Μπορεί η διάλυση της «Σοβιετικής Ενωσης» να έγινε το Δεκέμβρη του 1991, όμως η κρίση είχε πάρει εκρηκτικό χαρακτήρα αρκετό καιρό πριν. Διαβάστε πως παρουσίαζε την κατάσταση στη Μόσχα, όχι κάποιος δυτικός δημοσιογράφος που θα μπορούσε κανείς να του χρεώσει αντικομμουνιστική προκατάληψη, αλλά ο ίδιος ο «Ριζοσπάστης» το Μάη του 1990: «Μια βόλτα στα καταστήματα της Μόσχας αρκεί για να καταλάβει ένας ξένος πόσο δραματικά οξύ είναι το πρόβλημα. Αδειες βιτρίνες, άδειοι πάγκοι, άδεια μαγαζιά είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Ουρές για λίγο κρέας κακής ποιότητας, ελάχιστα, καθόλου ελκυστικά και πανάκριβα ρούχα και παπούτσια, μαρτυρικοί κυριολεκτικά κατάλογοι αναμονής για ένα πλυντήριο, μια τηλεόραση ή ένα ψυγείο που μπορεί να περιμένει κανείς και χρόνια για να τ’ αποκτήσει, είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα»[1].
Ενα χρόνο μετά, η περεστρόικα ολοκληρώνεται μέσα από την τελευταία σύγκρουση «μεταρρυθμιστών» με «συντηρητικούς»: το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα των τελευταίων τον Αύγουστο του 1991, το οποίο υποτίθεται ότι θα έσωζε τη «Σοβιετική Ενωση» από τη διάλυση στην οποία την οδηγούσαν οι «μεταρρυθμιστές»[2]. Η διάλυση όμως ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Η περίοδος Γιέλτσιν
Νικητής από το αποτυχημένο πραξικόπημα βγήκε ο Μπόρις Γιέλτσιν, ο οποίος έκτοτε έγινε και ο πρώτος πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μέχρι το 1999 που παραιτήθηκε. Ο Γιέλτσιν –μέλος του «ΚΚΣΕ» από το 1961 και πρώτος γραμματέας του κόμματος στην Μόσχα από το 1985 μέχρι το 1987– ήταν τέκνο της «σοβιετικής» κομματικής αριστοκρατίας. Στα χρόνια της θητείας του στον προεδρικό θώκο η Ρωσία έφερε έντονα τα σημάδια της οικονομικής κατάρρευσης. Να πως περιγράφει τα οικονομικά δεδομένα εκείνης της περιόδου το ΔΝΤ[3], το οποίο υπήρξε και πιστωτής της Ρωσίας:
«Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ξένο συνάλλαγμα, κυρίως το αμερικάνικο δολάριο, έχει γενικά εξυπηρετήσει τις χρηματικές λειτουργίες στη Ρωσία[4] … Ακολουθώντας μια περίοδο γρήγορης υποτίμησης του ρουβλιού και υπερπληθωρισμού στις αρχές του ’90, η σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που τέθηκε σε εφαρμογή το 1995, βοήθησε στο να μειωθεί ο ετήσιος πληθωρισμός από άνω του 200% στο τέλος του 1994 στο περίπου 20% στο τέλος του 1996»[3].
Η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική είχε ως συνέπεια τη δραματική χειροτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας[5], τα νοικοκυριά που έπεσαν κάτω από το επίπεδο φτώχειας το 1996 έφταναν το 35%, το ποσοστό των εργατών που το Νοέμβρη του 1995 έπαιρναν μισθούς κάτω απ’ τον ελάχιστο που απαιτείται για στοιχειώδη επιβίωση έφτανε το 36% (από 29% που ήταν το ’94), ο ελάχιστος μισθός των ρώσων εργατών το φθινόπωρο του 1996 μόλις και μετά βίας άγγιζε το 20% του αντίστοιχου του 1991 και τα επιδόματα ανεργίας αντιστοιχούσαν στο 15% του μέσου μισθού!
Το 1998 μια νέα, ακόμα πιο οξεία κρίση ξεσπά. Το Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς το νόμισμα υποτιμήθηκε περισσότερο από 100% και ο ετήσιος πληθωρισμός από το 5.6% εκτοξεύεται στο 126% μέσα σε 10 μήνες[3]! Η έκρηξη του πληθωρισμού συνοδεύ-τηκε από έκρηξη του εξωτερικού χρέους που στα τέλη της δεκαετίας ήταν ίσο με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας, το οποίο είχε κατρακυλήσει κάτω και από το επίπεδο του 1990.
