Μια ακόμη καταστροφική βδομάδα για τους εκπροσώπους μας στο Champions League. Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός δεν κατάφεραν να κερδίσουν Ουντινέζε και Ρόζεμποργκ και αποχαιρέτησαν τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις (μαθηματικές ελπίδες έχει ακόμα ο Παναθηναϊκός, αλλά δεν νομίζω ότι με το αγωνιστικό πρόσωπο που παρουσιάζει η ομάδα να υπάρχουν αισιόδοξοι, που να πιστεύουν σε ανατροπή των δεδομένων). Αν το αγωνιστικό επίπεδο και η συμπεριφορά των ομάδων δεν μας δίνει ευκαιρία για σχολιασμό, η εναλλαγή των συναισθημάτων των οπαδών των «αιωνίων» αντιπάλων, μας επιτρέπει να γεμίσουμε μερικές γραμμές και να πιάσουμε το πλάνο μας, ώστε να μην γκρινιάζει ο σύντροφος αρχισυντάκτης.
Σκοτσέζικο ντους αρχικά για τους οπαδούς των πρασίνων το βράδυ της περασμένης Τρίτης και ολική επαναφορά στην κόλαση για τους ερυθρόλευκους το βράδυ της Τετάρτης. Ο Παναθηναϊκός βρισκόταν μπροστά στο σκορ κόντρα στους Ιταλούς μέχρι το 80ό λεπτό και οι οπαδοί του έκαναν όνειρα για την πρόκριση στην επόμενη φάση του Champions League, έχοντας εξασφαλίσει τη συμμετοχή στο ΟΥΕΦΑ. Εβλεπα το ματς αποκλεισμένος απ’ τις άσχημες καιρικές συνθήκες σε μια γαυροφωλιά στη Νάξο και ένιωσα από πρώτο χέρι τη χαρά και την ανακούφιση της απανταχού γαυροσύνης, όταν οι παίχτες της Ουντινέζε ανέτρεψαν το σκορ και έφυγαν με το διπλό από το ΟΑΚΑ. Ηπια και δυο-τρεις κερασμένες ρακές (για να πνίξω τον πόνο μου) και έκλεισα ραντεβού με τους χαρούμενους γαύρους για το επόμενο βράδυ, ώστε να πανηγυρίσω μαζί τους το πρώτο διπλό της ομάδας τους στο Champions League (γνωρίζοντας τις οπαδικές προτιμήσεις των συνδαιτημόνων μου, είχα δηλώσει ότι ασχολούμαι με το βόλεϊ και το Παγκράτι).
Κάποιος έχει πει ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Συμφωνώ απόλυτα, αν κρίνω απ’ τα συναισθήματα που ένιωσα με την ισοφάριση των Νορβηγών, λίγο πριν τη λήξη του αγώνα. Το βράδυ της Τετάρτης ξεκίνησε άσχημα (το απαγορευτικό για τα καράβια συνεχιζόταν, συνεπώς έπρεπε να δω τον αγώνα παρέα με γαύρους), το γρήγορο γκολ του Ριβάλντο και η καλή αγωνιστική παρουσία του Ολυμπιακού έδιναν την εντύπωση ότι για δεύτερο συνεχόμενο βράδυ θα κοιμόμουν στεναχωρημένος και σε αυτό θα έπρεπε να προστεθούν και οι εκδηλώσεις λατρείας των γαύρων, που είχαν μετατρέψει την ταβέρνα σε Θύρα. Μοναδικό παρήγορο στοιχείο η καλή ρακή και οι μεζέδες που απάλυναν τον πόνο μου… Ωσπου φτάσαμε στα τελευταία λεπτά της αναμέτρησης και η εναλλαγή των συναισθημάτων ήταν έντονη. Οταν σφυρίχτηκε το πέναλτι σε βάρος του Ολυμπιακού, οι γαύροι πάγωσαν και η πράσινη ελπίδα ξαναγεννήθηκε. Ο «προδότης» (κατά κόσμον Αντώνης Νικοπολίδης) κατάφερε να με στείλει στο πιο βαθύ σημείο της κόλασης (ευτυχώς πρόσκαιρα), όταν απέκρουσε το πέναλτι, αλλά ευτυχώς για μένα, αδέλφια Βάζελοι, η πουτάνα η μπάλα είχε κέφια. Η ισοφάριση των Νορβηγών έστειλε όλους τους υπόλοιπους στα τάρταρα της κόλασης (εκτός απ’ τον μαγαζάτορα που στο τέλος έμαθα ότι είναι ΑΕΚτζης) και σε μένα επέστρεψε η καλή ψυχολογία και η χαρούμενη διάθεση…
Ηθικά διδάγματα: Πρώτον, το ποδόσφαιρο ήταν, είναι και θα είναι το πιο συναρπαστικό και το πιο δημοφιλές σπορ, δεύτερο τα αποτελέσματα των ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη οφείλονται στις μικρές δυνατότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου και όχι στην τύχη, αφού σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση και τρίτο οι οπαδοί των δυο ομάδων είναι «ισόπαλοι» και πικραμένοι.
