Σε περιφερειακή σύγκρουση έχει εξελιχθεί η πολιτική αναμέτρηση για τον έλεγχο της εξουσίας που έχει ξεσπάσει από τον Αύγουστο του 2014 στην Υεμένη, με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς εναντίον θέσεων της πολιτοφυλακής των Χούτι και των συμμάχων τους. Επικεφαλής της πολεμικής συμμαχίας που έχει εξαπολύσει την «Επιχείρηση αποφασιστική καταιγίδα» είναι η σαουδαραβική μοναρχία συνεπικουρούμενη από τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (δηλαδή το Κατάρ, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ και το Ομάν), καθώς και από την Ιορδανία, το Μαρόκο και την Αίγυπτο. Οι Αμερικάνοι, που έδωσαν το πράσινο φως για την επιχείρηση, δε συμμετέχουν άμεσα με στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά επίσημα παρέχουν υλικοτεχνική υποστήριξη και προφανώς κατευθύνουν όλη την επιχείρηση. Οπως πολύ εύστοχα σχολιάζει σε σχετικό άρθρο του ο γνωστός βρετανός δημοσιογράφος Πάτρικ Κόκμπερν, «η κωδική ονομασία της επιχείρησης μάλλον είναι ένδειξη για το τι η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της θα ήθελαν να συμβεί στην Υεμένη παρά για τι πραγματικά θα συμβεί».
Η Υεμένη είναι η φτωχότερη και η λιγότερο αναπτυγμένη αραβική χώρα, που συνορεύει βόρεια με τη Σαουδική Αραβία, ανατολικά με το Ομάν και βρέχεται δυτικά από την Ερυθρά Θάλασσα και νότια από τον Κόλπο του Αντεν και την Αραβική Θάλασσα. Το στενό Μπαμπ αλ Μαντέμπ στο νοτιοδυτικό άκρο της χώρας, από το οποίο περνούν καθημερινά περισσότερα από 3 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα με κατεύθυνση τη διώρυγα του Σουέζ, είναι ζωτικής σημασίας ενεργειακή πύλη για την Ευρώπη, την Ασία και τις ΗΠΑ. Ακριβώς λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης στο νότιο τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου, η χώρα είναι πεδίο ανταγωνισμού τόσο μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσο και μεταξύ περιφερειακών δυνάμεων που επιδιώκουν να επεκτείνουν την επιρροή τους στην περιοχή.
Οι πρωταγωνιστές
Οι Χούτι
Αποτελούν το 30% των 23 εκατομμυρίων περίπου του πληθυσμού της χώρας και ακολουθούν την αίρεση Ζάιντι του σιιτικού Ισλάμ, που υπάρχει μόνο στην Υεμένη. Εχουν παράδοση θρησκευτικής ανοχής απέναντι σε άλλες θρησκείες, προσεύχονται στα ίδια τζαμιά με τους σουνίτες και συνυπήρχαν ειρηνικά για αιώνες. Ζουν κυρίως στο βόρειο ορεινό τμήμα της χώρας, που συνορεύει με τη Σαουδική Αραβία. Οι εμπειροπόλεμες πολιτοφυλακές των Χούτι σε συνεργασία με μεγάλο τμήμα του στρατού που έχει δεσμούς με τον πρώην πρόεδρο Αλί Αμπουντάλ Σάλεχ έχουν καταφέρει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το βόρειο και όλο σχεδόν το δυτικό τμήμα της χώρας προς την Ερυθρά Θάλασσα και να προελάσουν πρόσφατα με εντυπωσιακή ταχύτητα μέχρι τα περίχωρα του Αντεν στο νότο.
Ο Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ
Πρόεδρος της Υεμένης την περίοδο 1978 – 2011, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά τη λαϊκή εξέγερση του 2011, με πρωταγωνιστή τη νεολαία, με βασικό αίτημα αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα. Με τη συμφωνία μεταβίβασης της εξουσίας που υπογράφηκε το Νοέμβρη του 2011 από τον Αμπντουλάχ Σάλεχ και πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, σε συμφωνία με το Λευκό Οίκο και με τη μεσολάβηση των μοναρχιών του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, ο Σάλεχ παραιτήθηκε και ορίστηκε ως προσωρινός πρόεδρος ο επί χρόνια αντιπρόεδρος και στενός συνεργάτης του Μανσούρ Χάντι. Στο δικτάτορα Σάλεχ δόθηκε ασυλία και το δικαίωμα να παραμείνει στη χώρα, ενώ οι έμπιστοί του συνέχισαν να διατηρούν ισχυρές θέσεις στην κυβέρνηση, στο στρατό και στις δυνάμεις Ασφάλειας. Ο Σάλεχ κατηγορείται ότι συνεργάζεται με τους Χούτι για να προωθήσει το γιο του Αχμέντ, ανώτερο αξιωματικό της Προεδρικής Φρουράς, στην προεδρία της χώρας.
