Η «καλοπέραση» των γερμανών εργαζόμενων είναι ένας μύθος που συντηρείται επί πολλά χρόνια. Με βάση το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική Γερμανία δίνει μερικά ψίχουλα παραπάνω στους εργαζόμενούς της για να διατηρήσει την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό, στύβοντας τους ξένους εργαζόμενους και τα υποτελή κράτη, πολλοί νομίζουν ότι οι εργαζόμενοι στην Γερμανία περνούν πλουσιοπάροχα. Δεν μιλάμε φυσικά για τα στελέχη των επιχειρήσεων που αμείβονται αδρά, αλλά για μια μεγάλη μερίδα γερμανών εργαζόμενων, η κατάσταση της οποίας δεν είναι καλή και χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο.
Στο παρόν σημείωμα θα αναφερθούμε στο κύμα των απεργιών που τους τελευταίους μήνες έχει «χτυπήσει» τη Γερμανία. Πρόκειται για το κύμα που κατά τα λεγόμενα γερμανών αξιωματούχων «δυσφημίζει την ανάπτυξη της χώρας» και μπορεί να μην αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τους γερμανούς κεφαλαιοκράτες, αποτελεί όμως μία ένδειξη της δυσαρέσκειας των εργαζόμενων στο εσωτερικό. Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρουμε παρακάτω έχουν παρθεί από το Ενιαίο Συνδικάτο Εργαζομένων στις Υπηρεσίες (ver.di), που παρά το γεγονός ότι αποτελεί μέρος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της χώρας, παρουσιάζει ένα εργασιακό τοπίο αρκετά διαφορετικό από αυτό που πολλοί νομίζουν.
Το κύμα των απεργιών που ξέσπασε τους τελευταίους μήνες ήταν, σύμφωνα με την Deutsche Welle (https://www.dw.com/en/germany-to-mark-record-year-for-strikes/a-18450024), το μεγαλύτερο από το 2006. Ηδη, οι μέρες απεργίας μέχρι σήμερα είναι πάνω από διπλάσιες σε σχέση με το σύνολο των απεργιών του περασμένου χρόνου. Μέχρι τα μέσα Μάη, υπολογίζονταν σε 350 χιλιάδες μέρες απεργίας, ενώ το 2014 καταγράφτηκαν 150 χιλιάδες. Αυτά τα στοιχεία αναφέρει το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW) της Κολωνίας, που είναι φιλικά προσκείμενο στους καπιταλιστές.
Μηχανοδηγοί:
Από το ξέσπασμα στο ξεπούλημα
Η απεργία των μηχανοδηγών τον περασμένο Μάη μπορεί να κράτησε μόνο μία βδομάδα, ήταν όμως η μεγαλύτερη στην ιστορία των γερμανικών σιδηροδρόμων. Ηταν η ένατη φορά μέσα σε έντεκα μήνες που οι εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, με τις προηγούμενες να έχουν στοιχίσει στην εταιρία πάνω από 220 εκ. ευρώ, σύμφωνα με στελέχη της τελευταίας. Την απεργία την ξεκίνησε το σωματείο των μηχανοδηγών GDL. Βασικό κίνητρό της ήταν να μη χαθεί η δυνατότητα του σωματείου να διαπραγματεύεται για τις συλλογικές συμβάσεις. Αυτή η δυνατότητα αφαιρούνταν από το εν λόγω σωματείο βάσει του νομοσχεδίου της κυβέρνησης που προέβλεπε ότι μόνο το μεγαλύτερο σωματείο (EVG) θα επιτρεπόταν πλέον να διαπραγματεύεται. Το τελευταίο είναι ένα καθαρά εργοδοτικό συνδικάτο, όπως έχουμε γράψει παλαιότερα (https://www.eksegersi.gr/issue/821/Διεθνή/23837.Περί-απεργιών-και-γραφειοκρατών-συνδικαλιστών).
Ετσι, το συνδικάτο των μηχανοδηγών ξεκίνησε μια απεργία που πέρα από το παραπάνω αίτημα διεκδικούσε αυξήσεις 5%, βελτίωση των ωραρίων για μια πραγματικά πενθήμερη εργασία και ελεύθερα Σαββατοκύριακα, καθώς και όριο 50 ωρών το χρόνο στις υπερωρίες. Μετά από πολλές παλινωδίες και παραπομπή στη διαιτησία, που συνέχισε τις διαπραγματεύσεις μετά το τέλος της απεργίας στις 21 Μάη, η εταιρία αποδέχτηκε τελικά τις αυξήσεις αυτές με τη συμφωνία της 1ης Ιούλη.
