Η φιέστα για τα εικοσάχρονα της πτώσης του τείχους του Βερολίνου είχε απ’ όλα. Φώτα, τραγούδια, χάπενινγκ και την… παλιοπαρέα (Βαλέσα και συντροφία) να αγκαλιάζονται σαν φίλοι από παλιά και να πίνουν στην υγειά του καπιταλισμού που ένωσε τη Γερμανία και τον κόσμο ολόκληρο. Μέχρι και τους U2 κουβάλησαν για να μαζέψουν κόσμο, μη τυχόν και ξεχάσει να πανηγυρίσει για τη «νίκη της δημοκρατίας».
Μακριά από εμάς οι νοσταλγικές αναζητήσεις (τύπου Περισσού) για τα «παλιά καλά τα χρόνια» του «σοσιαλισμού» του Χόνεκερ, που είχε τόση σχέση με το σοσιαλισμό όση και η σημερινή «δημοκρατία» με τη λαϊκή δημοκρατία. Είμαστε από τους λίγους που τότε βροντοφωνάζαμε ότι όλα αυτά τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που κατέρρευσαν εν μιά νυκτί, μόνο με καρικατούρες έμοιαζαν μιας ηρωϊκής ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί εδώ και πολλές δεκαετίες (από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50) δεν ήταν παρά σκέτος καπιταλισμός. Ενας καπιταλισμός διαφορετικός μόνο στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο.
Η διχοτόμηση
Αν και ο υποτιθέμενος σοσιαλισμός της Ανατολικής Γερμανίας, που κατέρρευσε με την πτώση του τείχους, δεν ήταν παρά ένας καπιταλισμός κρατικού τύπου, είναι μεγάλο ψέμα ότι δεν υπήρχε κομμουνιστικό κίνημα στην Γερμανία και ότι η Ανατολική Γερμανία ήταν δημιούργημα των σοβιετικών στρατευμάτων. Την εποχή της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» (1919-1933), το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ήταν το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης με 130 χιλιάδες μέλη. Στις εκλογές του 1933 εξέλεξε 81 βουλευτές, οι οποίοι όμως ποτέ δεν θα μπουν στο κοινοβούλιο, γιατί λίγο αργότερα ο Χίτλερ θα ακυρώσει την εκλογή τους. Ο γενικός γραμματέας του ΚΚΓ, Ερνεστ Τέλμαν, θα συλληφθεί δύο μέρες πριν τις εκλογές, θα βασανιστεί και θα εκτελεστεί 11 χρόνια αργότερα στο κρεματόριο του Μπούχενβαλτ (στις 18 Αυγούστου 1944).
Στις 7 Οκτωβρίου του 1949 θα δημιουργηθεί η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας στον ανατολικό τομέα της χώρας. Αν και η διχοτόμηση της Γερμανίας εμφανίζεται σαν δημιούργημα των καθεστώτων του «παραπετάσματος», λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι το 1952 ήταν ο Στάλιν[1] που πρότεινε την επανένωση των δύο Γερμανιών με ταυτόχρονη αποστρατιωτιωτικοποίησή τους. Πρόταση που συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των ΗΠΑ και απορρίφθηκε μετά βδελυγμίας από τον καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ.
Ηταν η εποχή που οι δυτικοί ετοίμαζαν ένα νέο πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ενωσης, έχοντας αγκαλιάσει πολλά από τα αποβράσματα του χιτλερικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του «αγκαλιάσματος» ήταν ο Fritz ter Meer, ο άνθρωπος που αν και καταδικάστηκε στη δίκη της Νυρεμβέργης (1948) σε επτά χρόνια φυλάκιση για την εμπλοκή του στην δημιουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μόνοβιτς (ενός από τα τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Αουσβιτς, που πήρε την κωδική ονομασία Αουσβιτς ΙΙΙ), δεν κάθισε μέσα ούτε τα μισά. Τρία χρόνια μετά (1951), όχι μόνο αποφυλακίστηκε αλλά και διορίστηκε πρόεδρος του συμβουλίου της γνωστής φαρμακοβιομηχανίας Bayer (θέση που κατείχε πριν τον πόλεμο στην εταιρία IG Farben, προκάτοχο της Bayer)!
