Σε αρκετούς προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αρκετοί από τους πρωτοκλασάτους βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές (Ροναλντίνιο, Φελίπε Μέλο, Λούκας Μόουρα, Ρονάλντο κτλ.) στηρίζουν στις προεδρικές εκλογές τον ακροδεξιό υποψήφιο Ζαΐχ Μπολσονάρου. Αναρωτιούνται, πώς είναι δυνατόν παίχτες που έχουν καταγωγή από φτωχές λαϊκές οικογένειες, που μεγάλωσαν στις φαβέλες, που έζησαν τη φτώχεια και την εξαθλίωση, από τις οποίες ξέφυγαν λόγω του ποδοσφαιρικού τους ταλέντου, που έχουν υποστεί ρατσιστικές συμπεριφορές κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, να δηλώνουν τη στήριξή τους σε έναν πολιτικό που έχει εκφραστεί ανοιχτά υπέρ της στρατιωτικής χούντας που κυβερνούσε επί 20 χρόνια τη Βραζιλία, έχει ρατσιστικές απόψεις, μιλάει απαξιωτικά για τους Αφρικανούς και τους Κεντροαμερικανούς και τάσσεται ανοιχτά υπέρ της θανατικής ποινής.
Οι «αναλυτές», στην πλειοψηφία τους, προσπαθώντας να εξηγήσουν τη θέση των ποδοσφαιριστών και την επιλογή στήριξης στον ακροδεξιό υποψήφιο, έλαβαν υπόψη τους κάποιους παράγοντες, όπως την ευκαιριακή ενασχόλησή τους με την πολιτική, τον λαϊκιστικό λόγο του υποψήφιου και την εκτεταμένη διαφθορά του βραζιλιάνικου πολιτικού συστήματος. Σύμφωνα με τους «αναλυτές», οι παίχτες δηλώνουν υποστηρικτές του Μπολσονάρου, γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν την τακτική του και τα προεκλογικά του ψέματα, αφού δεν ασχολούνται συστηματικά με την πολιτική και δεν έχουν ολοκληρωμένη άποψη. Επειδή θεωρούν ότι ένας δισεκατομμυριούχος μπορεί να αποτελέσει την εναλλακτική λύση στη διαφθορά που μαστίζει τον πολιτικό κόσμο της Βραζιλίας και επειδή είναι ο μοναδικός υποψήφιος που έχει παρουσιάσει ένα αληθοφανές πρόγραμμα για ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Είναι περιττό να πούμε ότι με τα «κριτήρια» αυτά δεν μπορεί να γίνει σωστή εκτίμηση, αφού την επιλογή των παιχτών θα πρέπει να την αξιολογήσουμε με πολιτικά και όχι με συναισθηματικά κριτήρια. Οι παίχτες, αξιοποιώντας το ποδοσφαιρικό τους ταλέντο, κατάφεραν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη μιζέρια και πλέον απολαμβάνουν τη χλιδή και τον πλούτο. Επέλεξαν να ξεχάσουν την καταγωγή τους, να αλλάξουν τάξη και να ζήσουν ως ανώτερη τάξη. Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό να θέλουν για πρόεδρο τον ακροδεξιό υποψήφιο, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα της νέας τους τάξης.
Χαρακτηριστική είναι η θέση ενός από τους λίγους αναλυτές που έθεσαν το ζήτημα στη σωστή του βάση. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Σάου Πάουλο, Φλάβιο ντε Κάμπος, που μελετά τη σχέση του ποδοσφαίρου με την κοινωνία και την πολιτική, «οι παίχτες έχουν βιώσει μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή. Προέρχονται από ένα περιβάλλον στέρησης και τώρα απολαμβάνουν τη ζωή της πλούσιας ανώτερης τάξης. Αντί να κοιτάξουν την προέλευσή τους, σκέφτονται περισσότερο με την τρέχουσα κοινωνική τους θέση, ως ελίτ. Γενικά, οι παίκτες αποξενώνονται ή ανησυχούν για τα προνόμιά τους. Συχνάζουν στην υψηλή κοινωνία και αποικίζονται από αυτήν». Ο Κάμπος θεωρεί απόλυτα εξηγήσιμη τη στάση των παιχτών και θυμίζει ότι δεν είναι πρώτη φορά που συμβαίνει, αφού στις προεδρικές εκλογές του 2014, Νεϊμάρ και Ρονάλντο είχαν πάρει θέση υπέρ του ακροδεξιού υποψηφίου Νέβες (ήταν ο χαμένος των εκλογών), τονίζοντας ότι λόγω της πόλωσης που υπάρχει στις φετινές εκλογές είναι μεγαλύτερος ο αριθμός των ποδοσφαιριστών που έχουν πάρει ξεκάθαρη θέση.
Η σύνδεση αθλητισμού-πολιτικής υπήρχε πάντα. Στο παρελθόν αθλητές-ηγέτες με τις πράξεις τους αποτελούσαν παραδείγματα προς μίμηση. Μια και αναφερόμαστε στο ποδόσφαιρο και τη Βραζιλία, ποιος δε θυμάται τον Σόκρατες, που ως αρχηγός της Εθνικής στο Παγκόσμιο του 1982 έδινε μάχη ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία της χώρας του; Η μετατροπή του ποδοσφαίρου σε «επαγγελματικό» σηματοδότησε ουσιαστικά τη μετάβασή του από άθλημα σε καπιταλιστική μπίζνα και αυτό είχε συνέπειες, όχι μόνο στο καθαρά αγωνιστικό μέρος, τις τεχνικές και τα προπονητικά συστήματα, αλλά κυρίως στο οικονομικό και κοινωνικό «γίγνεσθαι» γύρω από το άθλημα, που έχει οδηγήσει σε επιλογές, όπως η στήριξη του ακροδεξιού Μπολσονάρου.
