του καθηγητή Δρ. Μόχσεν Μοχάμαντ Σάλεχ*
Δύο διεθνείς σύνοδοι κορυφής πραγματοποιήθηκαν στο Σαρμ ελ-Σέιχ με διαφορά 29 ετών, αλλά και οι δύο συγκλήθηκαν με τον ίδιο διακηρυγμένο σκοπό: την επίτευξη αυτού που αποκαλείται «ειρήνη» και την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας». Και στις δύο περιπτώσεις, η Χαμάς αποτέλεσε τον κύριο στόχο προς εξάλειψη, περιθωριοποίηση και αποκλεισμό. Ωστόσο, το ιστορικό των τελευταίων 29 ετών δείχνει ότι η Χαμάς ούτε αποδυναμώθηκε ούτε υποχώρησε· αντιθέτως, ενισχύθηκε, έγινε πιο ανθεκτική και περισσότερο ριζωμένη στην παλαιστινιακή κοινωνία, αναδεικνυόμενη ως η κυρίαρχη λαϊκή δύναμη στην παλαιστινιακή σκηνή, τόσο στο εσωτερικό όσο και στη διασπορά.
Σαρμ ελ-Σέιχ 1996
Μεταξύ 25 Φλεβάρη και 3 Μάρτη του 1996, η Χαμάς πραγματοποίησε τέσσερις ισχυρές επιχειρήσεις ως αντίποινα για τη δολοφονία του Γιάχια Αγιάς, ενώ στις 4 Μάρτη του 1996 ακολούθησε μια πέμπτη επιχείρηση από την Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ). Οι επιθέσεις αυτές συγκλόνισαν το Ισραήλ εκ θεμελίων. Όσοι είχαν επενδύσει στην προώθηση της ειρηνευτικής διαδικασίας θεώρησαν ότι «το έργο τους κινδυνεύει», όπως χαρακτηριστικά είπε ο παλαιστίνιος ηγέτης Σαέμπ Ερεκάτ. Αυτό οδήγησε στη σύγκληση διεθνούς συνόδου κορυφής στο Σαρμ ελ-Σέιχ της Αιγύπτου, με θέμα «την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», η οποία χαρακτηρίστηκε «Σύνοδος των Ειρηνοποιών». Η πρωτοβουλία ανήκε στον αιγύπτιο πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ και τον αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον και ο βασικός της στόχος ήταν «η καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Στη σύνοδο συμμετείχαν εκπρόσωποι άνω των τριάντα χωρών, καθώς και ο ΟΗΕ και η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Παρέστησαν ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Γιασέρ Αραφάτ και υψηλόβαθμοι ηγέτες από τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τον Καναδά και αρκετά «μετριοπαθή» αραβικά κράτη.
Οι αποφάσεις της συνόδου, οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στην καταδίκη της «τρομοκρατίας» και στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμησή της, τελικά εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα του Ισραήλ, καθώς παρουσίασαν την Παλαιστινιακή Αντίσταση ως “τρομοκρατία”. Την ίδια στιγμή, η ισραηλινή βία και η βάναυση κατοχή του παλαιστινιακού λαού συνεχίστηκαν ανεμπόδιστα.
Σαρμ ελ-Σέιχ 2025
Η δεύτερη Σύνοδος Κορυφής του Σαρμ ελ-Σέιχ, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Οκτώβρη του 2025 υπό αιγυπτιακή–αμερικανική αιγίδα, συγκέντρωσε πάνω από είκοσι αρχηγούς κρατών, πρωθυπουργούς και εθνικούς αντιπροσώπους, μεταξύ των οποίων τον αιγύπτιο πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι και τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η σύνοδος παρουσιάστηκε ως ένδειξη υποστήριξης προς το σχέδιο του Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας και για τη χάραξη των μεταπολεμικών ρυθμίσεων διακυβέρνησης. Επικεντρώθηκε κυρίως στην αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Το σχέδιο του Τραμπ επιδιώκει να «αποκαταστήσει» το Ισραήλ, να επιβάλει μια μορφή επιτροπείας επί των Παλαιστίνιων στη Γάζα και να αγνοήσει τα πολιτικά, κυριαρχικά και νομικά τους δικαιώματα, με τελικό στόχο να επιφέρει οριστικό τέλος στην ένοπλη αντίσταση στη Γάζα. Κατέρρευσε ή αναδύθηκε η Αντίσταση;
Στο κλίμα που επικρατούσε γύρω από τη Σύνοδο του Σαρμ ελ-Σέιχ το 1996, η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ) και άλλες δυνάμεις της Αντίστασης υπέστησαν σφοδρότατα πλήγματα, εν μέσω διεθνούς υποκίνησης εναντίον τους. Η δοκιμασία τους ήταν τεράστια, καθώς η Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ), σε συντονισμό με το Ισραήλ, «δεν άφησε τίποτα όρθιο» στην προσπάθεια αποδόμησης της οργανωμένης αντίστασης. Τα εναπομείναντα κύτταρα αντίστασης εξουδετερώθηκαν, ενώ οι ηγέτες τους —Μουχιεντίν αλ-Σαρίφ, Ιμάντ Αουαντάλα, Αντελ Αουαντάλα— σκοτώθηκαν και ο Χασάν Σαλάμα συνελήφθη τραυματισμένος.
