Από τις 4 του Φλεβάρη οι αγρότες έβγαλαν ξανά τα τρακτέρ στους δρόμους διεκδικώντας:
- «Μείωση του κόστους παραγωγής. Αφορολόγητο πετρέλαιο, όπως στους εφοπλιστές. Μείωση της τιμής του αγροτικού ρεύματος, κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής. Επιδότηση των ζωοτροφών και του κόστους στα μέσα και εφόδια. Κατάργηση του ΦΠΑ σε μέσα – εφόδια και σε βασικά είδη για την ικανοποίηση αναγκών της λαϊκής οικογένειας.
- Προστασία από τις φυσικές καταστροφές, με υλοποίηση όλων των απαραίτητων έργων υποδομής, καθώς και αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ, ώστε να ασφαλίζει και να αποζημιώνει την παραγωγή και το κεφάλαιο στο 100%.
- Κατώτερες εγγυημένες τιμές που θα ανταποκρίνονται στο κόστος παραγωγής και θα διασφαλίζουν εισόδημα επιβίωσης και προσιτές τιμές των προϊόντων στη λαϊκή κατανάλωση».
Σ’ αυτή τη φάση θα αποφύγουμε να σχολιάσουμε τόσο τα χαρακτηριστικά της κινητοποίησης όσο και την αποτελεσματικότητά της. Είναι όμως απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι όσοι από τους αγρότες βγαίνουν στο δρόμο δεν το κάνουν από χαβαλέ, αλλά γιατί είναι μόνιμα και διαρκώς αφόρητη η πολιτική όλων των κυβερνήσεων να τελειώνουν τόσο με τις απαιτήσεις της αγροτιάς για επιβίωση όσο και με την ίδια τη φτωχή αγροτιά. Οσοι αγρότες δεν βγαίνουν στις κινητοποιήσεις δεν το κάνουν επειδή είναι ευχαριστημένοι από την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Καταρχάς, θα σταθούμε στο κάλεσμα του πρώην (πλέον) υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Λιβανού προς τους αγρότες για διάλογο, αφού θυμίσουμε εισαγωγικά μερικά πράγματα για την αγροτική παραγωγή στην καπιταλιστική Ελλάδα, τόσο μέσα όσο και έξω από την ΕΕ.
Η αγροτική παραγωγή, στον γεωργικό και τον κτηνοτροφικό τομέα, είναι ασύμφορη όχι μόνο για τη φτωχή αγροτιά (εδώ και χρόνια), αλλά και για τμήμα της πλούσιας αγροτιάς, που αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μειοψηφία του αγροτικού κόσμου. Ιστορικά, η αγροτική παραγωγή ήταν ασύμφορη, γιατί η «βιομηχανική πόλη» επιβάλλει τους όρους της, που είναι η εξασφάλιση φτηνών αγροτικών προϊόντων ως πρώτη ύλη για τη βιομηχανία. Γι’ αυτό, ακόμα και στην περίοδο από το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, που η καπιταλιστική ΕΕ ήθελε να εξασφαλίσει επάρκεια σε αγροτικά προϊόντα, παρατηρούνταν το φαινόμενο της εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής και του χωριού από δεκάδες χιλιάδες φτωχούς αγρότες κάθε χρόνο.
Η αγροτική παραγωγή συνεχίζει να είναι ασύμφορη, γιατί ο γερμανογαλλικός άξονας που καθορίζει τις εξελίξεις στην ΕΕ, προκειμένου να κυριαρχήσει στις αγορές του λεγόμενου τρίτου κόσμου, ελευθέρωσε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων απ’ αυτές τις χώρες, καταργώντας ποσοστώσεις και δασμούς. Οι υπουργοί Εξωτερικών όλων των κυβερνήσεων ψήφισαν υπέρ αυτής της ελευθερίας στις συνεδριάσεις των Συμβουλίων Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ. Ετσι, προδιαγράφηκε το μέλλον για όλη τη φτωχή αγροτιά και τμήμα της πλούσιας αγροτιάς. Μέλλον πλήρους εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής και του χωριού.
Οι αγρότες αμφισβήτησαν τον κυβερνητικό ισχυρισμό ότι το περιβόητο κυβερνητικό πακέτο ανέρχεται στα 170 εκατ. ευρώ. Το πακέτο αυτό είναι πενιχρό, γιατί δεν καλύπτει ούτε στο ελάχιστο τα αιτήματά τους, που κι αν ικανοποιούνταν, δεν θα εξασφάλιζαν κανένα ανεκτό επίπεδο ζωής στην αγροτιά. Γιατί, όπως αναφέραμε, η «βιομηχανική πόλη» επιβάλλει τους όρους της, που είναι η εξασφάλιση φτηνών αγροτικών προϊόντων για τη βιομηχανία της.