Από τον κρατικό καπιταλισμό…
Η δημιουργία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν οδήγησε τελικά σε κανένα «σοσιαλιστικό κράτος», όπως επί χρόνια το παρουσίαζαν τα παπαγαλάκια της «σοβιετικής» μπουρζουαζίας (βλέπε Περισσό). Κι αυτό γιατί εκείνη την περίοδο συντελούνταν η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση, με το οικονομικό γονάτισμα των συνεταιρισμών (κολχόζ), το χοντρεμπόριο των μέσων παραγωγής, την υπονόμευση της σχεδιασμένης ανάπτυξης, το άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στα διευθυντικά στελέχη και τους εργαζόμενους και άλλα μέτρα που ο χώρος της εφημερίδας δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε περισσότερο[2].
Χωρίς να θέλουμε να επεκταθούμε σε αναλυτική περιγραφή της ανατολικογερμανικής κοινωνίας, θα θέλαμε να σημειώσουμε μόνο μερικά στοιχεία που είναι πολύ λίγο γνωστά. Το πρώτο είναι ότι στην Ανατολική Γερμανία, ακόμα και μετά την μετατροπή της σε δορυφόρο της «Σοβιετικής» Ενωσης, υπήρξαν κομμουνιστές που κατήγγειλαν την επιστροφή του καπιταλισμού. Ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς οδηγήθηκαν στις φυλακές, όπως ο Αντρέας Μπόρτφελτ και ο Μάνφερντ Βίλχεμ από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας – τμήμα Λ.Δ.Γερμανίας, που το 1982 η κυβέρνηση Χόνεκερ καταδίκασε σε πολύχρονη φυλάκιση με την κατηγορία ότι μοίραζαν προκηρύξεις για τα γεγονότα της Πολωνίας κι ότι ήταν μέλη του παράνομου στην Ανατολική Γερμανία, Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας[3].
Το κόμμα αυτό εξέδιδε την εφημερίδα Roter Morgen, στην οποία πολλές φορές καταγγέλλονταν τα έργα και οι ημέρες των ανατολικογερμανών ηγετών. Σε άρθρο της εφημερίδας[4] σχετικά με την άνοδο των τιμών που σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Ανατολική Γερμανία αναφέρονται τα εξής αποκαλυπτικά: «Για να διατηρήσει σταθερές τιμές στα είδη πρώτης ανάγκης, το κράτος κάνει κάθε χρόνο περισσότερες επιχορηγήσεις. Το 1978 λ.χ., αυτές ήταν 14.2 εκ. μάρκα – λεφτά που τα βγάζει απ’ τους εργαζόμενους από άλλους τομείς. Οι εργαζόμενοι πληρώνουν αλλού διπλά και τρίδιπλα τις φτηνές τιμές (σσ. στα είδη πρώτης ανάγκης)… Ετσι από το 1978 ως το 1979 ανέβηκαν 10% οι τιμές των ενδυμάτων χωρίς να έχει βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητά τους… Οι ηλεκτρικές κουζίνες έγιναν ακριβότερες κατά 20%. Οι τιμές των επίπλων ανέβηκαν κατά μέσον όρο 20%… Στη διάρκεια του 1979 ανέβηκαν μέχρι 300% οι τιμές στα χαρτομάντιλα, κλινοσκεπάσματα, ποδήλατα, μπαταρίες αυτοκινήτων… Για να καλυφθεί η άνοδος των τιμών συχνά εφαρμόζεται το εξής κόλπο: Τα φτηνά εμπορεύματα εξαφανίζονται από τα μαγαζιά, για να ξαναπροσφερθούν αργότερα, δήθεν ελαφρά βελτιωμένα. Ετσι η ακρίβεια των υφασμάτινων ειδών δικαιολογείται με την εισαγωγή νέων ινών και υφασμάτων. Ενώ για μήνες υπήρχε έλλειψη σε κλινοσκεπάσματα, ξαφνικά εμφανίστηκαν στις βιτρίνες με ωραίες διπλάσιες τιμές».
Τα διάφορα τερτίπια δεν ήταν δυνατόν να κρατήσουν πολύ περισσότερο. Τρεις δεκαετίες ήταν υπεραρκετές για να φάει τα ψωμιά του ο καπιταλισμός με κρατική μορφή και να δώσει επιτέλους τη θέση του στην «ελεύθερη αγορά». Ηταν η εποχή που η μορφή θα αντιστοιχούσε πλήρως στο περιεχόμενο.
