Ακαρπο παραμένει μέχρι στιγμής το άγριο ανθρωποκυνηγητό που έχουν εξαπολύσει οι δυνάμεις καταστολής της Υεμένης, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, για τη σύλληψη των 23 «επικίνδυνων τρομοκρατών» που δραπέτευσαν στις 3 Φεβρουαρίου, μέσω ενός τούνελ 150 μέτρων, από τη φυλακή που βρίσκεται στα κεντρικά γραφεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών του στρατού στο κέντρο της πρωτεύουσας Σανά.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι προσφέρει αμοιβή 27.800 δολαρίων σε όποιον δώσει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη των φυγάδων, ενώ οι έρευνες συνεχίζονται εντατικά σ’ όλη τη χώρα. Στις έρευνες συμμετέχουν και αμερικάνικα πολεμικά πλοία, που περιπολούν στις ακτές της Υεμένης.
Παράλληλα, έχουν συλληφθεί και ανακρίνονται 105 άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι συγγενείς και φίλοι των φυγάδων. Ανάμεσά τους είναι και 7 άτομα από το προσωπικό ασφάλειας της φυλακής, που θεωρούνται ύποπτοι για την παροχή πληροφοριών και εργαλείων στους δραπέτες. Σύμφωνα με το «Associated Press», υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Ασφάλειας της Υεμένης αποκάλυψε ότι οι Αμερικάνοι ζήτησαν να ανακρίνουν τους συλληφθέντες, αλλά το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό.
Η απόδραση των 23 ισλαμιστών μαχητών έχει εξοργίσει το Λευκό Οίκο, γιατί ανάμεσά τους βρίσκονται δύο από τους θεωρούμενους «πολύ επικίνδυνους τρομοκράτες». Ο Τζαμάλ αλ – Μπαντάουι, που είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 15 χρόνων, με την κατηγορία ότι σχεδίασε και οργάνωσε την επίθεση στο αμερικάνικο αντιτορπιλικό USS Cole τον Οκτώβριο του 2000, κατά την οποία σκοτώθηκαν 17 αμερικάνοι στρατιώτες. Και ο Φαουάζ Γιαχία αλ – Ραμπί, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για συμμετοχή στην επίθεση το 2002 στο γαλλικό τάνκερ Λίμπουργκ.