Οι συγκυριακές αυξήσεις σε μερικά αγροτικά προϊόντα, φέτος το φθινόπωρο, όπως παραδείγματος χάριν στο σύσπορο βαμβάκι και το πρόβειο γάλα, δεν θα είναι κάτι μόνιμο. Και το κυριότερο, θα εξαφανιστούν από το τεράστιο ράλι των τιμών στα καλλιεργητικά εφόδια, νερό, ρεύμα, λιπάσματα ζωοτροφές κ.ά.
Η αύξηση στο νωπό πρόβειο γάλα είναι συγκυριακή και οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες Οι τιμές στο πρόβειο γάλα που παράγεται σε χώρες μέλη της ΕΕ έχουν ανέβει πολύ, γιατί λόγω της πανδημίας αναγκάστηκαν να αφυδατώνουν το γάλα και να το πωλούν στην κινέζικη αγορά σε μορφή σκόνης. Ετσι, οι γαλακτοβιομήχανοι και τυροκόμοι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην αγορά ελληνικού πρόβειου γάλακτος, με αποτέλεσμα η αυξημένη ζήτηση να ανεβάσει τις τιμές. Οπως αντιλαμβάνεστε, αυτή η άνοδος σίγουρα δε θα έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ας σημειωθεί ότι λόγω της αυξημένης τιμής του πρόβειου γάλακτος, γαλακτοβιομήχανοι και τυροκόμοι γενίκευσαν αυτή την περίοδο τη χρήση αγελαδινού γάλακτος στην παραγωγή «μαϊμού» φέτας, βοηθούμενοι στο παράνομο έργο τους από τα στραβά μάτια που κάνουν η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα ΔΣ του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και του ΕΦΕΤ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αξιοποιεί το ράλι των τιμών στα καλλιεργητικά εφόδια προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία ξεκληρίσματος τη φτωχής αγροτιάς. Δεν πρωτοτυπεί, βέβαια. Την ίδια στόχευση είχαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι κυβερνήσεις όλων των αποχρώσεων, όπως και η σημερινή, ιδιαίτερα την περίοδο των αγροτικών κινητοποιήσεων ανασύρουν από το ιδεολογικό οπλοστάσιό τους τη γνωστή δουλική θεωρία για τα δήθεν οφέλη που είχε η χώρα μας από την ένταξή της στην ΕΕ, καθώς και η αγροτιά από τις κοινοτικές επιδοτήσεις. Εδώ και χρόνια έχουμε καταδείξει με πληρότητα, μέσω της αρθρογραφίας μας, ότι αυτοί οι ισχυρισμοί των κυβερνήσεων είναι ψευδείς και ανυπόστατοι. Κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε εν συντομία την ουσία.
Κρατάει χρόνια η κολόνια της ευρωλαγνείας. Και όλες τις εποχές το βασικό επιχείρημα είναι «τα λεφτά που παίρνουμε». Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Μιλώντας απλά, θα λέγαμε το ακριβώς αντίθετο. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες αφαιμάζουν τις πιο καθυστερημένες. Η στενή λογιστική προσέγγιση, δηλαδή στη βάση του κοινοτικού προϋπολογισμού, είναι εντελώς παραπλανητική. Γιατί οι ιμπεριαλιστικές χώρες εισφέρουν περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όμως μέσω του μηχανισμού που ονομάζεται ΕΕ έχουν ανοίξει ορθάνοιχτες οι αγορές των εξαρτημένων χωρών.
