Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες ακόμη και για μερική κατάπαυση του πυρός με βάση τη συμφωνία που υπογράφτηκε στις 12 Φλεβάρη στο Μόναχο από τη «Διεθνή Ομάδα Υποστήριξης στη Συρία» (ISSG) μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις. Ακόμη κι αυτοί που πρωτοστάτησαν και επέβαλαν τη συμφωνία, οι υπουργοί πολέμου των ΗΠΑ και της Ρωσίας, εξέφρασαν με δηλώσεις τους έντονο σκεπτικισμό για τις δυνατότητες υλοποίησής της. Ο μεν Τζον Κέρι είπε ότι πρόκειται για «δεσμεύσεις μόνο στα χαρτιά», ο δε Σεργκέι Λαβρόφ έδωσε 49% πιθανότητες για την εφαρμογή της.
Η σύνοδος του Μονάχου, στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από 20 χώρες, μεταξύ των οποίων αραβικές χώρες, το Ιράν, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, η Κίνα, η Γαλλία, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, κατέληξε σε μια συμφωνία η οποία αποτυπώνει το συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή στη Συρία, που είναι σαφώς υπέρ του καθεστώτος Ασαντ και των συμμάχων του.
Η συμφωνία του Μονάχου
Δύο είναι τα βασικά σημεία της συμφωνίας. Το πρώτο προβλέπει προσωρινή παύση των εχθροπραξιών μέσα σε μια βδομάδα. Στο σημείο αυτό υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ ΗΠΑ, που ήθελαν άμεση κατάπαυση του πυρός για να σταματήσει η προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων, και της Ρωσίας, που ήθελε την έναρξη της εκεχειρίας την 1η του Μάρτη προκειμένου να ανακτήσουν περισσότερο έδαφος οι κυβερνητικές δυνάμεις και συνεπώς να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ομως το πιο σημαντικό είναι ότι από την κατάπαυση του πυρός εξαιρούνται το ΙSIS και το Μέτωπο αλ-Νούσρα, που έχουν χαρακτηριστεί «τρομοκρατικά» κινήματα από τον ΟΗΕ, αλλά και «άλλες οργανώσεις που χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές». Το δεύτερο σημείο είναι η άμεση παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στις πόλεις που πολιορκούνται είτε από τον κυβερνητικό στρατό είτε από τους αντάρτες.
Την εφαρμογή της προσωρινής εκεχειρίας θα παρακολουθεί μια ειδική ομάδα, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στην οποία συμπροεδρεύουν η Ρωσία και οι ΗΠΑ και συμμετέχουν πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι καθώς και μέλη της «Διεθνούς Ομάδας Υποστήριξης στη Συρία», τα οποία ασκούν επιρροή στις ένοπλες ομάδες της αντιπολίτευσης ή είναι σύμμαχοι της συριακής κυβέρνησης. Η ίδια ομάδα θα ορίσει ποια μέρη της Συρίας ελέγχονται από το ISIS, το Μέτωπο αλ-Νούσρα και οποιαδήποτε άλλη οργάνωση χαρακτηρίζεται τρομοκρατική.
Κερδισμένη η Ρωσία
Είναι ολοφάνερο ότι η συμφωνία αυτή ευνοεί τη Ρωσία, γιατί την αφήνει ουσιαστικά ελεύθερη να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς. Πρώτον, γιατί οι εμπλεκόμενες πλευρές δεν συμφωνούν μέχρι στιγμής ούτε πρόκειται να συμφωνήσουν σύντομα στο ποιες άλλες οργανώσεις είναι «τρομοκρατικές». Συνεπώς οι ρωσικοί βομβαρδισμοί μπορούν να συνεχιστούν αδιάκριτα, αφού το Κρεμλίνο θεωρεί όλες τις ένοπλες ομάδες που πολεμούν το καθεστώς Ασαντ «τρομοκρατικές». Και δεύτερον, γιατί, εκτός από τις περιοχές που ελέγχονται από το ISIS, στις υπόλοιπες περιοχές τα πράγματα δεν είναι «καθαρά». Οι αποκαλούμενοι «μετριοπαθείς» αντάρτες, όπου υπάρχουν, συνεργάζονται με ισλαμικές ακόμη και υπερσυντηρητικές ισλαμικές ομάδες, που είναι και οι ισχυρότερες, όπως το Νούσρα και το Αχράρ αλ-Σαμ. Για παράδειγμα, στην επαρχία Ιντλίμπ, στο ανατολικό τμήμα της πόλης του Χαλεπιού που ελέγχεται από τους αντάρτες και στο βόρειο τμήμα της επαρχίας του Χαλεπιού, όπου προελαύνουν από τις αρχές Φλεβάρη οι κυβερνητικές δυνάμεις, έχει ισχυρή παρουσία το Νούσρα, το οποίο όμως επιχειρεί ως τμήμα ενός μεγαλύτερου συνασπισμού, του Jaish al-Fatah, που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία. Στο συνασπισμό αυτό συμμετέχουν πολλές μικρότερες ομάδες, από «μετριοπαθείς» μέχρι υπερσυντηρητικές ισλαμικές ομάδες, με πιο σημαντική την Αχράρ αλ-Σαμ.