Ο Μανσούρ Χάντι
Ηταν ο μοναδικός υποψήφιος και κατά συνέπεια ο νικητής των προεδρικών εκλογών του 2012. Υπήρξε πιστός σύμμαχος του Λευκού Οίκου στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», επιτρέποντας την εγκατάσταση πληθώρας στρατιωτικών συμβούλων και ειδικών δυνάμεων του αμερικάνικου στρατού στη χώρα και παρέχοντας πλήρη ελευθερία στην πραγματοποίηση επιθέσεων από μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε θέσεις «τρομοκρατών», με θύματα πολλούς άμαχους. Το γεγονός ότι οι δυνάμεις στο στρατό που τον υποστήριζαν κατατροπώθηκαν, χωρίς να προβάλλουν ουσιαστική αντίσταση, από τις πολιτοφυλακές των Χούτι και των συμμάχων τους στο στρατό, αποδεικνύει ότι είχε περιορισμένη επιρροή, εκτός από την κοινωνία, στον κρατικό μηχανισμό.
Η Αλ – Κάιντα
Η Υεμένη είναι η βάση της Αλ – Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, που θεωρείται από τους Αμερικάνους το πιο επικίνδυνο παρακλάδι του δικτύου της Αλ – Κάιντα. Εκτός από τις επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων στην Υεμένη, τη συνδέουν με μια σειρά αποτυχημένες απόπειρες εναντίον αμερικάνικων στόχων καθώς και με την επίθεση στο γαλλικό σατιρικό περιοδικό τον περασμένο Γενάρη.
Διατηρεί υπό τον έλεγχό της τμήματα της απομακρυσμένης νότιας και ανατολικής Υεμένης και θεωρείται βέβαιο ότι θα κερδίσει έδαφος εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας και τον πόλεμο εναντίον των Χούτι, έχοντας ήδη συνάψει συνεργασία με κάποιους σουνίτες φύλαρχους στη νότια Υεμένη που υποστηρίζουν τον Χάντι.
Την παρουσία του στην Υεμένη έχει κάνει και το Ισλαμικό Μέτωπο, το οποίο μάλιστα ανέλαβε την ευθύνη για δύο επιθέσεις στις 20 Μάρτη σε τζαμιά που προσεύχονταν Χούτι στη Σανάα, προκαλώντας το θάνατο 130 ανθρώπων.
Το νότιο αποσχιστικό κίνημα
Η βόρεια και η νότια Υεμένη ενώθηκαν το 1990. Ομως το 1994 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και ο στρατός του καθεστώτος Σάλεχ τσάκισε το αποσχιστικό κίνημα στο νότο. Τακτική καταστολής αυτού του κινήματος, που ενισχύθηκε στη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης του 2011, ακολούθησε και η κυβέρνηση του Μανσούρ Χάντι. Οι οπαδοί του αποσχιστικού κινήματος υποστηρίζουν ότι όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις ακολουθούν πολιτική διακρίσεων σε βάρος της νότιας Υεμένης και αρπάζουν τους φυσικούς πόρους της (κυρίως το πετρέλαιο). Μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας Σανάα από τους Χούτι και την παραίτηση του προέδρου Χάντι και της κυβέρνησής του, εκπρόσωποι του κινήματος και κάποιοι κυβερνήτες των οχτώ επαρχιών της νότιας Υεμένης δήλωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν την εξουσία της Σανάα και ύψωσαν τις παλιές σημαίες της ανεξάρτητης Νότιας Υεμένης σε δημόσια κτίρια. Είναι βέβαιο ότι οι συνθήκες ευνοούν την ενίσχυση του αποσχιστικού κινήματος και κατά συνέπεια αυξάνουν τον κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Οι ΗΠΑ
Τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο Ομπάμα παρουσίασε το πρόγραμμα επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη με στόχο την Αλ – Κάιντα στην Υεμένη ως ένα επιτυχές μοντέλο της αμερικάνικης στρατηγικής ενάντια στην «τρομοκρατία», προσθέτοντας ότι θα χρησιμοποιούσε το μοντέλο της Υεμένης στην προσπάθειά του να «αποδυναμώσει και τελικά να καταστρέψει» το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) στο Ιράκ και στη Συρία. Σήμερα, η αμερικάνικη «αντιτρομοκρατική» στρατηγική στην Υεμένη έχει καταρρεύσει. Το αμερικάνικο στρατιωτικό και διπλωματικό προσωπικό έχει αποχωρήσει, η αμερικάνικη πρεσβεία στη Σανάα έχει κλείσει, η αεροπορική βάση Αλ – Ανάντ, έδρα της CIA και των ειδικών δυνάμεων του αμερικάνικου στρατού, έχει καταληφθεί από τους Χούτι και οι επιθέσεις εναντίον της Αλ – Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο έχουν σταματήσει. Το χάος, το κενό εξουσίας και οι συνεχιζόμενοι βομβαρδισμοί κατά των Χούτοι και των συμμάχων τους στο στρατό είναι βέβαιο ότι προσφέρουν ασφαλές και εύφορο έδαφος για την ενίσχυση της Αλ – Κάιντα στην Υεμένη.