Το θετικό από τη συγκεκριμένη είδηση είναι ότι οι οπαδοί των ομάδων, που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, δε συμφωνούν με την επιλογή των ποδοσφαιριστών. Ο μεγαλύτερος σύνδεσμος των οργανωμένων οπαδών της Κορίνθιανς (η ομάδα του Σόκρατες), με αφορμή τη δήλωση στήριξης στον Μπολσονάρου από δυο παίχτες της ομάδας, σε ανακοίνωσή του εξέφρασε την αντίθεσή του και «την έπεσε» στους παίχτες τονίζοντας: «Ξέρετε την ιστορία μας; Γνωρίζετε ότι κατά την ίδρυσή μας, το 1969, ζούσαμε στη μέση μιας στρατιωτικής δικτατορίας; Γνωρίζετε την καταπίεση που υπέφεραν οι ιδρυτές μας για την ανάδειξη της σημαίας υπέρ της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των λαών μας;». Η ανακοίνωση των οπαδών καταλήγει με μια προτροπή-πρόταση προς τη διοίκηση της ομάδας, να διαγραφεί αμέσως όποιο από τα 112.000 μέλη δηλώσει ότι σκοπεύει να ψηφίσει τον Μπολσονάρου. Προς το παρόν η διοίκηση της Κορίνθιανς δεν έχει πάρει επίσημη θέση για το θέμα (το πιο πιθανό είναι ότι δε θα πάρει θέση), αποφεύγοντας να έρθει σε σύγκρουση με τους οπαδούς και τα μέλη της ομάδας.
Σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκονται και οι περισσότερες ομάδες, αφού τα συμφέροντα των περισσοτέρων καπιταλιστών-προέδρων τους οδηγούν σε στήριξη του Μπολσονάρου, όμως εξαιτίας της αντίδρασης των οπαδών των ομάδων τους έχουν επιλέξει να μην πάρουν δημόσια θέση υπέρ του. Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, η ιστορία και οι καταβολές της ομάδας καθώς και τα «θέλω» των οπαδών βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, αφού προέχουν τα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα των προέδρων. Θα πρέπει λοιπόν οι οπαδοί να καταλάβουν ότι στην εποχή του επαγγελματικού ποδοσφαίρου τα «λάβαρα» της ομάδας-επιχείρησης, παρά το γεγονός ότι μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό με τα λάβαρα της ομάδας που αγαπούν, είναι εχθρικά και ξένα γι' αυτούς, αφού εκφράζουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα του καπιταλιστή-προέδρου και όχι την ιστορία και τα ιδανικά της ομάδας τους. Γι' αυτό θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικοί, γιατί τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην αγάπη για την ομάδα και τη στήριξη των οικονομικών συμφερόντων των προέδρων, τις περισσότερες φορές τους οδηγούν, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, να στοιχίζονται και να παλεύουν κάτω από ξένα λάβαρα.
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ. Ο Μπεν Μπέντιλ, 23χρονος σέντερ από τη Γκάνα, ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής στη νίκη του Περιστερίου επί της ΑΕΚ, στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος μπάσκετ. Στα μπασκετικά στέκια συζητούν για τα κατορθώματά του και η πορεία του από την Γκάνα μέχρι τον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ φιλοξενείται σε αθλητικές ιστοσελίδες. Η ιστορία του μοιάζει με εκείνες αθλητών που στα παιδικά τους χρόνια δεν είχαν ούτε ένα πιάτο φαγητό και κατάφεραν, αξιοποιώντας το ταλέντο τους, να εξασφαλίσουν μια πλούσια και ανέμελη ζωή. Προς το παρόν, ο Μπεν δείχνει με τις πράξεις του ότι δεν ξεχνά από πού ξεκίνησε. Ενα μέρος των χρημάτων που κερδίζει το ξοδεύει για να βοηθήσει τα παιδιά που ζουν στη Γκάνα. Χρηματοδοτεί τη λειτουργία σχολείων και αθλητικών camps και προσπαθεί να συμβάλλει στη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Ελπίζουμε ότι θα συνεχίσει σε αυτό το δρόμο και ότι μετά από μερικά χρόνια δε θα συμπεριλαμβάνεται το όνομά του στους υποστηρικτές ακροδεξιών υποψήφιων και στρατιωτικών καθεστώτων.

Το γήπεδο βρίσκεται στη Γροιλανδία και χρησιμοποιείται από ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι ψαράδες. Απόδειξη ότι το ποδόσφαιρο-άθλημα μπορεί να φτάσει παντού και να προσφέρει συγκινήσεις σε οποιασδήποτε μορφής γήπεδο. Ακόμα και αν οι εξέδρες βρίσκονται στο γειτονικό παγόβουνο και αν ανάμεσα στους θεατές, υπάρχουν φώκιες, θαλάσσιοι ελέφαντες και πολικές αρκούδες. Για το λόγο αυτό, ήταν, είναι και θα είναι το λαϊκότερο των αθλημάτων, παρά την προσπάθεια που κάνουν κάποιοι πρωτοκλασάτοι παίχτες να το ταυτίσουν με φασίστες πολιτικούς και καπιταλιστικές μπίζνες.