…στον ορίτζιναλ
Το κρατικοκαπιταλιστκό απόστημα έσπασε με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου. Ο λαός βγήκε στους δρόμους πιστεύοντας σε μια νέα εποχή. Μια εποχή όμως που δεν σηματοδότησε την «ελευθερία» του, αλλά την υποδούλωσή του σε νέα δεσμά. Είναι γνωστό πως αντιμετωπίστηκαν οι Ανατολικογερμανοί από τους ομοεθνείς τους του δυτικού τομέα της χώρας, μετά την ενοποίηση: ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αυτούς, για την ελευθερία των οποίων υποτίθεται ότι κόπτονταν οι Δυτικοί, τους χλεύασαν και τους χρησιμοποίησαν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν τώρα τους μετανάστες.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης της Ανατολικής Γερμανίας είναι τόσο έντονη που δύσκολα μπορεί να κρυφτεί, όσα ξεφωνητά κι αν βγάλει η μπάντα του Μπόνο στην πύλη του Βραδεμβούργου. Αυτό δεν το λέμε εμείς. Προκύπτει αβίαστα από τα στοιχεία της ίδιας της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Γερμανίας, που κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει.
Τα δώρα του «φιλελεύθερου» καπιταλισμού
Είκοσι χρόνια, λοιπόν, μετά την πτώση του τείχους και η Στατιστική Υπηρεσία μας πληροφορεί ότι οι ανατολικογερμανοί εργαζόμενοι βγάζουν μόλις το 70% των δυτικογερμανών συναδέλφων τους[5]. Καταπληκτική κατάκτηση, δεν νομίζετε;
Για να έχετε μια πιο πλήρη εικόνα της κατάστασης της εργατικής τάξης του ανατολικού τομέα της Γερμανίας σε σχέση με τον δυτικό, σας παρουσιάζουμε δύο πίνακες. Ο πίνακας 1[6] αναφέρεται στην αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του λιανικού εμπορίου στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία μετά την ενοποίηση. Αν και τα στοιχεία που παρουσιάζει η Στατιστική Υπηρεσία μετά την ενοποίηση αφορούν μόνο στην πρώτη δεκαετία μετά την πτώση του τείχους (γιατί μετά το 2000 παρουσιάζονται συνολικά και για τις δύο περιοχές), μια ματιά αρκεί για να καταλάβει κανείς το σοκ που υπέστησαν οι ανατολικογερμανοί εργαζόμενοι. Οι αυξήσεις των προϊόντων στην Ανατολική Γερμανία μέσα στην πρώτη δεκαετία της «απελευθέρωσής τους» ήταν υπερδιπλάσιες από αυτές που σημειώθηκαν στον δυτικό τομέα της χώρας (40% έναντι 18%).
Μήπως όμως οι ανατολικογερμανοί εργαζόμενοι «απολάμβαναν» τα ίδια μεροκάματα με τους συναδέλφους τους στο δυτικό τομέα της χώρας; Ο πίνακας 2, που επίσης δημοσιεύει η Στατιστική Υπηρεσία[7], για τις μέσες ακαθάριστες αποδοχές των εργαζόμενων στην παραγωγή και τις υπηρεσίες το δεύτερο τρίμηνο του 2007 είναι εξίσου αποκαλυπτικός. Ο πίνακας δεν περιλαμβάνει τους Δημόσιους Υπαλλήλους, ενώ εντάσσει το Ανατολικό Βερολίνο στα «παλαιά κρατίδια». Ομως, στο Ανατολικό Βερολίνο (στο οποίο όποιος έχει πάει δεν μπορεί να μην παρατηρήσει τη διαφορά που ακόμα υπάρχει από το Δυτικό) ζει και εργάζεται ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Γι’ αυτό και ο πίνακας αυτός αμβλύνει τις διαφορές του μεροκάματου. Ομως, ακόμα κι έτσι, βγάζει μάτι η αντίθεση. Κάντε τον κόπο να ρίξετε μια ματιά στις ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές. Θα διαπιστώσετε ότι οι εργαζόμενοι που δουλεύουν με πλήρη απασχόληση στην Ανατολική Γερμανία παίρνουν μόλις το 66% των συναδέλφων τους της Δυτικής!