Η συμφωνία αυτή ήταν μια παγίδα για τους εργαζόμενους. Κι αυτό πρώτα απ’ όλα γιατί η εταιρία αποδέχτηκε μεν να δώσει αυξήσεις 5.1%, αλλά όχι όλες άμεσα. Ενα 3.5% θα δοθεί άμεσα και άλλο ένα 1.6% από 1η Μάη του 2016! Η μείωση των ωρών εργασίας κατά μία ώρα θα ισχύσει από το Γενάρη του 2018 και η μείωση των υπερωριών θα προκύψει από την πρόσληψη μόλις 300 μηχανοδηγών και 100 συνοδών σε σύνολο 34 χιλιάδων! Σε αντάλλαγμα γι’ αυτές τις «παραχωρήσεις», το σωματείο δεσμεύτηκε να μην απεργήσει μέχρι το Σεπτέμβρη του 2016 (https://www.handelsblatt.com/wirtschaft-handel-und-finanzen-roundup-2-einigung-im-bahn-tarifkonflikt-keine-streiks-mehr/11995874.html). Η απαγόρευση ουσιαστικά παρατείνεται μέχρι το Δεκέμβρη του 2020, αφού μέχρι τότε ισχύει η περίοδος «συμφιλίωσης», στην οποία η μία από τις δύο πλευρές μπορεί να πάει στη διαιτησία αν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις αποτύχουν. Η προσφυγή στη διαιτησία (που γίνεται όταν και τα δύο μέρη προσφύγουν σ’ αυτή) σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία συνεπάγεται υποχρεωτική «ειρήνευση», δηλαδή σταμάτημα των απεργιών. Το δικαίωμα προσφυγής στη διαιτησία από το ένα μόνο μέρος, δίνει στους εργοδότες τη δυνατότητα να απαγορεύσουν τις απεργίες μέχρι το Δεκέμβρη του 2020!
Ξέρετε ποιο είναι το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτή την υπόθεση; Οτι ένας από τους «διαιτητές» είναι ο πρωθυπουργός της Θουριγγίας Μπόντο Ράμελο, που είναι μέλος της Die Linke, του κόμματος που εμφανίζεται σαν ριζοσπαστικά αριστερό! Αυτός συμφώνησε μαζί με το σωματείο να μπει ταφόπλακα στις απεργίες για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Η απεργία των νηπιαγωγών
Μία από τις απεργίες που κράτησε για αρκετό χρονικό διάστημα ήταν αυτή των νηπιαγωγών. Η απεργία κράτησε για περίπου τέσσερις βδομάδες και τον περασμένο μήνα περίπου 50.000 εργαζόμενοι σε Φρανκφούρτη και Αμβούργο συμμετείχαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις του συνδικάτου τους ver.di, ζητώντας από την Ενωση Δημοτικών Εργοδοτών (VKA) αύξηση μισθών σε ποσοστό περίπου 10%, για περίπου 240.000 εργαζόμενους.
Οι εντατικοποιημένες συνθήκες εργασίας έπαιξαν κι αυτές το ρόλο τους στο ξέσπασμα της απεργίας. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέρει η διευθύντρια σε ένα μεγάλο βρεφονηπιακό σταθμό στη Φρανκφούρτη, η 53χρονη Μαριάνε Χίμπινγκερ. Πέντε χρόνια ήταν η εκπαίδευσή της, δυο χρόνια εκπαιδεύτηκε ως βοηθός κοινωνικού λειτουργού, δυο χρόνια ως εκπαιδευτικός και ένα χρόνο έκανε πρακτική άσκηση. «Με το πέρασμα των χρόνων οι απαιτήσεις της δουλειάς μας έχουν τελείως αλλάξει», λέει η Χίμπινγκερ και συμπληρώνει: «Πρέπει να συμβάλλουμε με το επάγγελμά μας στην ενσωμάτωση, το δικαίωμα για ίσες ευκαιρίες, τη γλωσσική επάρκεια των παιδιών, να φροντίζουμε το κάθε παιδί ξεχωριστά και να γράφουμε αναφορές, να βοηθάμε στο σχολείο, να ενσωματώνουμε τα παιδιά με ειδικές ανάγκες: Τόσες πολλές αρμοδιότητες!». Η Χίμπιγνκερ αποκαλύπτει ότι «κάποιοι συνάδελφοι δεν τα βγάζουν πέρα και κάνουν και δεύτερη δουλειά. Φυσικά, μετά δεν μπορούν να δουλέψουν και τόσο καλά» (https://www.verdi.de/themen/geld-tarif/soziale-berufe-aufwerten/++co++3ba34a46-006d-11e5-a26f-5254008a33df).
