραφέα, δημοσιογράφου και ερευνητή των κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική) στο https://www.globalpolitician.com/21574-argentina-south-america, 26/1/2006.
6. https://www.justlanded.com/english/Argentina/Argentina-Guide/Jobs/Working-in-Argentina.
7. https://redrave.blogspot.com/2009/09/ argentina-zanon-occupation-sold-out-by.html, 21/9/2009.
8. https://www.nationsencyclopedia. com/economies/Americas/Argentina-WORKING-CONDITIONS.html#ixzz10OJhHILT.