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (17 Φλεβάρη) αρχίζει να υλοποιείται το δεύτερο σημείο της συμφωνίας του Μονάχου, δηλαδή η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε εφτά πολιορκημένες πόλεις ύστερα από συνεννόηση του ΟΗΕ με τη συριακή κυβέρνηση, ενώ οι εχθροπραξίες και οι ρωσικοί βομβαρδισμοί συνεχίζονται.
Ενδεικτικά, μετά το σπάσιμο της τρίχρονης πολιορκίας των σιιτικών πόλεων Νουμπούλ και Ζαχράα στις 3 Φλεβάρη που έδωσε τη δυνατότητα στον κυβερνητικό στρατό να κόψει το βασικό αυτοκινητόδρομο ανεφοδιασμού που συνδέει το ανατολικό τμήμα της πόλης του Χαλεπιού, το οποίο ελέγχεται από τους αντάρτες, με το βόρειο τμήμα της επαρχίας και με την Τουρκία, οι κυβερνητικές δυνάμεις προελαύνουν καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία και χωριά γύρω από το ανατολικό Χαλέπι με στόχο να το περικυκλώσουν πλήρως.
Παράλληλα, στρέφονται ανατολικά με στόχο το προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους, την επαρχία Ράκα. Ηδη κινούνται για πρώτη φορά μετά το 2014 μέσα στην επαρχία Ράκα, έχοντας καταλάβει στρατηγικής σημασίας περιοχές κατά μήκος του δρόμου Σαλαμίγια – Ράκα, με πρώτο στόχο την κατάληψη της περιοχής Τάμπακα, όπου βρίσκεται μια στρατιωτική βάση η οποία καταλήφθηκε από το ISIS το 2014. Προφανώς, η κίνηση αυτή στοχεύει να προκαταλάβει την αποστολή στρατευμάτων από τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Κατάρ, ενάντια στο ISIS, με την υποστήριξη φυσικά των ΗΠΑ. Σημειωτέον ότι ο αμερικάνος υπουργός πολέμου Αστον Κάρτερ, μετά την συνάντησή του στις Βρυξέλλες στις 12 Φλεβάρη με τον ομόλογό του από τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, ανακοίνωσε ότι τα Εμιράτα συμφώνησαν να αναπτύξουν ειδικές δυνάμεις στη Συρία για να βοηθήσουν σουνίτες άραβες μαχητές να καταλάβουν τη Ράκα. Οποιος καταλάβει τη Ράκα δεν θα κερδίσει μόνο ένα στρατηγικό πλεονέκτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Συρίας αλλά και τον έλεγχο των πετρελαίων της περιοχής.
Οι αντιδράσεις της Αγκυρας
Η ήδη πολύπλοκη κατάσταση στο συριακό πόλεμο περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από την οργισμένη αντίδραση της Αγκυρας στην κατάληψη εδαφών στο Βόρειο Χαλέπι από τις «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις», στις οποίες η βασική δύναμη είναι η πολιτοφυλακή «Δυνάμεις Λαϊκής Προστασίας» των Κούρδων της Συρίας, με την υποστήριξη ρωσικών βομβαρδισμών. Μετά την κατάληψη στις 7 Φλεβάρη των πόλεων Ντέιρ Τζαμάλ και Μαρανάζ, οι «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις» κατέλαβαν στις 11 Φλεβάρη από τους αντάρτες την αεροπορική βάση Μενίγ και στις 15 Φλεβάρη την πόλη Ταλ Ριφάατ, ανοίγοντας το δρόμο για την κατάληψη της στρατηγικής σημασίας πόλης Αζάζ, του τελευταίου προπύργιου των ανταρτών πριν από τα τουρκικά σύνορα και το συριακό συνοριακό πέρασμα Μπαμπ αλ-Σαλάμ.