Η ανασυγκρότηση
Η πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας είναι μια περίοδος ανασυγκρότησης της χώρας. Η Ρωσία δρέπει τους καρπούς της έκρηξης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Μια ματιά στους Πίνακες 1 έως 5, που συντάξαμε βάσει των επίσημων στοιχείων, είναι αποκαλυπτική. Από κάτω του 50% που ήταν το ποσοστό των εξαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου πριν το 2000, έφτασε κοντά στο 64% το 2010 (Πίνακας 1), με αποτέλεσμα τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και τη δραστική μείωση του εξωτερικού χρέους (από 91% του ΑΕΠ το 1999 σε 33% το 2010). Αυτό ήταν φυσικό, αφού η αύξηση της τιμής του πετρελαίου και των παραγώγων του, καθώς και του φυσικού αερίου, ξεπέρασε το 200% μέσα στη δεκαετία 2000-2010 (Πίνακες 3, 4 και 5).
Παρολαυτά, το ρωσικό κεφάλαιο δεν κατόρθωσε να φτάσει το αμερικάνικο στις εξαγωγές κεφαλαίου στο εξωτερικό, όπως φαίνεται από τον Πίνακα 2. Το ποσοστό των ρωσικών κεφαλαίων στο εξωτερικό δεν ξεπερνά το 6% των αμερικάνικων, ενώ οι άμεσες επενδύσεις μόλις που ξεπερνούν το 8% των αντίστοιχων αμερικάνικων.
Αυτό δεν αναιρεί την οικονομική δύναμη του ρωσικού ιμπεριαλισμού, που σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης. Σύμφωνα με τη Eurostat, η Ρωσία διατηρεί τη θέση του κύριου προμηθευτή αργού πετρελαίου, λιθάνθρακα και φυσικού αερίου των 27 χωρών της ΕΕ κατέχοντας το ένα τρίτο της αγοράς των παραπάνω προϊόντων, παρά το γεγονός ότι το μερίδιο του ρωσικού φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά μειώθηκε αισθητά μέσα στην τελευταία δεκαετία[6].
Ανάπτυξη για ποιόν;
Μπορεί η Ρωσία ν’ ανασυγκροτήθηκε μέσα στην περασμένη δεκαετία, όμως η ανάπτυξη αυτή δεν ήταν φυσικά για όλους. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει η ιστοσελίδα «Η Ρωσία πίσω από τα πρωτοσέλιδα»[7], οι προβλέψεις για το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ρώσων μιλούν για 13.650 δολάρια αυτό το χρόνο! Οπως επισημαίνει η ιστοσελίδα, το εισόδημα αυτό «είναι μικρότερο ακόμα κι από αυτό της Ελλάδας, που υποφέρει για πάνω από πέντε χρόνια από ύφεση και έχει προβλεπόμενο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα 17.710 δολάρια το 2012»!
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας[8], συντάξαμε τον Πίνακα 6 με την εξέλιξη των μέσων μηνιαίων μισθών και του κατώτατου μηνιαίου μισθού στη Ρωσία από το 1995 μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι οι μισθοί αυξήθηκαν ως συνέπεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο κατώτατος μηνιαίος μισθός δεν ξεπέρασε ποτέ ούτε το ελάχιστο απαιτούμενο όριο στοιχειώδους διαβίωσης! Γι’ αυτό και το ρωσικό πρακτορείο RIA-Novosti επεσήμανε ότι η Ρωσία έχει το χαμηλότερο βασικό μισθό απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (97 ευρώ το 2009, όταν στη Βουλγαρία ο κατώτατος μισθός ήταν 123 ευρώ)[9]! Από τότε ο βασικός μισθός αυξήθηκε, φτάνοντας στα 4.611 ρούβλια (118 ευρώ) την 1η Ιούνη του περασμένου χρόνου (κι αυτό λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών στα είδη πλατειάς κατανάλωσης, που το πρώτο τρίμηνο του 2011 έφτασε το 17%, σύμφωνα με την Πράβδα[10]), όμως εξακολουθεί να θυμίζει… χαρτζιλίκι.