Για την Ελλάδα, το κλασικότερο παράδειγμα που αποδεικνύει αυτή την ανισότιμη σχέση είναι το ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Μέχρι την ένταξη στην πρώην ΕΟΚ η Ελλάδα είχε θετικό ισοζύγιο με τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εδώ και χρόνια το ισοζύγιο έχει γίνει αρνητικό. Για να μη μιλήσουμε για τον απόλυτο έλεγχο της βιομηχανίας, τους οικονομικούς προσανατολισμούς, ακόμα και την επιστροφή κονδυλίων στις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, ενώ τυπικά φαίνεται πως κατευθύνονται στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, κονδύλια που χρηματοδότησαν μεγάλα έργα στην Ελλάδα, όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων, η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου, οι αυτοκινητόδρομοι, επέστρεψαν στη Γερμανία και τη Γαλλία, αφού δικές τους εταιρίες κατασκεύασαν και εκμεταλλεύονται τα έργα.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων τόσο με τις χώρες της ΕΕ όσο και με τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και από πλεονασματική η Ελλάδα άρχισε να γίνεται ελλειμματική στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα φούσκωνε και τον Νοέμβρη του 2007 έφτασε στα 3 δισ. ευρώ. Από το 2009 το εμπορικό έλλειμμα άρχισε να μειώνεται, γιατί απλούστατα άρχισαν να μειώνονται δραστικά οι εισαγωγές, λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής ύφεσης και όχι γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Τόσο το γαλλικό και γερμανικό κεφάλαιο, που χαράσσουν την πολιτική των κρατών της ΕΕ, όσο και το κεφάλαιο των λεγόμενων βόρειων χωρών βγάζει τεράστια κέρδη από τις μεγάλες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (και όχι μόνο) στην Ελλάδα. Βγάζουν τεράστια κέρδη από την πώληση των αγροτικών προϊόντων, γιατί τα πουλάνε σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Φυσικά, το κεφάλαιο των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών βγάζει τεράστια κέρδη και από άλλες πηγές, εκμεταλλευόμενο το γεγονός ότι αυτό καθορίζει τις πολιτικές των λεγόμενων θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Γι’ αυτό, όταν κάνουμε ισολογισμό των εκροών και εισροών από την ελληνική οικονομία προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών της ΕΕ, θα πρέπει να συνυπολογίζουμε και αυτούς τους παράγοντες. Αν τους συνυπολογίσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα και ο σκληρά εργαζόμενος ελληνικός λαός βγαίνουν χαμένοι. Φυσικά, οι κυβερνήσεις, μπλε, πράσινες και ροζ, και οι αβανταδόροι τους κάνουν μονόπλευρη λογιστική προσέγγιση. Αποκρύπτουν τα δισεκατομμύρια ευρώ που παίρνει το κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών από τον ελληνικό λαό, μέσω του εμπορικού ισοζυγίου.
Καταστροφή της φτωχής αγροτιάς
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το μεγάλο κεφάλαιο των ευρωπαϊκών κρατών επεδίωκε και συνάμα βοηθούσε στην ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής στην ΕΕ. Αυτό συνέβαινε πρώτον γιατί πολλά από τα αγροτικά προϊόντα είναι πρώτη ύλη για τη μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Δεύτερον, γιατί θέλει να παραμένει σχετικά χαμηλά η τιμή της εργατικής δύναμης. Και για να συμβεί αυτό θέλει να ζουν κοντά στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις εργατοαγρότες που δουλεύουν στις φάμπρικες και ταυτόχρονα στο δικό τους χωράφι. Τρίτον, γιατί ακόμη τότε το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο, στον ανταγωνισμό με το αμερικάνικο κεφάλαιο, δεν είχε ενισχύσει τις θέσεις του στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου.
Οταν όμως άρχισε σιγά-σιγά να ενισχύει τις θέσεις του, άρχισε βαθμιαία ν’ ανοίγει τις αγορές των κρατών της ΕΕ στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και βαθμιαία να καταργεί τις ποσοστώσεις και τους δασμούς. Για τους λόγους αυτούς, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ έπαιρναν αποφάσεις στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με τις οποίες ενίσχυαν και τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Από τις αρχές, όμως, της δεκαετίας του ‘90 αλλάζουν αρκετά πράγματα, που οδηγούν στην αλλαγή προσανατολισμού του μεγάλου κεφαλαίου της ΕΕ και ιδιαίτερα του γαλλογερμανικού, που καθορίζει τις εξελίξεις στην ΕΕ. Ποια πράγματα άλλαξαν;
Πρώτον, ολοκληρώθηκε ο κύκλος της πτώσης των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γιγαντωθεί το μεταναστευτικό ρεύμα από τις χώρες αυτές και έτσι οι χώρες της ΕΕ να εξασφαλίσουν φτηνή εργατική δύναμη. Ετσι, δεν είχαν πια ανάγκη τους ευρωπαίους εργατοαγρότες και την αγροτική τους παραγωγή και παραπέρα την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή στην έκταση που υπήρχε τις προηγούμενες δεκαετίες.
Δεύτερον, ο γαλλογερμανικός άξονας πέτυχε να ενισχύσει προς το συμφέρον του τις θέσεις της ΕΕ στις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε, ως δέλεαρ, ν’ ανοίξει η ΕΕ τις αγορές της στα αγροτικά προϊόντα των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, μέσω της προοδευτικής μείωσης των δασμών και της αύξησης των ποσοστώσεων. Ετσι, φτάσαμε πια στην πλήρη κατάργηση των δασμών και στην ελεύθερη είσοδο βασικών αγροτικών προϊόντων.