Η επικείμενη κατάληψη της Αζάζ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την κυβέρνηση Ερντογάν, γιατί σημαίνει κλείσιμο των συνόρων της Τουρκίας με την επαρχία του Χαλεπιού και της γραμμής ανεφοδιασμού των ανταρτών με τρόφιμα, όπλα και μαχητές. Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί από το τουρκικό πυροβολικό στο συριακό έδαφος της στρατιωτικής βάσης Μενίγ και άλλων περιοχών που είχαν καταλάβει οι Κούρδοι και τα τελεσίγραφα να αποχωρήσουν από όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει και ότι η Τουρκία δε θα επιτρέψει ποτέ να καταληφθεί η πόλη Αζάζ. Συν τοις άλλοις, η κυβέρνηση Ερντογάν υποστηρίζει ότι χωρίς χερσαία στρατιωτική επέμβαση (για την ανατροπή φυσικά του Ασαντ και την καταστολή των Κούρδων ) δεν μπορεί να τερματιστεί ο πόλεμος και ταυτόχρονα προωθεί ξανά την πρόταση για τη δημιουργία μιας «ασφαλούς ζώνης» σε βάθος 10 χιλιομέτρων στο έδαφος της Συρίας, στην οποία θα περιλαμβάνεται και η πόλη Αζάζ, για τους χιλιάδες πρόσφυγες που συγκεντρώνονται στα σύνορά της και στους οποίους αρνείται την είσοδο στην Τουρκία.
Από την πλευρά τους, οι Κούρδοι απέρριψαν τα τελεσίγραφα της Αγκυρας, σταμάτησαν την προέλαση προς την Αζάζ και στράφηκαν ανατολικά εναντίον του ISIS, καταλαμβάνοντας στις 16 Φλεβάρη ένα χωριό πριν από την πόλη Μάρεα, την τελευταία πόλη πριν από την περιοχή που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος. Τελικός στόχος τους, παρά τις «κόκκινες γραμμές» της Τουρκίας, είναι να ενώσουν το καντόνι του Αφρίν δυτικά με το καντόνι του Κομπάνι για να δημιουργήσουν μια ενιαία κουρδική εδαφική οντότητα κατά μήκος των συνόρων με την Τουρκία.
Οι σπασμωδικές κινήσεις της Αγκυρας είναι απόδειξη της πλήρους αποτυχίας της στρατηγικής της στη Συρία, οι οποίες, εκτός από την κλιμάκωση της έντασης με τη Μόσχα, δημιουργούν πρόβλημα και στις σχέσεις της με το Λευκό Οίκο, που αρνείται να χαρακτηρίσει τις οργανώσεις των Κούρδων της Συρίας «τρομοκρατικές» και τις υποστηρίζει ως την πιο αξιόμαχη δύναμη εναντίον του ISIS. Επίσης, το γεγονός ότι τα πυρά της επικεντρώνονται στην καταστολή των Κούρδων και όχι εναντίον του ISIS δεν μπορεί να της εξασφαλίσει την υποστήριξη του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μετά την πολύνεκρη επίθεση στο Παρίσι. Από την άλλη, ούτε η πρότασή της για «ασφαλή ζώνη» στο έδαφος της Συρίας, την οποία υποστηρίζει από παλιά και η οποία σημαίνει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, βρίσκει ανταπόκριση, γιατί σημαίνει στρατιωτική εμπλοκή με αντίπαλο τη Ρωσία, ενώ ο Λευκός Οίκος δεν δείχνει πρόθυμος ούτε για χερσαία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, ενόψει μάλιστα προεδρικών εκλογών. Συνεπώς, η Τουρκία θα πρέπει να αναλάβει μόνη της το ρίσκο μιας στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία με αντίπαλο τη Ρωσία, με στόχο να αποτρέψει τα παραπέρα εδαφικά κέρδη των Κούρδων της Συρίας. Κατά την εκτίμησή μας δεν θα το ρισκάρει, αλλά πιέζει για να ενισχύσει τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να εξασφαλίσει κάποιες δεσμεύσεις ότι θα προστατευθούν τα συμφέροντά της.