Μετά τους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η αμερικάνικη στρατηγική στον πόλεμο εναντίον της «τρομοκρατίας» σε άλλες χώρες βασίζεται, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Associated Press», με τίτλο «Η Υεμένη στο χάος», στο δόγμα: «χτυπάμε τους εξτρεμιστές από τον αέρα, ενισχύουμε την ικανότητα των ξένων κυβερνήσεων και αποφεύγουμε να στέλνουμε μεγάλο αριθμό στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφος σε επικίνδυνες χώρες». Και προσθέτει: «Μετά την εκλογή του Ομπάμα, οι ΗΠΑ έχουν ρίξει εκατομμύρια δολάρια σε προσπάθειες για να σταθεροποιήσουν την κυβέρνηση της Υεμένης και να ενισχύσουν τις δυνάμεις Ασφάλειάς της. …Τώρα, ουσιαστικά όλα τα στρατεύματα της Υεμένης που είχαν δουλέψει με το αμερικάνικο στρατιωτικό προσωπικό έχουν εμπλακεί με τη μια ή την άλλη πλευρά των αντιπάλων, είτε με τα υπολείμματα της κυβέρνησης Χάντι, είτε με τους υποστηρικτές του πρώην προέδρου Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ, είτε με τους Χούτι».
Σαουδική Αραβία και Ιράν
Η σαουδαραβική μοναρχία τάσσεται ενάντια στον έλεγχο της Υεμένης από τους Χούτι, κατ’ αρχήν γιατί, όντας σε ανταγωνισμό με το Ιράν για αύξηση της επιρροής τους στην περιοχή, δεν θέλει να έχει στα νότια σύνορά της ένα καθεστώς που θα έχει δεσμούς με το Ιράν. Επιπλέον, θεωρεί το κίνημα των Χούτι, λόγω της πολιτικής του φυσιογνωμίας (τάσσεται ενάντια στις ξένες επεμβάσεις και την κυβερνητική διαφθορά και το βασικό του σύνθημα είναι «Θάνατος στην Αμερική, θάνατος στο Ισραήλ»), ως αναξιόπιστο εταίρο στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» και ως αποσταθεροποιητική δύναμη για τη Σαουδική Αραβία, καθώς ο Οίκος των Σαούδ έχει προβλήματα με τη «δική του» σιιτική μειονότητα που ζει στην πετρελαιοφόρα ανατολική επαρχία της χώρας και με την εξέγερση του σιιτικού πληθυσμού στο Μπαχρέιν, που αντιμετωπίζονται μέχρι τώρα με σκληρά μέτρα καταστολής.
Σημειωτέον ότι η Σαουδική Αραβία είχε προσφέρει ολόπλευρη υποστήριξη στους έξι πολέμους που εξαπέλυσε το καθεστώς του Αμπντουλάχ Σάλεχ εναντίον των Χούτι την περίοδο 2004 – 2010, ενώ σαουδαραβικά στρατεύματα με την υποστήριξη της αεροπορίας είχαν πραγματοποιήσει χερσαία εισβολή στη βόρεια Υεμένη εναντίον των Χούτι την περίοδο 2009 – 2010, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 130 νεκρούς σαουδάραβες στρατιώτες.
Το Ιράν μέσω των σιιτικών κοινοτήτων έχει αυξήσει την επιρροή του σε Ιράκ, Συρία και Λίβανο και προφανώς επιδιώκει το ίδιο και στην Υεμένη, υποστηρίζοντας πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά το κίνημα των Χούτι.