Την ίδια αυτή περίοδο (1990-2010) και ιδιαίτερα την υποπερίοδο 1990-2000, τα λεγόμενα θεσμικά όργανα της ΕΕ «ανακαλύπτουν» ότι ο όγκος της αγροτικής παραγωγής είναι πολύ μεγάλος για τις ανάγκες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων είναι πολύ ψηλές, ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός είναι πολύ μεγάλος και ότι πρέπει να καταργηθεί η ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Ετσι, βαθμιαία καταργούν την ενίσχυση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και περνούν σε πολιτική ενίσχυσης των αγροτών, προνοιακού χαρακτήρα. Μια πολιτική που συνδυασμένη με την πολιτική ελεύθερης εισόδου των αγροτικών προϊόντων από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου οδήγησε στη δραστική συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σ’ όλες τις χώρες της ΕΕ.
Ετσι, η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξασφαλίζει μεγάλες ποσότητες φτηνών αγροτικών προϊόντων από τις τρίτες χώρες και έχουμε το φαινόμενο ν’ αυξάνονται οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ. Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα, όπως ήταν επόμενο, είναι πιο δραματικές, τόσο για το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων όσο και για τη φτωχολογιά του χωριού.
Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση ν’ αναστραφεί η κατάσταση στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων, γιατί αυτή είναι η στρατηγική επιλογή του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ. Αυτό αποδείχτηκε και κατά τα μνημονιακά χρόνια, όταν οι ευρωλάγνοι ισχυρίζονταν ότι το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων, του «πρωτογενούς τομέα» όπως έλεγαν, θα συμβάλει στον περιορισμό της καπιταλιστικής ύφεσης. Φυσικά, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ούτε πρόκειται να συμβεί.
Ο μύθος των κοινοτικών επιδοτήσεων
Κάθε φορά το ίδιο παραμύθι: οι σπουδαίες κοινοτικές ενισχύσεις, τις οποίες με σκληρή διαπραγμάτευση κατάφερε να αποσπάσει ο πρωθυπουργός. Κάθε φορά ο ίδιος σκυλοκαυγάς: δεν μπορείτε να δώσετε σκληρή μάχη, αν ήμασταν εμείς θα παίρναμε περισσότερα. Ενα παραμύθι και ένας σκυλοκαυγάς που τείνουν να δημιουργήσουν στον ελληνικό λαό το αίσθημα του επαίτη, το αίσθημα του παράσιτου. Οτι τον ταΐζουν οι πλούσιοι Ευρωπαίοι, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ψωμολυσσούσε.
Εχουμε αποκαλύψει και άλλες φορές, ότι σε συναντήσεις τους με ηγέτες ιμπεριαλιστικών κρατών της ΕΕ οι έλληνες πολιτικοί δε δέχονται την άποψη ότι η πλούσια Ευρώπη βοηθάει τη φτωχή Ελλάδα. Ξεκαθαρίζουν αυτό που είναι η αλήθεια και που το ξέρουν όλοι: ότι τις ενδοκοινοτικές οικονομικές σχέσεις δεν μπορείς να τις προσεγγίζεις με μια στενή λογιστική προσέγγιση. Αυτά που εμφανίζονται ως ροή κονδυλίων από τις πλουσιότερες προς τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ είναι ένα είδος ενοικίου, που πληρώνουν αυτές οι χώρες για την αποκλειστική νομή (για να μην πούμε το πλιατσικολόγημα) των αγορών των φτωχών χωρών.
Ας θυμίσουμε, λοιπόν, μερικά πράγματα, για να καταλάβουμε καλύτερα το πραγματικό περιεχόμενο της «μεγάλης εθνικής επιτυχίας» που παρουσιάζει κάθε έλληνας αστός πρωθυπουργός ο οποίος συμμετέχει σε κάποια σύνοδο κορυφής για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Εμείς ποτέ δεν μπήκαμε στον πειρασμό να ασχοληθούμε με το αν ο τάδε πρωθυπουργός μπορούσε να πάρει περισσότερα και δεν τα κατάφερε λόγω… μπουνταλοσύνης ή… οσφυοκαμψίας. Ο καθένας από δαύτους παίρνει αυτά που του δίνουν. Το παζάρι το κάνουν Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Βέλγοι (μέχρι το Brexit και Βρετανοί) με βάση τα δικά τους συμφέροντα και τις γενικότερες ισορροπίες. Οι υπόλοιποι παίζουν απλά βοηθητικό ρόλο.
