Ενα από τα θέματα που έβαλε τη σφραγίδα του στις συνομιλίες κατά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικάνου προέδρου στην Ευρώπη είναι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που προωθείται από τη Γερμανία και τη Γαλλία, να αρθεί το εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Κίνα, που έχει επιβληθεί από το 1989, μετά την αιματηρή καταστολή του φοιτητικού κινήματος στην πλατεία Τιενανμέν.
Οι απόψεις των δύο πλευρών παρέμειναν αγεφύρωτες και ο αμερικάνος πρόεδρος περιορίστηκε να εκφράσει με διπλωματική γλώσσα την έντονη αντίθεσή του και να προειδοποιήσει ότι, αν η Ε.Ε. προχωρήσει στην άρση του εμπάργκο, θα αντιμετωπίσει αντίμετρα από τις ΗΠΑ. Είχε προηγηθεί μια σειρά προειδοποιήσεων από τον υπουργό πολέμου Ντ. Ράμσφελντ και τον αρχηγό της CIA για τον αυξανόμενο αριθμό πυραύλων που αναπτύσσονται από την Κίνα στα στενά της Ταϊβάν, την κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και τη ραγδαία αύξηση του μεγέθους του πολεμικού ναυτικού της Κίνας, το οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που συγκεντρώνουν οι Αμερικάνοι, μπορεί να ξεπεράσει τον αμερικάνικο στόλο στα επόμενα δέκα χρόονια.
Αυτό για το οποίο ανησυχούν οι Αμερικάνοι δεν είναι ότι με την αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων και τον εκσυγχρονισμό του στρατιωτικού εξοπλισμού της Κίνας θα διαταραχθεί, όπως ισχυρίζονται, η στρατιωτική ισορροπία με την Ταϊβάν, την οποία οι Αμερικάνοι έχουν αναλάβει υπό την στρατιωτική «προστασία» τους από το 1949 που αποσπάστηκε από την Κίνα μετά τη νίκη της κινέζικης επανάστασης. Αλλά γιατί βλέπουν ότι αναπτύσσεται ραγδαία ένας επικίνδυνος αντίπαλος, που διεκδικεί ήδη πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Την εξέλιξη αυτή επιχειρούν να παρεμποδίσουν εκβιάζοντας τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, οι οποίοι με τη σειρά τους θέλουν όχι μόνο να πουλήσουν όπλα στην Κίνα, αλλά και να κερδίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο στην αχανή κινέζικη αγορά.
Παράλληλα, οι Αμερικάνοι προσπαθούν να σφίξουν το στρατιωτικό κλοιό γύρω από την Κίνα, βάζοντας πιο δραστήρια στο χορό την Ιαπωνία. Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επαναδιατύπωσαν τη διμερή Διακήρυξη του 1996 για την Ασφάλεια, στη οποία για πρώτη φορά η Ιαπωνία εγκαταλείπει τη διφορούμενη στάση της απέναντι στην Ταϊβάν, με την οποία σημειωτέον δεν έχει διπλωματικές σχέσεις, και δηλώνει ότι η ασφάλεια της Ταϊβάν αποτελεί υπόθεση κοινής (με τις ΗΠΑ) ευθύνης. Παράλληλα, οι δυο πλευρές ζητούν από την Κίνα περισσότερη διαφάνεια στο ζήτημα των στρατιωτικών δαπανών και της αύξησης των στρατιωτικών της δυνάμεων.
Οπως ήταν επόμενο, η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή της κινέζικης κυβέρνησης και τη χαρακτήρισε ανοιχτή ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, ενώ έχει ήδη προειδοποιήσει την Ιαπωνία, που αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο της Κίνας, για οικονομικές σε βάρος της επιπτώσεις.
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε άρθρο εβδομαδιαίου κινέζικου περιοδικού (21/2/05), που αναδημοσιεύτηκε από τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», επισημαίνεται ότι οι ΗΠΑ περικυκλώνουν στρατιωτικά την Κίνα από τρεις πλευρές: από ανατολικά, δυτικά και νότια. Ανατολικά στο δίκτυο περικύκλωσης συμμετέχουν η Ταϊβάν και η Ιαπωνία και παράλληλα αναπτύσσονται οι στρατιωτικοί δεσμοί των ΗΠΑ με τις Φιλιππίνες και τη Σιγκαπούρη καθώς και η συνεργασία με τη Μαλαισία, την Ινδονησία, την Ταϋλάνδη (το τσουνάμι αποτελεί καλό πρόσχημα) και με άλλες χώρες της περιοχής. Δυτικά υπάρχουν οι αμερικάνικες στρατιωτικές βάσεις, δεκατρείς μέχρι στιγμής, που έχουν εγκατασταθεί σε εννιά χώρες της κεντρικής Ασίας και νότια η αμερικάνικη στρατιωτική βάση στο νησί Γκουάμ.
Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται καθώς οι Αμερικάνοι προσπαθούν να χαμηλώσουν το μπόι των αντιπάλων που απειλούν τη μονοκρατορία τους.