Βέβαια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μόνο το 13% του πληθυσμού βρίσκεται στο επίπεδο του κατώτατου μισθού (από 29% που ήταν το 2000), όμως τα στοιχεία αυτά δεν παίρνουν υπόψη τους τη μαύρη εργασία που δεν αποτυπώνεται στις στατιστικές. Οπως και να ‘χει το πράγμα, τόσο ο μέσος μισθός (γύρω στα 700 δολάρια ή 525 ευρώ) όσο και ο κατώτατος (157 δολάρια ή 118 ευρώ) είναι μισθοί πείνας, ακόμα κι αν κανείς λάβει υπόψη του ότι οι τιμές των προϊόντων στη Ρωσία είναι πολύ χαμηλότερες απ’ αυτές της Ελλάδας (επομένως τα χρήματα αυτά στη Ρωσία έχουν μεγαλύτερη αγοραστική αξία από την Ελλάδα).
Για να το κατανοήσει κανείς αυτό, αρκεί να δει σε ποιο επίπεδο βρίσκεται η τιμή της βενζίνης. Σύμφωνα με τα «Νέα της Μόσχας»[11], η τιμή της απλής αμόλυβδης τον περασμένο Φλεβάρη στη Ρωσία ήταν γύρω στα 28.4 ρούβλια το λίτρο, δηλαδή 73 λεπτά του ευρώ. Η φτηνή τιμή της βενζίνης είναι αναμενόμενη, εφόσον η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο (ξεπερνώντας κατά 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα σε παραγωγή ακόμα και τη Σαουδική Αραβία). Παρολαυτά, αν κάνει κανείς μια αναγωγή της τιμής της βενζίνης από το επίπεδο που υπάρχει στη Ρωσία (73 λεπτά του ευρώ) στο επίπεδο που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα (γύρω στα 1.75 ευρώ, δηλαδή 2.4 φορές ψηλότερη), οι τιμές του μέσου και του κατώτατου μισθού της Ρωσίας (525 και 118 ευρώ, αντίστοιχα)
αναπροσαρμόζονται σε 1.260 ευρώ (ο μέσος μισθός) και 283 ευρώ (ο κατώτατος μισθός). Δηλαδή, η αγοραστική αξία του κατώτατου μισθού που ισχύει σήμερα στη Ρωσία, αν την υπολογίσει κανείς μόνο με βάση την τιμή της βενζίνης, θα αντιστοιχούσε σε ένα μισθό 283 ευρώ στην Ελλάδα (θεωρώντας μέση τιμή τα 1.75 ευρώ το λίτρο).
Φυσικά, τα παραπάνω δεν αποτελούν ολοκληρωμένη σύγκριση, δεδομένου ότι απαιτούνται πολύ περισσότερα στοιχεία για τις τιμές των προϊόντων[12], πράγμα που ξεφεύγει από τα όρια ενός άρθρου εφημερίδας, αποτελεί όμως μια ένδειξη για τα χαμηλά επίπεδα των μισθών στη Ρωσία.
Την ίδια στιγμή, το χρήμα συγκεντρώνεται στα χέρια μιας χούφτας ανθρώπων. «Περίπου το 70% με 80% του εθνικού πλούτου ανήκει στο 2% με 2,5% των ρώσων πολιτών», σύμφωνα με στοιχεία της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, που δημοσιεύτηκαν στο ρωσικό Τύπο[13]. Η ανάπτυξη επί Πούτιν ισχυροποίησε το ρωσικό ιμπεριαλισμό και συνακόλουθα κάποια μικροαστικά και αστικά τμήματα της ρωσικής κοινωνίας, όχι όμως και την εργατική τάξη της χώρας που ζει σε συνθήκες κοινωνικού μεσαίωνα.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Ριζοσπάστης, 13/5/1990.
2. Στόχος των πραξικοπηματιών ήταν η κατάληψη της εξουσίας για ν’ αναλάβουν τη διαχείριση της κρίσης, εφαρμόζοντας διαφορετική τακτική από τους «μεταρρυθμιστές», σκληραίνοντας την εξωτερική πολιτική της χώρας απέναντι στους ανταγωνιστές της, επιβάλλοντας βίαιη καταστολή των αποσχιστικών τάσεων των «Δημοκρατιών» και ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας. Δεν αμφισβητούσαν τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις της περεστρόικα, απλά επιζητούσαν διαφορετικό τρόπο διαχείρισής τους.