Ποιος παίρνει τις επιδοτήσεις; Τις παίρνει μήπως η φτωχή αγροτιά; Η πραγματικότητα των αριθμών αποκαλύπτει ότι οι επιδοτήσεις στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα τους κατευθύνονται προς το μεγάλο κεφάλαιο (βιομηχανικό, εμπορικό και αγροτικό). Ενας άνθρωπος υπεράνω υποψίας, ο συνεργάτης του ΙΟΒΕ (όργανο του ΣΕΒ) Γ. Mέργος, σε μελέτη του «O αγροτικός τομέας στη δεκαετία του ‘90: τάσεις και επιλογές πολιτικής» έγραφε: «Γενικότερα οι οικονομικές ενισχύσεις προς τον αγροτικό τομέα αυξήθηκαν από 20% περίπου, που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, σε 35-40% στο τέλος της δεκαετίας (σ.σ εδώ τα φουσκώνει). Eπομένως υπάρχει μια σημαντική μεταφορά στο αγροτικό εισόδημα, όμως από το ποσό αυτό μόνο το 40% περίπου δίνεται απ’ ευθείας στους αγρότες και επομένως ένα μέρος διαφεύγει προς μη αγροτικούς τομείς». Eίναι λοιπόν πέρα από κάθε αμφισβήτηση το γεγονός πως και από τις κοινοτικές επιδοτήσεις που πηγαίνουν στην αγροτική παραγωγή μόνο ένα μέρος καρπώνεται η αγροτιά.
H λογιστική προσέγγιση του ζητήματος των κοινοτικών επιδοτήσεων έχει κι άλλες πτυχές. Yπάρχει για παράδειγμα η πτυχή του εμπορικού ισοζύγιου.
- Tο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων της Eλλάδας με τις χώρες της EE, ενώ μέχρι το 1980 ήταν θετικό, από το 1981 έγινε μόνιμα ελλειμματικό.
- Tο εμπορικό ισοζύγιο της Eλλάδας με όλες τις χώρες, ενώ ήταν θετικό, από το 1981 έγινε μόνιμα ελλειμματικό.
Eμάς, βέβαια, δεν μας ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις του ελλείμματος του ισοζύγιου αγροτικών εμπορευμάτων στην ελληνική οικονομία γενικά και αόριστα, αλλά οι επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τη φτωχολογιά των πόλεων. Oλοι αυτοί αγοράζουν αγροτικά προϊόντα για ατομική κατανάλωση, που εισάγονται από την EE σε τιμές ευρωπαϊκές, που είναι πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Eισάγονται για παράδειγμα από την EE κρέας και ζωντανά ζώα σε τιμές μεγαλύτερες από τις διεθνείς. Eισάγονται γάλα και γαλακτομικά σε τεράστιες ποσότητες.
Aν ποσοτικοποιούσαμε αυτές τις επιπτώσεις, θα διαπιστώναμε το μέγεθος της αλητείας των κομμάτων των αφεντικών, που χωρίς τσίπα πιπιλάνε την καραμέλα του πακτωλού που πηγάζει από την E(νωση) E(κμεταλλευτών) και χύνεται στην Eλλάδα. Oποιος μελετήσει τα σχετικά στοιχεία μένει χωρίς καμιά αμφιβολία πως στην πραγματικότητα έχουμε μια μεγάλη μεταφορά εισοδήματος από την Eλλάδα προς τις ανεπτυγμένες χώρες της EE. Mια μεταφορά εισοδήματος που κόστισε πάρα πολύ στη φτωχή αγροτιά, την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα.
Oι φτωχοί αγρότες αγοράζουν μηχανήματα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές κ.ά, που εισάγονται από τις χώρες τις EE σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Kαι κάτι παραπάνω, γιατί αυτές αυξάνονται με ρυθμούς πιο γρήγορους απ’ ό,τι οι τιμές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων που εξάγονται στην EE. Eίναι λοιπόν μεγάλο ψέμα η προπαγάνδα για πακτωλό από τον κοινοτικό κορβανά.
Aυτό δεν το λέμε μόνο εμείς. Eπικαλούμαστε και πάλι τον Γ. Mέργο, που στη μελέτη που προαναφέραμε γράφει: «Eίναι αναμφισβήτητο ότι η εφαρμογή της KAΠ οδήγησε σε αύξηση του εμπορίου της Eλλάδας με την κοινότητα σε βάρος των τρίτων χωρών. Aυτό είχε ως συνέπεια να προμηθεύεται η χώρα μας ζωικά προϊόντα όχι σε τιμές διεθνείς, όπως πριν, αλλά στις πολύ υψηλότερες τιμές της KAΠ, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεταφορά εισοδήματος από την Eλλάδα προς τις υπόλοιπες χώρες».
Γεράσιμος Λιόντος