Στον αστερισμό της «υπερεκτέλεσης» κινείται σταθερά και μεθοδικά ο Κρατικός Προϋπολογισμός στο επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2023. Οπως έχουμε γράψει αρκετές φορές, η υπερεκτέλεση στο σκέλος των εσόδων δεν είναι τίποτα άλλο παρά το επικοινωνιακό ισοδύναμο της υπερφορολόγησης των λαϊκών εισοδημάτων.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού για το προαναφερθέν διάστημα, ανήλθαν στα 37,1 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,4 δισ. ευρώ από το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και ελαττωμένα κατά μισό δισ. ευρώ από τις αντίστοιχες προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών. Γιατί έπεσαν έξω οι φωστήρες του υπουργείου; Μήπως δεν προέβλεψαν κάποια γενική φοροελάφρυνση που θα διέταζε ο Κούλης;
Η απόκλιση των πραγματικών εσόδων από τις προβλέψεις της έκθεσης του Προϋπολογισμού προέρχεται από την μη είσπραξη 1,5 δισ. ευρώ για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας Οδού και από την μη εκταμίευση δόσης 1,718 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αντίθετα, η «υπερεκτέλεση» των φόρων συνεχίστηκε κανονικότατα, καθώς τα φορολογικά έσοδα κινήθηκαν στα 33,768 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 2,347 δισ. από τα προβλεπόμενα.
Tο τελευταίο μηνιαίο δελτίο που έστειλε το υπουργείο είναι προσωρινό και δεν μπορούμε να δούμε την κατανομή των φορολογικών εσόδων (ΦΠΑ, φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων κτλ). Δεν χρειάζεται να λιώσουμε από την αγωνία περιμένοντας το οριστικό δελτίο για να ερμηνεύσουμε το εξής χωρίο: «…το υπόλοιπο ποσό της υπερεκτέλεσης προέρχεται από την καλύτερη απόδοση των φόρων εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων του προηγούμενου έτους, που εισπράχθηκαν σε δόσεις μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου 2023, όσο και από την καλύτερη απόδοση στην είσπραξη των φόρων τρέχοντος έτους».
Από την «υπερεκτέλεση» ας περάσουμε στην «υποεκτέλεση» των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού. Οι δαπάνες για το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου ήταν 38,583 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 1,4 δισ. από τις προβλέψεις του υπουργείου και αυξημένες κατά 295 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2022. Η αύξηση αυτή προέκυψε, σύμφωνα με το δελτίο, «κυρίως λόγω των αυξημένων πληρωμών τόκων κατά 1.552 εκατ. ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη και αντίρροπες μεταβολές σε λοιπές κατηγορίες δαπανών».
Συγκρίνοντας τις πραγματικές δαπάνες με τις αντίστοιχες προβλέψεις, οι παροχές προς εργαζομένους αυξήθηκαν κατά 218 εκατ. ευρώ ενώ οι κοινωνικές παροχές κατά μόλις 11 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, οι δαπάνες για τους τόκους του δημοσίου χρέους αυξήθηκαν κατά 856 εκατ. ευρώ ( τι έγινε, δεν δανειζόμαστε πλέον φθηνότερα;).
Κάπως έτσι φτάνουμε στο πρωτογενές πλεόνασμα των 3,55 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,725 δισ. από το προβλεπόμενο. Ταυτόχρονα, τα έσοδα από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων είναι μισό δισ. κάτω από τα προβλεπόμενα, ενώ τα έσοδα από το πολυδιαφημισμένο Ταμείο Ανάκαμψης μειωμένα κατά 1,718 δισ. ευρώ.
Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος κάνει λόγο για πλεόνασμα μαμούθ, για δημοσιοοικονομική τελειότητα. Μάλλον είναι ασύλληπτο για το συγκεκριμένο κομμάτι του Τύπου, να συντηρείς ένα μοντέλο καταλήστευσης των εισοδημάτων των εργαζομένων χωρίς καν να πραγματοποιείς επενδύσεις (ακόμα και σε φιλελεύθερο πλαίσιο). Αυτό το «ασύλληπτο» μοντέλο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το «μεταμνημονιακά» προβλεπόμενο, τουλάχιστον μέχρι το 2060 και βλέπουμε.