Ηταν αυτό το τέλος της Χαμάς και της Αντίστασης; Οχι.
Περίπου τέσσερα χρόνια αργότερα, ξέσπασε η Ιντιφάντα του Αλ-Άκσα, και μέσα σε λίγους μήνες οι Ταξιαρχίες Αλ-Κασάμ βρέθηκαν και πάλι στην πρώτη γραμμή της αντίστασης. Η Χαμάς ανέκτησε γρήγορα τη δημοτικότητά της και τη δυναμική της, ιδίως καθώς έγινε φανερό —ακόμη και στον ίδιο τον Γιασέρ Αραφάτ— ότι το ισραηλινό κατεστημένο δεν είχε ποτέ σοβαρή πρόθεση ειρήνης. Η Χαμάς πλήρωσε βαρύ τίμημα: πολλοί από τους σημαντικότερους ηγέτες της σκοτώθηκαν, όπως οι σεΐχης Αχμαντ Γιασίν, Δρ. Αμπντούλ Αζίζ αλ-Ραντίσι, Σαλάχ Σεχαντά, Ισμαΐλ Αμπού Σανάμπ, Τζαμάλ Σαλίμ και Τζαμάλ Μανσούρ, ενώ βασικοί στρατιωτικοί και οργανωτικοί ηγέτες —όπως οι Ιμπραχίμ Χαμέντ, Αμπάς αλ-Σαγίντ, Αμπντάλα αλ-Μπαργούθι, Τζαμάλ αλ-Νάτσεχ και άλλοι— φυλακίστηκαν. Παρά ταύτα, εξαλείφθηκε η Χαμάς ή η Αντίσταση; Οχι.
Η Χαμάς ούτε ηττήθηκε ούτε συντρίφτηκε· αντίθετα, ενισχύθηκε και διεύρυνε τη λαϊκή της υποστήριξη. Μετά το τέλος της Ιντιφάντα, πέτυχε σαρωτική νίκη στις εκλογές του 2006 για το Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο (PLC), εξασφαλίζοντας 78 έδρες (μαζί με 4 ανεξάρτητους υποψήφιους της λίστας της), έναντι 45 εδρών της Φατάχ.
Ωστόσο, στη Χαμάς δεν δόθηκε ποτέ πραγματική ευκαιρία να κυβερνήσει. Η ηγεσία της Φατάχ και οι υποστηρικτές της υπονόμευσαν συστηματικά τη διακυβέρνησή της, ενώ το Ισραήλ κλιμάκωσε εσκεμμένα τα στρατιωτικά και τα μέτρα ασφάλειας. Παράλληλα, το Διεθνές Κουαρτέτο επέβαλε πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις που ισοδυναμούσαν με παγκόσμιο αποκλεισμό. Αυτό οδήγησε στη διάσπαση του παλαιστινιακού σώματος: η Φατάχ ανέλαβε τη διοίκηση στη Δυτική Οχθη, ενώ η Χαμάς διατήρησε την εξουσία στη Γάζα, η οποία υπέστη μία από τις σκληρότερες μορφές αποκλεισμού. Μαζί με άλλες οργανώσεις Αντίστασης, η Χαμάς έδωσε τέσσερις μεγάλους πολέμους εναντίον του Ισραήλ: 2008–2009, 2012, 2014 και 2021. Εξαλείφθηκε;
Το αντίθετο: κάθε φορά έβγαινε ισχυρότερη και με ευρύτερη λαϊκή βάση.
Κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης «Κατακλυσμός του Αλ-Ακσα» και των δύο ετών του ισραηλινού πολέμου και της επιθετικότητας εναντίον της Γάζας, η Χαμάς κατόρθωσε να διατηρήσει τη συνοχή της και —μαζί με άλλες δυνάμεις της Αντίστασης— να επιδείξει αξιοσημείωτη αντοχή και αποτελεσματικότητα. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, παρέμεινε η δημοφιλέστερη παλαιστινιακή οργάνωση, με σημαντικό προβάδισμα έναντι της Φατάχ, παρά τις βαριές απώλειες ηγετών της, πολιτικών και στρατιωτικών, και παρά τις τεράστιες θυσίες και τα δεινά του παλαιστινιακού λαού εξαιτίας της ισραηλινής επιθετικότητας.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αρκούν για να δείξουν ότι η Χαμάς αποτελεί βαθιά ριζωμένο κίνημα στη συλλογική συνείδηση των Παλαιστίνιων, ακλόνητο στην προσήλωσή του στην αντίσταση και στη διαφύλαξη των εθνικών σταθερών, πρόθυμο να πληρώσει το τίμημα μέσα από τις θυσίες των ηγετών και των μελών του. Τα χρόνια αυτά κατέστησαν επίσης σαφές ότι δεν μπορεί απλώς να παραμεριστεί, για να ικανοποιηθούν οι προτιμήσεις του Ισραήλ, των ΗΠΑ ή της ηγεσίας της ΟΑΠ και της ΠΑ στη Ραμάλα.