Το ιστορικό της κρίσης
Οι ρίζες της σημερινής σύγκρουσης στην Υεμένη βρίσκονται στη δεκαετία του 2000. Τον Ιούνιο του 2004, ο τότε πρόεδρος Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ έστειλε κυβερνητικά στρατεύματα να συλλάβουν το Χουσεΐν αλ – Χούτι, χαρισματικό κληρικό και πρώην βουλευτή, με συνεχώς αυξανόμενη δημοτικότητα, ο οποίος ασκούσε σκληρή κριτική για τη συμμαχία της κυβέρνησης με τις ΗΠΑ, για την περιθωριοποίηση και την υπανάπτυξη της βόρειας επαρχίας Σάαντα, τόπο καταγωγής του, και για την αχαλίνωτη κυβερνητική διαφθορά. Ο Χουσεΐν αλ – Χούτι δολοφονήθηκε μαζί με μερικούς οπαδούς του, αλλά το κίνημα που έγινε γνωστό με το όνομά του, αναπτύχθηκε υπό την ηγεσία του νεότερου αδελφού του και σημερινού ηγέτη Αμπντούλ Μαλέκ αλ – Χούτι, και σφυρηλατήθηκε μέσα από έξι πολέμους που εξαπέλυσε εναντίον των Χούτι ο δικτάτορας Σάλεχ την περίοδο 2004 – 2010.
Το κίνημα των Χούτι πήρε μέρος στη λαϊκή εξέγερση του 2011 ενάντια στο καθεστώς του Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ και κατάφερε, εκμεταλλευόμενο το κενό εξουσίας, να επεκτείνει την επιρροή του έξω από τις δημογραφικά παραδοσιακές περιοχές των Χούτι, νότια προς την πρωτεύουσα Σανάα. Η συμφωνία μεταβίβασης της εξουσίας από το Σάλεχ στο Μανσούρ Χάντι, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και των μοναρχιών του Κόλπου, άφησε για άλλη μια φορά στο περιθώριο το κίνημα των Χούτι, που ανέλαβε το ρόλο αντιπολίτευσης ασκώντας σκληρή κριτική στην κυβέρνηση Χάντι, η οποία το μόνο έργο που έχει να επιδείξει είναι η στενή συνεργασία με τους Αμερικάνους στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας».
Τον Αύγουστο του 2014, χιλιάδες Χούτι έκλεισαν τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας και άρχισαν καθιστικές διαδηλώσεις έξω από υπουργεία, απαιτώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και την επαναφορά των επιδοτήσεων που είχαν κοπεί τον Ιούλιο στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Στις 21 Σεπτέμβρη του 2014, οι πολιτοφυλακές των Χούτι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πρωτεύουσα Σανάα. Κίνηση που πολλοί άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με τους Χούτι υποδέχτηκαν με ανακούφιση απηυδισμένοι από τα έργα της κυβέρνησης Χάντι. Σύντομα, εκπρόσωποι των Χούτι υπέγραψαν συμφωνία με τον πρόεδρο Χάντι και άλλες πολιτικές δυνάμεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον τεχνοκράτη Χαλέντ Μπάχα. Ομως η ένταση ανάμεσα στους Χούτι και τους υπόλοιπους συνέχισε να αυξάνεται κυρίως για το ζήτημα της μεταρρύθμισης του συντάγματος, με αποκορύφωμα την παραίτηση του προέδρου Χάντι και του πρωθυπουργού στις 22 Γενάρη. Ενα μήνα αργότερα, στις 21 Φλεβάρη, ο Μανσούρ Χάντι κατέφυγε στο Αντεν, τη δεύτερη πιο σημαντική πόλη και εμπορικό κέντρο της χώρας, την οποία όρισε ως «προσωρινή πρωτεύουσα της Υεμένης». Ανακάλεσε την παραίτησή του και χαρακτήρισε την προέλαση των Χούτι προς το νότο «πραξικόπημα κατά της συνταγματικής νομιμότητας». Ωστόσο, η ταχύτατη προέλαση των Χούτι και σημαντικού τμήματος του στρατού, χωρίς ουσιαστική αντίσταση, με κατεύθυνση το Αντεν, ανάγκασε το Μανσούρ Χάντι να εγκαταλείψει και το Αντεν στις 25 του Μάρτη και να καταφύγει στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Στις 26 του Μάρτη ξεκίνησαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί από την πολεμική συμμαχία με επικεφαλής τη σαουδαραβική μοναρχία.
