Με δελτίο Τύπου, το ΥΠΑΙΘ ενημερώνει ότι δημοσιεύτηκε η ΥΑ (Αριθμ. 160159/ΓΔ4, ΦΕΚ: 6712/Β΄/23 Δεκεμβρίου 2022), η οποία καθορίζει τη «δημιουργία, συγκρότηση, λειτουργία και τεχνική υποστήριξη του Μητρώου Διδακτικών Βιβλίων (ΜΔΒ) και της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης Διδακτικών Βιβλίων (ΨΒΔΒ), καθώς και επόμενα βήματα για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του Πολλαπλού Βιβλίου… σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων ‘’ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ’’».
Αναφέρει επίσης ότι με την επιλογή του πολλαπλού βιβλίου παρέχεται η «δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν το βιβλίο από το οποίο επιθυμούν να διδάξουν στην τάξη, ανάμεσα στα εγκεκριμένα βιβλία που περιλαμβάνονται στο ΜΔΒ, ενώ ταυτόχρονα όλα τα εγκεκριμένα βιβλία θα είναι διαθέσιμα σε ψηφιακή βιβλιοθήκη, προκειμένου οι μαθητές μας να μπορούν να συνδυάσουν πηγές και να καλλιεργήσουν με τον τρόπο αυτό περαιτέρω την κριτική τους σκέψη».
Καταρχάς σημειώνουμε τον ψευδεπίγραφο τίτλο «πολλαπλό βιβλίο», με τον οποίο επιχειρεί το ΥΠΑΙΘ να κρύψει τις δόλιες επιδιώξεις του, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Δεν πρόκειται δηλαδή για πολλαπλό βιβλίο, αλλά για την επιλογή από τους διδάσκοντες ενός και μόνου σχολικού εγχειρίδιου που θα χορηγείται στους μαθητές δωρεάν από μια λίστα εγκεκριμένων βιβλίων από το ΙΕΠ, ενώ τα υπόλοιπα θα είναι σε ψηφιακή μορφή στο διαδίκτυο (Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Διδακτικών Βιβλίων), από τα οποία ο διδάσκων θα προτρέπει τους μαθητές να αντλούν πρόσθετες πληροφορίες.
Πρόκειται σαφώς για απάτη: Το ΥΠΑΙΘ θεωρεί υποκριτικά ότι δεν αρκεί ένα και μοναδικό βιβλίο για να προσεγγίσουν οι μαθητές τη γνώση και την πολυπλοκότητά της και ταυτόχρονα αρνείται να διανείμει δωρεάν σε όλους τους μαθητές όλα τα σχολικά εγχειρίδια που καλύπτουν αυτήν την αναγκαιότητα. Γνωρίζει βεβαίως ότι τα σχολεία δεν διαθέτουν αναβαθμισμένες ψηφιακές υποδομές, πολλώ δε μάλλον μέσα σε κάθε τάξη (όλοι θυμόμαστε τα παρατράγουδα με την τηλεκπαίδευση στο λοκντάουν) και σχολικές βιβλιοθήκες, για να μη μιλήσουμε για τις ατομικές δυνατότητες αυτού του είδους των νοικοκυριών, ειδικά των φτωχών και περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, που η ικανοποίηση ή βελτίωσή τους (η ψηφιακή αναβάθμιση των δυνατοτήτων των ατομικών νοικοκυριών) αντιστρατεύεται το δικαίωμα της δωρεάν παιδείας.
Πέρα από το οικονομικό σκέλος και τη σοβαρότητά του, αξίζει να υπογραμμίσουμε τη σημασία του έντυπου βιβλίου-συγγράμματος-εγχειριδίου ως ιστορικό αλλά και σύγχρονο «διαβατήριο» για την επαφή με τον πλούτο της γνώσης, της επιστήμης, της λογοτεχνίας, τον πολιτισμό. Ειδικά δε, για τα παιδιά τα προερχόμενα από φτωχά λαϊκά στρώματα και κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες, το «διαβατήριο» αυτό είναι και μοναδικό και ανεκτίμητο.