Στις 4 Ιούνη ξεκίνησαν στο Βερολίνο οι διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία. Ομως κατέληξαν άκαρπες. Οι δυο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαιτησία για να βρεθεί η πολυπόθητη λύση. Η διαιτησία ξεκίνησε στις 7 Ιούνη και η απεργία ανεστάλη, αφού -όπως επισημάναμε παραπάνω- σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία όταν τα δύο μέρη πάνε σε διαιτησία επιβάλλεται υποχρεωτικά «ειρήνευση».
Στις 23 Ιούνη, οι εκπρόσωποι της διαιτησίας (ο ένας ήταν πρώην πρωθυπουργός του κρατιδίου της Σαξωνίας από τo CDU, και ο άλλος ο πρώην δήμαρχος του Αννόβερου από το SPD) επισφράγησαν τη λήξη της απεργίας και την επίτευξη κοινά αποδεκτής συμφωνίας. Η συμφωνία προέβλεπε αυξήσεις από 2% έως 4.5%. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποδέχτηκε δηλαδή, μετά από τέσσερις βδομάδες απεργία, αυξήσεις κάτω από το μισό της αρχικής διεκδίκησης κι αυτές όχι για όλες τις κατηγορίες των εργαζόμενων! Επόμενο ήταν να υπάρξουν γκρίνιες και μέσα στους κόλπους της. Κάποιοι κατήγγειλαν ότι υπήρξε «καπέλωμα», καθώς δεν υπήρξε συναπόφαση, ούτε και επαρκείς συζητήσεις μέσα στο σωματείο για την απόφαση της διαιτησίας. Για την ώρα, αυτές οι γκρίνιες δεν αποτελούν πρόβλημα για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αντανακλούν όμως τη δυσαρέσκεια που υπήρξε μέσα στους εργαζόμενους από το ξεπούλημα της απεργίας.
Στο κάτεργο της Amazon
Οι απεργίες στην Amazon έχουν παρελθόν. Είχαν ξεκινήσει από το 2013, όταν οι εργαζόμενοι ζητούσαν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αρνούνταν να συνάψουν οι καπιταλιστές. Οι τελευταίοι αρνούνταν να πληρώσουν επίδομα αδείας στους εργαζόμενους και έδιναν για ξεκάρφωμα ένα ευτελές ποσό ως «χριστουγεννιάτικο δώρο».
Οι συνθήκες εργασίας ήταν εξοντωτικές και ο έλεγχος ασφυκτικός. Οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας έχουν ως αποτέλεσμα τα υψηλά ποσοστά ασθένειας που φτάνουν έως το 20% (https://www.verdi.de/themen/nachrichten/++co++2a168e70-18fd-11e5-be81-52540059119e). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυθαιρεσίας των αφεντικών ήταν η μείωση της άδειας από 29 μέρες σε 28 στη Λειψία κατά παράβαση της συλλογικής σύμβασης εργασίας που προβλέπει 30 μέρες άδεια.
Μετά από τις απεργίες του περσινού καλοκαιριού και των Χριστουγέννων, οι εργαζόμενοι στην αμερικάνικη πολυεθνική κατέβηκαν ξανά σε απεργία στις 22 Ιούνη. Αίτημά τους η αναγνώρισή τους ως εργαζόμενων στο εμπόριο και όχι στα logistics. Αυτό θα σήμαινε αύξηση κατά ένα ευρώ στις ωριαίες αποδοχές τους, έτσι ώστε αυτές να φτάσουν τα 11.5-12 ευρώ την ώρα. Ούτε όμως το ένα ευρώ ήταν διατεθειμένα να δώσουν τα αφεντικά της Amazon και η απεργία που κράτησε μόλις ένα τριήμερο σταμάτησε χωρίς την ικανοποίηση των αιτημάτων της.
Η άκαμπτη στάση των καπιταλιστών και του κράτους τους δεν περιορίστηκε στις παραπάνω απεργίες αλλά και στις άλλες που ξέσπασαν, για τις οποίες θα γράψουμε στο επόμενο φύλλο.