Οχι, δεν είναι πόλωση αυτό το οποίο βλέπουμε. Είναι μία χυδαία τοξικότητα και μία προσπάθεια να βουλιάξει η πολιτική ζωή του τόπου σε έναν βούρκο, με έναν στόχο μόνο: τελικά να υπάρχει πολιτική αποσταθεροποίηση και να πληγεί η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός προσωπικά.
Αυτό το οποίο βλέπουμε να συμβαίνει με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών -είμαι πολλά χρόνια στην πολιτική, ξέρετε, έχω ακούσει πολλά πράγματα-, αυτό πραγματικά ξεπερνά κάθε όριο. Κάθε όριο.
Και επιτρέψτε μου να μιλήσω λίγο πιο προσωπικά και συναισθηματικά. Εχω ακούσει πάρα πολλά, ξέρετε, στην πολιτική μου διαδρομή. Τις εποχές των μνημονίων ακούγαμε ότι είμαστε «προδότες» και «Γερμανοτσολιάδες». Εχουμε ακούσει ότι είμαστε «συμμορία παιδεραστών», ότι είμαστε «λαθρέμποροι». Τώρα μας είπαν μέχρι και «δολοφόνους».
Θέλω να το πω ξεκάθαρα, όπως το αισθάνομαι: αρκετά πια με αυτή την αθλιότητα. Αυτά πρέπει να σταματήσουν. Δεν γίνεται να πορευτούμε άλλο σε αυτό το κλίμα.
Και δεν είναι μόνο, ξέρετε, τα τρολ του διαδικτύου. Αυτά υιοθετούνται με έναν, θα έλεγα, ακόμα πιο χυδαίο τρόπο -γιατί αν είχαν τουλάχιστον τα κότσια να βγουν να τα πούνε ανοιχτά…- εν είδει ερωτημάτων, μεταφέρονται στη Βουλή.
Και φτάνουμε στο σημείο σήμερα, εν μέσω όλων αυτών των εξελίξεων για τις οποίες σας μίλησα πριν, να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το πολιτικό κλίμα στην πατρίδα μας. Μία ανείπωτη τραγωδία, που καταλαβαίνω τι συναισθήματα μπορεί να προκαλεί, να τη χρησιμοποιούν κάποιοι όχι για να μάθουν την αλήθεια, όχι για να ξεκινήσει η δίκη -νομίζω κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν για όλα αυτά-, όχι για να αποδοθούν ευθύνες, όχι για να φτιάξουμε τα τρένα μας, που είναι το βασικό ζήτημα το οποίο αφορά την κυβέρνηση, διότι τα υπόλοιπα αφορούν στη Δικαιοσύνη, παρά μόνο για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον μεγάλης αναταραχής και θα έλεγα προσπάθειας να γίνει τι ακριβώς;
Ποια είναι η εναλλακτική πολιτική πρόταση η οποία υπάρχει στη χώρα σήμερα; Αν θέλουν να έρθουν στη Βουλή, να έρθουν να δοκιμάσουν να μας ρίξουν. Είμαστε όμως μία χώρα η οποία έχει θεσμούς και έχει συνταγματική τάξη και η κυβέρνηση αυτή είναι εκλεγμένη κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια, μέχρι το 2027, και θα συνεχίσει το έργο της και θα το θέσει στην κρίση του ελληνικού λαού όταν ολοκληρωθεί ο τετραετής κύκλος διακυβέρνησης.
Να πω και κάτι ακόμα. Eχουμε ζήσει πολλά ως χώρα. Εχουμε ζήσει τη Marfin, έχουμε ζήσει τις πλατείες των «αγανακτισμένων», έχουμε ζήσει την τραγωδία του 2015. Δεν υπάρχει σήμερα ένα κοινωνικό και οικονομικό υπόστρωμα που να προκαλεί μία τέτοια αντίδραση. Κάτι άλλο συμβαίνει.
Ενα δίκαιο αίτημα -το οποίο, θα το πω, το καταλαβαίνω πρώτος εγώ- να αποδοθεί δικαιοσύνη και να μπορέσουμε πραγματικά να προσφέρουμε στην πατρίδα μας ασφαλείς και σύγχρονους σιδηρόδρομους, αυτό, όμως, να μετατρέπεται σε ένα κλίμα το οποίο, αυτή τη στιγμή, εγώ όσα χρόνια είμαι στην πολιτική κάτι τέτοιο δεν έχω ξαναζήσει.
