Η αθλητική επικαιρότητα της βδομάδας που πέρασε δεν είχε κάποιο σημαντικό θέμα, συνεπώς μπορούμε να δώσουμε στη στήλη μια ενημερωτική – ιστορική διάσταση . Ο τίτλος της στήλης είναι μια μαντινάδα αφιερωμένη στον «Τηγανίτη», κατά κόσμο Γιώργη Βρέντζο, ο οποίος έδωσε το όνομά του σε μια αυτοοργανωμένη ποδοσφαιρική ομάδα του Ηρακλείου. Αφορμή για να αναφερθούμε στην ιστορία του Βρεντζογιώργη στάθηκαν τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν την έναρξη του αγώνα Πατούχας – Τηγανίτης για την τρίτη τοπική κατηγορία Ηρακλείου.
Πριν μερικές βδομάδες, στον αγώνα Τηγανίτης – Νέοι Αλμυρού, με αφορμή την επέτειο των 74 χρόνων από τις θηριωδίες των Ναζί στη Βιάννο, οι οπαδοί της ομάδας του Ηρακλείου, όπως συνηθίζουν στους αγώνες της ομάδας τους, κρέμασαν στις εξέδρες ένα πανό με το σύνθημα «Τη Βιάννο και τα Ανώγεια τα κάψαν οι Ναζί, Φασίστες δε χωράνε σε τούτο το νησί». Το ίδιο πανό επιχείρησαν να αναρτήσουν και μερικές μέρες αργότερα στον εκτός έδρας αγώνα κόντρα στον Πατούχα, όμως ο διαιτητής της αναμέτρησης ζήτησε να κατέβει το πανό γιατί σε διαφορετική περίπτωση δε θα ξεκινούσε τον αγώνα. Στο γήπεδο προκλήθηκε ένταση από τις αντιδράσεις σε βάρος του διαιτητή και υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις, αφού αν και οι δυο ομάδες δήλωσαν ότι ήταν σύμφωνες με το σύνθημα στο πανό, ο διαιτητής επέμενε στη μη διεξαγωγή του αγώνα. Τη λύση έδωσαν οι οπαδοί του Τηγανίτη, που αποφάσισαν να μεταφέρουν το πανό από την εξέδρα στην πλαγιά του βουνού (ήταν ορατό στον αγωνιστικό χώρο και τις εξέδρες) για να γίνει το παιχνίδι.
Με ανακοίνωσή της η ομάδα του Τηγανίτη κατήγγειλε το περιστατικό και έκανε λόγο για «απαράδεκτη συμπεριφορά σε έναν τέτοιο μαρτυρικό τόπο, με τόσους νεκρούς αγωνιστές», τονίζοντας ότι «η λογοκρισία, η φίμωση και η φασιστικοποίηση στα γήπεδα δεν περνά»! Πριν σχολιάσουμε τη συμπεριφορά του διαιτητή, θα κάνουμε μια αναφορά στην ιστορία του Βρεντζογιώργη και στο λόγο για τον οποίο επιλέχτηκε από τους ιδρυτές της ομάδας το όνομα Τηγανίτης.
Για να βρούμε την απάντηση πρέπει να γυρίσουμε στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής της Κρήτης. Τον Σεπτέμβρη του '43, ο βοσκός Μιχάλης Βρέντζος δίνει τρόφιμα και νερό σε μια ομάδα ανταρτών στο οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη. Την ενέργειά του αυτή τη μαθαίνει ένας από τους πιο σκληρούς δωσίλογους, ο γκεσταπίτης Νίκος Μαγιάσης (σύμφωνα με μαρτυρίες είχε δολοφονήσει 362 άτομα), ο οποίος αποφασίζει να ανεβεί στον Ψηλορείτη και να προσπαθήσει να μάθει από τον Βρέντζο πληροφορίες για τις κινήσεις των ανταρτών. Η προσπάθειά του δεν είχε επιτυχία, αφού η απάντηση του Μιχάλη ήταν: «Στον τόπο μας το έχομε συνήθεια να φιλεύουμε και να φιλοξενούμε κάθε περαστικό και δεν ρωτούμε ούτε ποιος είναι ούτε πού πάει». Εξοργισμένος ο Μαγιάσης αποφασίζει παραδειγματική τιμωρία και τον εκτελεί επί τόπου με μια σφαίρα στο αυτί και μια σφαίρα στο στήθος.
Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και την αποχώρηση των Ναζί, ο Μαγιάσης για να γλιτώσει το τομάρι του φεύγει από την Κρήτη, πηγαίνει στην Αθήνα και το παίζει αντιστασιακός και ΕΛΑΣίτης! Γίνεται όμως αντιληπτός από έναν Κρητικό που ήξερε το βίο και την πολιτεία του, συλλαμβάνεται και στέλνεται στην Κρήτη για να δικαστεί. Η δίκη του Μαγιάση ξεκίνησε τον Απρίλη του '47 στο Δικαστήριο Δωσιλόγων Ηρακλείου και τα μέτρα προστασίας του ήταν ιδιαίτερα αυστηρά. Κατά τη διάρκεια της απολογίας, ο αδελφός του Μιχάλη, Γιώργος Βρέντζος, γνωστός ως «Τηγανίτης», αποφάσισε να αποδώσει δικαιοσύνη και κατάφερε να μαχαιρώσει δυο φορές στην κοιλιά τον Μαγιάση, ο οποίος πέθανε κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Μετά τις δυο μαχαιριές ο Βρεντζογιώργης παρέδωσε το μαχαίρι στην έδρα και παραδόθηκε στη φρουρά. Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του κρητικού λαού ήταν σύμφωνη με τον τρόπο που αποδόθηκε δικαιοσύνη, στη δίκη που ακολούθησε ο εισαγγελέας πρότεινε να καταδικαστεί σε ισόβια (προφανώς για να μην αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και υπάρξουν ανάλογες ενέργειες και για άλλους δωσίλογους). Ομως το δικαστήριο τον αθώωσε, γιατί ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης παρουσίασε στο δικαστήριο μια απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, που καλούσε τους Κρητικούς να σκοτώσουν τον Μαγιάση και τους δωσίλογους συνεργάτες των Ναζί. Μετά την αθώωσή του, ο Τηγανίτης επιστρέφει στο χωριό του, όπου αντιμετωπίζεται σαν ήρωας και αποτελεί παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται όποιος σηκώνει το χέρι του ενάντια στον λαό.
Κλείνουμε την ιστορική αναφορά και επιστρέφουμε στα όσα έγιναν στον αγώνα Πατούχας – Τηγανίτης. Στα δημοσιεύματα που αναφέρονται στο περιστατικό, δεν υπάρχει το όνομα του διαιτητή, ούτε κάποια αναφορά στην πολιτική του τοποθέτηση. Είναι όμως φανερή η προσπάθεια να αμβλυνθεί η πολιτική διάσταση του θέματος, αφού τον παρουσιάζουν σαν συντηρητικό και σχολαστικό που εφαρμόζει κατά γράμμα τους κανονισμούς. Η αντιμετώπιση αυτή από τον δημοσιογραφικό εσμό και τους τοπικούς ποδοσφαιρικούς παράγοντες είναι απόλυτα λογική, αφού αυτό που επιθυμούν είναι ένα ποδόσφαιρο χωρίς καμία κοινωνική διάσταση, με την απόλυτη κυριαρχία του δόγματος Νο politica. Αν κρίνουμε όμως από την επιμονή του διαιτητή να κατεβεί το πανό (το οποίο συνηθίζουν να το κρεμούν συχνά – πυκνά οι οπαδοί του Τηγανίτη κατά τη διάρκεια των αγώνων της ομάδας τους, χωρίς να έχει δημιουργηθεί πρόβλημα), που το περιεχόμενό του βρίσκει σύμφωνη τη μεγάλη πλειοψηφία των Κρητικών, έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε ότι είναι πιθανό να είναι, αν όχι μέλος της νεοναζιστικής συμμορίας του Μιχαλολιάκου, τουλάχιστον οπαδός της. Είναι λοιπόν αναγκαίο να βρεθεί τρόπος ώστε να αναγκαστεί να κρεμάσει τη σφυρίχτρα του, γιατί μολύνει με την παρουσία του το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ. Ο άγριος ξυλοδαρμός του οπαδού που «τόλμησε» να πάει στο «Καραϊσκάκης» φορώντας τη φανέλα του Παναθηναϊκού είναι λογικό να προκαλεί οργή και αποτροπιασμό για τους φυσικούς αυτουργούς. Ομως, ακόμα μεγαλύτερη πρέπει να είναι η οργή και ο αποτροπιασμός για τους ηθικούς αυτουργούς, οι οποίοι ζητούν την παραδειγματική τιμωρία των νεαρών που συμμετείχαν στον ξυλοδαρμό (ήδη έχει γίνει μια σύλληψη και έχουν ταυτοποιηθεί ακόμα τέσσερις). Ο υφυπουργός Αθλητισμού, η ΕΠΟ, οι ποδοσφαιροπαράγοντες, ο δημοσιογραφικός εσμός, που συνεχώς αβαντάρουν τους τρεις-τέσσερις μεγαλοκαπιταλιστές ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και ανέχονται την ύπαρξη των ιδιωτικών στρατών και των οπαδικών συμμοριών, με αφορμή το περιστατικό στον αγώνα της Εθνικής προσπαθούν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους και να τις φορτώσουν στους «ανεγκέφαλους» οπαδούς. Η ανακοίνωση που έβγαλε η ΕΠΟ για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για το περιστατικό καταλήγει με τη φράση: «Ο βίαιος οπαδισμός και το μίσος δεν έχουν καμία θέση στο ποδόσφαιρο. Οι δε εκφραστές του δεν έχουν θέση στο γήπεδο, αλλά εκεί που τους αξίζει να βρεθούν όταν ολοκληρωθεί το έργο των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών». Αν πραγματικά εννοούσαν αυτά που γράφουν, θα έπρεπε το πρωί της επόμενης μέρας από την έκδοση της ανακοίνωσης να πάνε μόνοι τους στον Κορυδαλλό για να μπορέσουν στο δικαστήριο να ζητήσουν το ελαφρυντικό της «ειλικρινούς μεταμέλειας».