Οι βομβαρδισμοί δεν αρκούν
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να σταματήσουν την προέλαση στο νότο των Χούτι και των συμμάχων τους στο στρατό. Μετά από σφοδρές συγκρούσεις με δυνάμεις σουνιτών φυλάρχων και τμήματος του στρατού πιστό στον Χάντι, που επεχείρησαν να τους σταματήσουν στα περίχωρα της πόλης, τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Reuters» (1/4/15), χούτι μαχητές και οι σύμμαχοί τους έχουν προωθηθεί με μια φάλαγγα τανκς σε κεντρική περιοχή του Αντεν, την περιοχή Khor Maksar, και όπως φαίνεται, η κατάληψη της πόλης είναι ζήτημα χρόνου.
Ο σαουδάραβας βασιλιάς Σαλμάν κηρύσσοντας τον πόλεμο εναντίον των Χούτι διακήρυξε ότι οι βομβαρδισμοί δεν θα σταματήσουν αν δεν αποκατασταθεί η νομιμότητα, η ασφάλεια και η ενότητα στην Υεμένη. Και επειδή γνωρίζει ότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί δεν αρκούν για να κερδηθεί ένας πόλεμος, απείλησε εξαρχής ότι θα ακολουθήσει χερσαία επέμβαση. Τώρα όμως που τα πράγματα ζορίζουν με την επικείμενη κατάληψη και του Αντεν και ο υπουργός Αμυνας του Χάντι ζητά κατεπειγόντως την έναρξη χερσαίας επέμβασης, οι Σαουδάραβες μασάνε τα λόγια τους. «Μπορεί να γίνει μια περιορισμένη χερσαία επιχείρηση, σε συγκεκριμένες περιοχές, σε συγκεκριμένο χρόνο. Αλλά μην περιμένετε ότι θα γίνει μια αυτόματη προσφυγή σε χερσαία επιχείρηση», ήταν η απάντηση του σαουδάραβα ταξίαρχου Αχμέντ Ασέρι, εκπροσώπου του πολεμικού συνασπισμού.
Μια χερσαία επιχείρηση είναι βέβαιο ότι θα σύρει τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους τους σε ένα παρατεταμένο πόλεμο που δεν μπορούν να κερδίσουν. Η Υεμένη ήταν ανέκαθεν εχθρική απέναντι σε ξένους εισβολείς. Το έδαφός της είναι αφιλόξενο και τραχύ και οι Χούτι, βετεράνοι έξι πολέμων εναντίον τους από το καθεστώς Σάλεχ, γνωρίζουν τα βουνά της βορειοδυτικής Υεμένης με κλειστά μάτια.
Είναι βέβαιο ότι ο Λευκός Οίκος, η σαουδαραβική μοναρχία και οι σύμμαχοί τους δεν θέλουν να τραβήξει πολύ αυτός ο πόλεμος, που απειλεί να προκαλέσει το διαμελισμό της Υεμένης, να τη μετατρέψει σε νέα Λιβύη και να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο τη Μέση Ανατολή. Παρόλο που μέχρι στιγμής δεν κάνουν λόγο για διαπραγματεύσεις και απαιτούν την επιστροφή του Χάντι στην εξουσία και την υποχώρηση άνευ όρων των Χούτι, είναι φανερό ότι δεν μπορούν να αγνοήσουν ούτε τους Χούτι ούτε το συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί και δεν φαίνεται να αλλάζει γρήγορα. Αυτό που κυρίως φαίνεται να επιδιώκουν με τους βομβαρδισμούς είναι να ενισχύσουν τη θέση του Χάντι και να αποδυναμώσουν τους Χούτι για να τους αναγκάσουν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχτούν μια πολιτική λύση που θα ικανοποιεί τους εισβολείς. Στο μεταξύ θα χύνεται για ξένες σημαίες το αίμα του λαού της Υεμένης, που εκτός των άλλων, θρηνεί ήδη τουλάχιστον 62 νεκρά παιδιά, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τουλάχιστον 35 νεκρούς εργάτες από βομβαρδισμό εργοστασίου γαλακτοκομικών κοντά σε στρατόπεδο, στο λιμάνι Χοντάιντα της Ερυθράς Θάλασσας την 1η Απρίλη και 19 νεκρούς από βομβαρδισμό προσφυγικού στρατοπέδου στη βόρεια Υεμένη στις 30 Μάρτη.