Εχει τεράστιες ευθύνες η αντιπολίτευση, σύσσωμη η αντιπολίτευση. Δεν αναφέρομαι μόνο στους πιο ακραίους, οι οποίοι εξακολουθούν να αναμασούν τις ίδιες θεωρίες συνομωσίας, οι οποίες έχουν ουσιαστικά απαντηθεί και εξουδετερωθεί η μία μετά την άλλη. Τα συστημικά κόμματα, η αξιωματική αντιπολίτευση που αμφισβητεί ευθέως τη Δικαιοσύνη, ο ΣΥΡΙΖΑ που με περισσή αθλιότητα υιοθέτησε αυτές τις αναφορές σε ένα τραγικό περιστατικό. Πέθανε ένας άνθρωπος, δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί, σήμερα κηδεύτηκε, και να αφήνονται υπονοούμενα ότι πίσω από αυτό βρίσκεται η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός;
Εγώ θέλω να στείλω ένα ξεκάθαρο μήνυμα και από εδώ, με την ευκαιρία που μου κάνετε αυτή την ερώτηση: έχω ένα χρέος σήμερα, πρώτη μου ευθύνη είναι να κρατήσω σταθερό το σκάφος της πατρίδας μας εν μέσω αυτών των εξαιρετικά ταραγμένων καιρών. Αυτή τη δέσμευση ανέλαβα, θα τη φέρω εις πέρας. Οι υπόλοιποι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Το Σύνταγμα προβλέπει σαφείς διαδικασίες.
Και μιας και με ρωτήσατε για την κοινοβουλευτική τάξη, να σας πω ότι ακόμα αναμένω την πρόταση δυσπιστίας, η οποία έχει προαναγγελθεί. Περιμένω να πάμε στη Βουλή, να συζητήσουμε, να μιλήσουμε, να πέσουν οι μάσκες. Να αποδομήσουμε μία-μία όλες τις θεωρίες συνομωσίας οι οποίες διακινήθηκαν και να απαντήσουμε με ειλικρίνεια και ευθύτητα στον ελληνικό λαό για το τι έχουμε κάνει, για το τι θα κάνουμε. Να μιλήσουμε ειλικρινά για τα όποια λάθη μπορεί να έχουν γίνει. Δεν έχω κρυφτεί ποτέ.
Αν η αντιπολίτευση δεν είναι σε θέση να οργανωθεί και να κάνει πρόταση δυσπιστίας, σας διαβεβαιώνω ότι αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του σχετικού πορίσματος του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, η κυβέρνηση αμέσως θα πάει στη Βουλή σε προ ημερησίας συζήτηση για να μπορέσουν όλοι να τοποθετηθούν.
Και ο ελληνικός λαός, ο οποίος σήμερα, ναι, είναι καχύποπτος και, ναι, μπορεί να πιστεύει πολλά πράγματα τα οποία εγώ θεωρώ ότι δεν είναι πραγματικά, να ακούσει αυτή τη συζήτηση και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Παραθέτουμε ολόκληρη την απάντηση του Μητσοτάκη (η έμφαση δική μας) στην ερώτηση-πάσα που του έκανε φίλιος (το λέμε όσο πιο κομψά γίνεται) δημοσιογράφος σε φιέστα των -ακόμα πιο φίλιων- βιομήχανων της βόρειας Ελλάδας. Δεν είπε απολύτως τίποτα επί της ουσίας. Αναρωτιέται μόνο: «είναι δυνατόν εμείς να συγκαλύπτουμε, εμείς να είμαστε δολοφόνοι, εμείς να είμαστε έτσι ή αλλιώς;». Μ’ άλλα λόγια, προσφέρει στον εαυτό του και στην κυβέρνησή του, όχι το ποινικό τεκμήριο της αθωότητας, αλλά ένα πολιτικό τεκμήριο αθωότητας, αγνότητας, εντιμότητας, χρηστής διοίκησης και τα παρόμοια.