3 Σημαντικές είναι οι εξελίξεις στο θέμα της δημιουργίας της Σούπερ Λίγκα. Η πλειοψηφία των ομάδων της Α’ Εθνικής έχει πάρει σαφή θέση υπέρ της δημιουργίας της και αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι και οι τρεις ομάδες του πάλαι ποτέ ΠΟΚ (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ) είναι υπέρ και παίζουν ενεργό ρόλο στην δημιουργία της. Αν στο γεγονός αυτό προσθέσουμε το ότι ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Ορφανός έχει αλλάξει πλέον γνώμη και από πολέμιος έχει γίνει οπαδός, είναι πολύ πιθανό απ’ την ερχόμενη αγωνιστική περίοδο να έχουμε τη Σούπερ Λίγκα σε λειτουργία.
Η ύλη της εφημερίδας είχε κλείσει και συνεπώς δεν μπορούσαμε να έχουμε το αποτέλεσμα της ΓΣ των ομάδων σχετικά με το θέμα και την τελική μορφή που θα πάρει το συγκεκριμένο εγχείρημα, άλλωστε αυτά έχουν δευτερεύουσα σημασία. Τα σημεία που πρέπει να σχολιάσουμε είναι τα εξής: Πρώτον, ότι οι καπιταλιστές που «επενδύουν» στο ελληνικό ποδόσφαιρο, αποφάσισαν να βάλουν ξεκάθαρους κανόνες στο παιχνίδι. Ο τρόπος λειτουργίας του οικοδομήματος που λέγεται «ελληνικό ποδόσφαιρο» ξεκαθαρίζει και αυτό δίνει αμυδρές ελπίδες ότι θα πέσουν κάποια φράγκα στο ποδόσφαιρο. Δεύτερον, ότι η συμμαχία του Ορφανού με τον αντιπρόεδρο της ΕΠΑΕ Βίκτωρα Μητρόπουλο αποτελεί πλέον παρελθόν. Ο πρόεδρος της ΕΠΟ Βασίλης Γκαγκάτσης κάθεται πιο άνετα στην καρέκλα του, αφού το μέτωπο των δύο ανδρών εναντίον του δεν υφίσταται. Η πρόταση της Ξάνθης για τη Σούπερ Λίγκα αναβαθμίζει το ρόλο της ΕΠΟ και από τη στιγμή που Κόκκαλης και Βαρδινογιάννης τα βρήκαν και απαιτούν να λειτουργήσει η Λίγκα, ο Ορφανός ήταν υποχρεωμένος να αλλάξει γραμμή, να αδειάσει τον «σύμμαχό» του και να τα βρει με τον Γκαγκάτση.
Τρίτο σημείο που αξίζει σχολιασμό είναι η απομόνωση (για μια ακόμη φορά) του Βίκτωρα Μητρόπουλου. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Μητρόπουλος είναι ένας απ’ τους κορυφαίους (αν όχι ο κορυφαίος) παράγοντας του ελληνικού ποδοσφαίρου και ότι μπορεί να κινεί και να επηρεάζει ένα σημαντικό μέρος του παρασκήνιου. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα γι’ αυτόν και βρίσκεται πλέον με μοναδικούς συμμάχους τον Λυκουρέζο και τον πρόεδρο του ΠΑΟΚ Βασίλη Γούμενο (ο οποίος θα καταθέσει μια αντιπρόταση στη ΓΣ της ΕΠΑΕ, η οποία διαφοροποιείται απ’ την αντίστοιχη της Ξάνθης στο σημείο που αφορά τον τρόπο διοίκησης της Λίγκα, όπου κυρίαρχη παραμένει η ΕΠΑΕ και όχι η ΕΠΟ, όπως θέλει ο υπέρμαχος της Σούπερ Λίγκας). Σε καμιά περίπτωση δεν θα καθίσει με σταυρωμένα χέρια και θα προσπαθήσει να αλλάξει την εις βάρος του κατάσταση, αλλά κατά τη γνώμη μου χωρίς επιτυχία. Αν σε κάτι πρέπει να προσδοκά, είναι η «συσπείρωση» των δυνάμεών του και η αναμονή καλύτερων εποχών για να επανεμφανιστεί.