Το ποσοστό «βελτιώνεται» στη σύγκριση των μηνιαίων αποδοχών μόνο και μόνο γιατί οι Ανατολικογερμανοί δουλεύουν περισσότερες ώρες από τους Δυτικογερμανούς. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν οι Ανατολικογερμανοί έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν φυσικά, μια και η ανεργία θερίζει στην Ανατολική Γερμανία, με ποσοστό διπλάσιο από αυτό που τρέχει στη Δυτική (12% στην Ανατολική έναντι 6.6% στη Δυτική). Οι διαφορές στα ωρομίσθια της «μερικής απασχόλησης» είναι πιο μικρές (βλέπετε στη μερική απασχόληση δουλεύουν τα πιο εκμεταλλευόμενα τμήματα της εργατικής τάξης), αλλά κι εκεί οι Ανατολικογερμανοί δουλεύουν πάνω από 20% περισσότερες ώρες από τους Δυτικογερμανούς για να μπορέσουν να κερδίσουν περίπου τους ίδιους μηνιαίους μισθούς.
Ορισμένα ακόμα στοιχεία συμπληρώνουν το παζλ. Σύμφωνα πάντα με τη Στατιστική Υπηρεσία[8], «οι συνθήκες στέγασης μεταξύ της πρώην επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας (εκτός του Βερολίνου) και των νέων κρατιδίων (συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου) εξακολουθούν να διαφέρουν σημαντικά. Το 2006 ο μέσος χώρος στέγασης ανά άτομο στην Δυτική Γερμανία ήταν 44.1 τετραγωνικά μέτρα. Στην Ανατολική Γερμανία το αντίστοιχο νούμερο ήταν 38.6 τετραγωνικά μέτρα (σ.σ. ποσοστό 88% περίπου)». Σ’ αυτή την περίπτωση η Στατιστική Υπηρεσία επέλεξε να συγκαταλέξει το Βερολίνο στην Ανατολική Γερμανία (ενώ στον προηγούμενο πίνακα το έβαζε στη Δυτική). Ισως για να φαίνονται πιο μικρές οι διαφορές, οι οποίες όμως δεν καλύπτονται με κανένα στατιστικό κόλπο.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε περισσότερα ακόμα (όπως η δραματική πτώση –κατά 45.5%– του αριθμού των μαθητών στα σχολειά της Ανατολικής Γερμανίας το σχολικό έτος 2008-09 σε σχέση με το σχολικό έτος 1992-93, το κλείσιμο των μισών παιδικών σταθμών τη δεκαετία του ’90 στην Ανατολική Γερμανία, τη στιγμή που στη Δυτική αυξάνονταν κατά 35% κτλ), όμως θα σταματήσουμε εδώ. Τα «δώρα» του «ορίτζιναλ» καπιταλισμού στους ανατολικογερμανούς εργάτες φαίνεται πόσο «πλούσια» ήταν!
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
[1] Η πρόταση ενοποίησης των δύο Γερμανιών που έκανε ο Στάλιν με σημείωμά του το 1952 δεν αμφισβητείται από κανέναν. Τα επιχειρήματα των δυτικών αναφέρονται μόνο στο ότι ήταν μια «κακή λύση» γιατί υπήρχε δικαίωμα βέτο από τους κομμουνιστές σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της κεντρικής διοίκησης.
[2] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. την συνοπτική ανάλυση «Περεστρόικα – Η ανώτατη φάση του παλινορθωμένου καπιταλισμού» (έκδοση της ΣΑΚΕ, Σεπτέμβρης 1988).
[3] Εφημερίδα «Οχτώβρης», Γενάρης 1983.
[4] Roter Morgen, 6-6-1980
[5] Δελτίο τύπου της Στατιστικής Υπηρεσίας Γερμανίας για το «εργατικό κόστος» το 2008 που αλιεύσαμε από το διαδίκτυο (https://www.destatis.de/jetspeed/portal/cms/Sites/destatis/Internet/EN/Content/Statistics/VerdiensteArbeitskosten/Aktuell,templateId=renderPrint.psml)
[6] Δείκτης Τιμών Καταναλωτή του λιανικού εμπορίου στη Γερμανία – Πίνακας Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Γερμανίας. (https://www.destatis.de/jetspeed/portal/cms/Sites/destatis/Internet/EN/Content/Statistics/Preise/Verbraucherpreise/Tabellen/Content100/VerbraucherEinzelhandelspreise.psml)
[7]https://www.destatis.de/jetspeed/portal/cms/Sites/destatis/Internet/DE/Presse/pm/2007/10/PD07__418__623,templateId=renderPrint.psml#Fussnote2