Το προσφέρει ο ίδιος αυτό το τεκμήριο, μιλώντας με τη λογική του ελέω θεού μονάρχη. Επειδή, όμως, τυπικά-συνταγματικά δεν είναι τέτοιος, καταφεύγει στην πρόκληση: άμα σας βαστάει, ελάτε στη Βουλή να με ρίξετε. Ξέρει ότι καμιά πιθανότητα δεν υπάρχει να πέσει η κυβέρνησή του με πρόταση μομφής της αντιπολίτευσης. Ουδέποτε έπεσε κυβέρνηση με τέτοιο τρόπο. Αν θυμόμαστε καλά, μόνο οι δύο πρώτες κυβερνήσεις των «αποστατών» του 1965 (κυβερνήσεις Αθανασιάδη-Νόβα και Τσιριμώκου) έπεσαν γιατί δεν πήραν ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Τότε, όμως, υπήρχαν οι ειδικές συνθήκες της διάσπασης του κυβερνώντος κόμματος, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. Ολες τις άλλες φορές, μια πρόταση μομφής συσπειρώνει τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος γύρω από την ηγεσία τους.
Γι’ αυτό και πρόκειται για πολιτειακή ψευτομαγκιά του Μητσοτάκη. Με μια κυβερνητική πλειοψηφία αδιατάρακτη, έχει σίγουρη την «αθώωση» στη Βουλή. Στο λαό, όμως; Χτεσινό γκάλοπ της Μetron Analysis για το Συγκρότημα Μαρινάκη «μέτρησε» 68% αρνητικές και μόλις 24% θετικές γνώμες στην αξιολόγηση της κυβέρνησης και 67% αρνητικές και μόλις 28% θετικές γνώμες στην αξιολόγηση του πρωθυπουργού. Για την «υπόθεση των Τεμπών», το 71% θεωρεί ότι «υπάρχει κυβερνητική προσπάθεια για συγκάλυψη των ευθυνών» και μόλις το 26% θεωρεί ότι «η ∆ικαιοσύνη λειτουργεί και θα αποδώσει τις ευθύνες όπου υπάρχουν».
Τα γκάλοπ «στήνονται», βέβαια, κι εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο ν’ αλλάξουμε τη γνώμη μας γι’ αυτό. Εν προκειμένω, είναι σίγουρο ότι απαλύνθηκε η δυσμενής για την κυβέρνηση εικόνα. Ξέρουμε όλοι και όλες -και σίγουρα το έχουν μεταφέρει και στον έγκλειστο στο παλάτι του Μαξίμου Μητσοτάκη- ποια είναι η εικόνα μέσα στο λαό, ιδιαίτερα στη νέα γενιά. Το δείχνει, άλλωστε, και η πρωτοφανής συμμετοχή στις διαδηλώσεις, σε μια περίοδο όπου το κοινωνικό κίνημα είναι γενικά «καθισμένο».
Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης -που κατηγορεί τους άλλους για συνωμοσιολόγους- βάζει μπροστά τη συνωμοσιολογία: «με έναν στόχο μόνο: τελικά να υπάρχει πολιτική αποσταθεροποίηση», «εγώ όσα χρόνια είμαι στην πολιτική κάτι τέτοιο δεν έχω ξαναζήσει… Δεν υπάρχει σήμερα ένα κοινωνικό και οικονομικό υπόστρωμα που να προκαλεί μία τέτοια αντίδραση. Κάτι άλλο συμβαίνει»! Τι «άλλο» συμβαίνει; Ποιοι θέλουν την «πολιτική αποσταθεροποίηση»; Γιατί δεν μας το λέει;
Ακόμα και τη συνωμοσιολογία -όπως την αποκαλεί ο ίδιος- γύρω από το θάνατο του γιου της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας, αυτός τη φούντωσε.
Δεν ήταν η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γ. Αδειλίνη, άτομο που έχει αποδείξει ότι δεν επιλέχτηκε τυχαία από τον Μητσοτάκη γι’ αυτό το πόστο, που δήλωνε στις 3 Γενάρη, ελάχιστες μέρες μετά την εξαφάνιση του Βασίλη Καλογήρου, τα εξής εκπληκτικά; «Εκφράζουμε τη θλίψη και αγανάκτησή μας για την προσπάθεια μερίδας του Τύπου να συνδέσει ή να συσχετίσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το συμβάν αυτό με την άσκηση των εισαγγελικών καθηκόντων της συναδέλφου και μητέρας του αναζητουμένου προσώπου».