3. Εκθεση “Money Demand and Inflation in Dollarized Economies: The Case of Russia” (Χρηματική ζήτηση και πληθωρισμός στις δολαριοποιημένες οικονομίες: Η περίπτωση της Ρωσίας), Ιούλης 2005, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
4. Οπως επισημαίνει η ίδια έκθεση, το ξένο συνάλλαγμα έχει χρησιμοποιηθεί στη Ρωσία ως μέσο λογαριασμών, αποθήκευσης αξιών και μέσο πληρωμών. Ενώ το ξένο συνάλλαγμα δεν είναι δόκιμος όρος στη Ρωσία, το αμερικάνικο δολάριο και όλο και περισσότερο το ευρώ έχουν γίνει ντε φάκτο αποδεκτά μέσα πληρωμών, ιδιαίτερα για μεγάλες συναλλαγές όπως η ακίνητη περιουσία και τα αυτοκίνητα.
5. «Κοινωνική Πολιτική: Προβλήματα και πιθανότητες για ένα προηγμένο σύστημα στη Ρωσία», Εκθεση του Ινστιτού-του Παγκόσμιας Οικονομίας και Οικονομικών Σχέσεων της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, που παρουσιάστηκε στη σύνοδο του ΟΟΣΑ στις 3-5 Ιούνη του 1997. Τα οικονομικά στοιχεία που αναφέρουμε από την έκθεση αυτή προέρχονται από το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.
6. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (https://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/Energy_production_and_imports), το 33% των εισαγωγών αργού πετρελαίου, το 34% των εισαγωγών φυσικού αερίου και το 30% του λιθάνθρακα το 2009 προέρχονταν από τη Ρωσία. Το 2001 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 26% για το αργό πετρέλαιο, 48% για το φυσικό αέριο και 12% για το λιθάνθρακα.
7. Η ιστοσελίδα ανήκει στην καθημερινή ρωσική εφημερίδα «Ροσίσκαγια Γκαζέτα» (βλ. https://rbth.ru/about). Το απόσπασμα προέρχεται από το άρθρο με τίτλο «Η φτώχεια της Ρωσίας, η δημοτικότητα του Πούτιν» (2/3/2012).
8. https://www.gks.ru/bgd/regl/b11_ 12/IssWWW.exe/stg/d01/07-01.htm και https://www.gks.ru/bgd/regl/b11_12/IssWWW.exe/stg/d01/07-08.htm.
9. «Η Ρωσία έχει το χαμηλότερο βασικό μισθό στην Ευρώπη». Αρθρο του Ria-Novosti (7/8/2009) βάσει των στοιχείων της Eurostat (βλ. https://en.rian.ru/russia/20090807/155752863.html).
10. «Η φτώχεια στη Ρωσία αυξάνεται περισσότερο από όσο αναμενόταν», «Πράβδα», 4/7/2011.
11. «Τα Νέα της Μόσχας», (10/2/ 2012).
12. Μια ακόμα ένδειξη είναι οι τιμές δύο ακόμα βασικών προϊόντων, όπως το γάλα και το ψωμί. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα ενός ταξιδιωτικού γραφείου για τη Ρωσία (βλ. https://www.sv-agency.udm.ru/sv/prices.htm), η τιμή ενός λίτρου γάλατος κυμαινόταν μεταξύ 18 και 30 ρουβλιών το 2009 και ενός μισόκιλου καρβελιού ψωμιού μεταξύ 15 και 20 ρουβλιών. Οι μέσες τιμές (24 και 17.5 ρούβλια, αντίστοιχα) αντιστοιχούσαν σε περίπου 54 λεπτά του ευρώ για το ένα λίτρο γάλα και 39 λεπτά του ευρώ για το μισόκιλο καρβέλι ψωμί, βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας εκείνης της περιόδου. Αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Ελλάδα η τιμή του ψωμιού ήταν 60-80 λεπτά τα 350 γραμμάρια, επομένως γύρω στο 1 ευρώ το μισόκιλο και το γάλα γύρω στα 1.2 ευρώ το λίτρο, θα διαπιστώσει ότι οι τιμές ήταν περίπου δύο με δυόμισι φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες στη Ρωσία, αναλογία δηλαδή παρόμοια με αυτή των τιμών της βενζίνης.
13. «Η Ρωσία έχει δισεκατομμυριούχους αλλά στερείται εκατομμυριούχων», άρθρο του περιοδικού Russia Briefing, 2/6/2011.