Ας μην ξεχνάμε ότι το 1998-99 είχε γίνει μια αντίστοιχη προσπάθεια να δημιουργηθεί η Λίγκα και να μπουν όροι λειτουργίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο και άπαντες ορκίζονταν ότι θα δώσουν όλες τις δυνάμεις τους για να διαλυθεί η «παράγκα» που είχαν στήσει και λειτουργούσαν οι Αφοί Μητρόπουλοι. Την περίοδο εκείνη ο Βίκτωρας είχε βρεθεί σε πλήρη απομόνωση, κατάφερε όμως να επανέλθει στο προσκήνιο εκμεταλλευόμενος το «σπάσιμο» της συμφωνίας του Κόκκαλη με τον Βαρδινογιάννη. Αλλωστε, η επιτυχία του εγχειρήματος της Σούπερ Λίγκας σε αυτό το σημείο έγκειται. Αν οι δυο «αιώνιοι» αντίπαλοι έχουν αποφασίσει να κάνουν «επενδύσεις» και να βάλουν όρους στο παιχνίδι, ο Βίκτωρας περνάει στην αποστρατεία. Αν όχι, τότε πολύ πιθανό να τον ξαναδούμε να ηγείται της προσπάθειας για την αναβάθμιση του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ας κλείσουμε με ένα στιχάκι του Μάλαμα: «Ολοι οι καριόληδες μια εταιρία, σάπια ηλικία και σάπια αδυναμία».
► Τις ποδοσφαιρικές ικανότητες του Παρασκευά Αντζα δεν τις είχα και δεν τις έχω σε μεγάλη εκτίμηση. Θεωρώ ότι είναι ένας παίχτης μέτριας αξίας, που δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Πρέπει όμως να του βγάλουμε όλοι το καπέλο, γιατί διαθέτει ψυχικά αποθέματα και μεγάλη μαγκιά.
Οσοι ασχολούνται συστηματικά με το ελληνικό ποδόσφαιρό, θα θυμούνται ότι το 2004 εντελώς ξαφνικά ανακοίνωσε ότι φεύγει απ’ τον Ολυμπιακό και ότι θα συνεχίσει την καριέρα του στη Δόξα Δράμας, η οποία αγωνιζόταν στην Γ’ Εθνική. Ο Αντζας εκείνη την εποχή ήταν εν ενεργεία διεθνής, 28 χρονών (σε μια πολύ καλή ποδοσφαιρική ηλικία) και η απόφασή του είχε δώσει αφορμή για ποικίλα σχόλια και άφθονο παρασκήνιο. Θα ρωτήσετε τώρα πώς μου ήρθε να ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο παίχτη, σχεδόν δύο χρόνια μετά. Η αφορμή μου δόθηκε απ’ την απόφαση του Ρεχάγκελ να τον καλέσει ξανά στην εθνική ομάδα, προκειμένου να καλυφθεί το κενό του τραυματία Δέλλα. Ο Αντζας, μετά τη θητεία του στη Δράμα, κατάφερε να πάρει μεταγραφή στη Σκόντα Ξάνθη, να γίνει αναντικατάστατος στην ενδεκάδα της θρακιώτικης ομάδας και να ξανακερδίσει μια θέση στην Εθνική. Αντίθετα απ’ τις προβλέψεις που θεωρούσαν σαν φυσική εξέλιξη τον ποδοσφαιρικό «μαρασμό» του, ο ποδοσφαιριστής κατάφερε να επανέλθει στο προσκήνιο και αυτό απαιτεί τεράστια προσπάθεια και ψυχικά αποθέματα. Ταυτόχρονα βέβαια (αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει την προσπάθειά του) αποδεικνύει το «μέγεθος» και την «αξία» του ελληνικού ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί να αναδείξει ποδοσφαιριστές με αξία και ταλέντο.