Δεν ήταν ο… ειδικός επί των αρχειοθετήσεων, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων, Α. Ζήσης, που εξέδιδε την εξής εκπληκτική ανακοίνωση; «Με αφορμή δημοσιεύματα, δηλώσεις και αναλύσεις δήθεν ειδικών που αναφέρονται στην εξαφάνιση υπό συνθήκες που διερευνώνται συγγενικού προσώπου εισαγγελικής λειτουργού και επιχειρούν να συνδέσουν το γεγονός αυτό με την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης εισαγγελικής λειτουργού και τον χειρισμό από αυτήν δικογραφιών σε βάρος γνωστών παραγόντων της τοπικής κοινωνίας, η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος εκφράζει τη θλίψη και αγανάκτησή της».
«Θλίψη και αγανάκτηση» και οι δύο (ούτε στις λέξεις δεν διαφοροποιήθηκαν λίγο), για μια υπόθεση που ακόμα βρισκόταν υπό αστυνομική διερεύνηση! Για ποιο λόγο δυο ανώτατοι δικαστικοί, του εισαγγελικού κλάδου, παρεμβαίνουν σε ανοιχτή υπόθεση, εκφράζοντας άποψη περί μη συσχέτισής της με άλλη υπόθεση (αυτή του εγκλήματος των Τεμπών); Γιατί αυτή η βιασύνη; Γιατί η αποσυσχέτιση από μια άλλη υπόθεση, που δεν προέκυπτε από πουθενά (όπως δεν προέκυπτε και το αντίθετο); Εμπειροι δικαστικοί είναι, ξέρουν πολύ καλά ότι δεν πρέπει να παρεμβαίνουν σε ανοιχτές υποθέσεις, που αποτελούν αντικείμενο αστυνομικής έρευνας, και να δίνουν συγκεκριμένη κατεύθυνση στην αστυνομική έρευνα. Αν υπήρχε ανάγκη να παρέμβουν (που δεν υπήρχε καμιά ανάγκη), το πολύ που θα έπρεπε να πουν είναι ότι «η αστυνομία ερευνά όλα τα ενδεχόμενα και θα βρει την αλήθεια».
Ομως, Αδειλίνη και Ζήσης έναν «γκαϊλέ» είχαν: Να απαλλάξουν την κυβέρνηση και το δικαστικό μηχανισμό από κάθε υποψία. Ετσι, όμως, φούντωσαν τα σενάρια του Διαδικτύου, γιατί όταν γίνονται τέτοιες δηλώσεις, ο κόσμος καταλαβαίνει το αντίθετο, καθώς είναι βέβαιος για τη στενή σχέση της ηγεσίας του δικαστικού μηχανισμού με την κυβέρνηση.
Ο εξαφανισθείς βρίσκεται νεκρός και η μητέρα του, ανώτερη δικαστικός, υπαινίσσεται δολοφονία που έχει «αφεντικό». Ο θείος του, πρώην ανώτατος δικαστικός (αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και πρώην βουλευτής με το ακροδεξιό εθνικιστικοχριστιανικό μόρφωμα «Νίκη», υπαινίσσεται το ίδιο. Και τι κάνει η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου; Αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καθώς βάλλεται πλέον και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Και δηλώνει ότι η μητέρα του νεκρού «λίγες μόλις μέρες μετά την εξαφάνιση του γιου της Βασίλη Καλογήρου, σε επικοινωνία μας, εξέφρασε τη θλίψη και τη δυσαρέσκειά της για δημοσιεύματα που συσχέτιζαν το πιο πάνω γεγονός με τα εισαγγελικά της καθήκοντα. Την ίδια δυσαρέσκεια εξέφρασε η κυρία Αποστολάκη και στην Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος. Αυτός ήταν ο λόγος των ανακοινώσεων στις οποίες προέβησαν στις αρχές Ιανουαρίου και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος, με τις οποίες εν ολίγοις στηλιτεύτηκε οποιαδήποτε σύνδεση του οδυνηρού ανθρώπινου περιστατικού της εξαφάνισης του γιου τής ανωτέρω συναδέλφου εισαγγελέως με κάθε μορφής εκμετάλλευση υπό τον μανδύα της δήθεν ενημέρωσης του κοινού».
Ρωτάμε τους θεσμολάγνους: είναι αυτό θεσμική συμπεριφορά ή θεσμική «κατινιά» του αισχίστου είδους; Είχε, λέει, επικοινωνία με τη μητέρα του θύματος και υφισταμένη της (ποια τηλεφώνησε σε ποια;), εκείνη της εξέφρασε «τη θλίψη και τη δυσαρέσκειά της» και αντί η Αδειλίνη να της πει «κάνε μια ανακοίνωση», έκανε την ανακοίνωση η ίδια! Το ίδιο και ο Ζήσης! Τι λόγο είχαν; Ας απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα.
Εμείς δεν υιοθετούμε απολύτως τίποτα, γι’ αυτή την υπόθεση. Παρακολουθούμε με ανοιχτά τα μάτια, χωρίς φυσικά να έχουμε καμιά εμπιστοσύνη στον αστυνομικό και δικαστικό μηχανισμό, που βρίσκονται σε διατεταγμένη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη υπηρεσία. Και να μην υπήρχε, άλλωστε, η εξαφάνιση και ο θάνατος του Βασίλη Καλογήρου και να αποδειχτεί ότι δεν έχει καμιά σχέση, είναι πάρα πολλά αυτά που αποδεικνύουν την επιχείρηση συγκάλυψης για το έγκλημα των Τεμπών,, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη άρχισε να πραγματοποιεί από την πρώτη μέρα του εγκλήματος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Εγκλημα στα Τέμπη: Δύο χρόνια αργότερα, ο κόσμος δεν ξέχασε
Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι πως ο Μητσοτάκης βρίσκεται πια στη θέση του «ψεύτη βοσκού». Και αλήθεια να πει, κανένας δεν πρόκειται να τον πιστέψει. Ο κόσμος είναι πεπεισμένος πως επιχείρησε συγκάλυψη από την πρώτη στιγμή. Γι’ αυτό και εξελίχτηκε σε προσωπικό του Βατερλό η συνέντευξη στον Σρόιτερ, στην οποία επιχείρησε χοντρό παραμύθιασμα με μια εμφανέστατα κάλπικη αυτοκριτική.
Η αστική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, με διαφοροποιήσεις από κόμμα σε κόμμα, κάνει πολιτική σπέκουλα, τώρα που ο Μητσοτάκης βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο. Χωρίς καθόλου να βαθαίνει στην ουσία, στα πραγματικά αίτια του εγκλήματος, αλλά μένοντας σε πλευρές της επιχείρησης συγκάλυψης. Τι να πουν για την ουσία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, όταν μαζί με τη ΝΔ οργάνωσαν και ολοκλήρωσαν την ιδιωτικοποίηση-πλιάτσικο του ΟΣΕ;
Επαναλαμβάνουμε πως, αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο κόσμος που δεν έχει ξεχάσει κι αν δεν υπήρχε η επιμονή μιας μερίδας των συγγενών των θυμάτων, η συγκάλυψη θα είχε ήδη συντελεστεί. Οπως επιχειρήθηκε να κλείσει πολιτικά με εκείνο το προκλητικό «εμάς μας ξαναψήφισε ο κόσμος», έτσι θα έκλεινε και δικαστικά. Δεν είναι τυχαίο το ότι όλο το καινούργιο υλικό που ενσωματώνεται στη δικογραφία προκύπτει από έρευνες που κάνουν εμπειρογνώμονες που ορίζουν οι οικογένειες των θυμάτων.
Ουδείς δικαιούται να υποτιμήσει τον κόσμο που εκφράζει την οργή του ενάντια στη συγκάλυψη. Αντίθετα, ορμώμενοι από τις διαθέσεις όλου αυτού του κόσμου, οφείλουμε να τον φέρουμε σε επαφή με τα βαθύτερα ζητήματα. Με την ιδιωτικοποίηση, την αρχή όλων των δεινών. Τα μάτια και τα αυτιά είναι πιο ανοιχτά, όταν ο κόσμος συνταράσσεται από ένα αίσθημα αδικίας.