Υπάρχει, όμως, και άλλη ουσιαστική παράμετρος που είναι ο κατακερματισμός του ενιαίου της διδασκαλίας, του ενιαίου αναλυτικού προγράμματος, που δεν θα είναι ίδια για όλα τα σχολεία και για όλα τα παιδιά. Ο στόχος είναι η κοινωνική προέλευση, οι ξεχωριστές «ανάγκες» της καπιταλιστικής αγοράς των διαφορετικών τόπων διαμονής για δεξιότητες και «χέρια», η εθνικότητα, το θρήσκευμα, κ.λπ. να καθορίζουν την επιλογή του ενός και μοναδικού βιβλίου που θα διανέμεται στους μαθητές. Με βάση αυτές τις διαφοροποιήσεις θα επιλέγονται και τα βιβλία από τον διδάσκοντα εκπαιδευτικό. Και βεβαίως όλα τα βιβλία δεν θα έχουν την ίδια βαρύτητα. Αλλα είναι αυτά που θα διανέμονται στα βόρεια προάστεια και άλλα αυτά που θα διανέμονται στο Πέραμα, τα νησιά, την ακριτική Ελλάδα.
Εν τοις πράγμασι, λοιπόν, δρομολογείται και μέσα από το δρόμο του «πολλαπλού βιβλίου», η κατηγοριοποίηση μαθητών, σχολείων και εκπαιδευτικών.
Γι’ αυτό και το «πολλαπλό βιβλίο» ενώνεται σαν το νύχι με το κρέας με όλα όσα αντιδραστικά και αντιεκπαιδευτικά έχει προωθήσει το ΥΠΑΙΘ στην εκπαίδευση:
- την αυτονομία της σχολικής μονάδας, που με κύριο σκοπό την αποδέσμευση του αστικού κράτους από τις υποχρεώσεις του, επιτρέπει την άντληση χρηματοδότησης από «τρίτους», την ιδιωτικο-οικονομική λειτουργία, την εισβολή επιχειρηματικών συμφερόντων στο δημόσιο σχολείο και τις παρεμβάσεις στο περιεχόμενο και στα αναλυτικά προγράμματα σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, χωρίς όμως να διακυβεύεται σε καμιά περίπτωση ο ρόλος και το περιεχόμενο του αστικού σχολείου
- τα «νέα» αναλυτικά προγράμματα, που προωθούν τον αυστηρό προσανατολισμό στις «μοντέρνες» δεξιότητες (soft skills). Δεξιότητες που απαιτεί η καπιταλιστική αγορά εργασίας και αποβλέπουν στη διαμόρφωση σταδιακά, από τις πολύ μικρές ηλικίες, του «μερικού ανθρώπου», του ανθρώπου της μερικής δεξιότητας, του φθηνού και «ευέλικτου» για το κεφάλαιο
- τα «Εργαστήρια Δεξιοτήτων» (εφαρμογή των παλιών «καινοτόμων προγραμμάτων», εμπλουτισμένων με κάποιες νέες θεματικές ενότητες), που ενώ τάχα θεωρούνται σημαντικά για τη σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητας, η επιλογή των θεματικών επαφίεται στο κάθε σχολείο ανάλογα με τις «ανάγκες» του
- τη «μεγαλύτερη ευελιξία» στον τρόπο διεξαγωγής των δοκιμασιών αξιολόγησης των μαθητών
- την ανάπτυξη νέων ταξικών φραγμών, όπως η Τράπεζα Θεμάτων και η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής
- την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, καθώς και την εφαρμογή νέων τρόπων αξιολόγησης όπως ο διαγωνισμός PISA
- τη χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών, του περίφημου «ψηφιακού μετασχηματισμού» του σχολείου, ακόμη και για την αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών κενών εξαιτίας των διορισμών με το σταγονόμετρο και της άγριας εκμετάλλευσης των αναπληρωτών, που τους οδηγεί σε αναγκαστικές παραιτήσεις, κ.λπ.
Είμαστε βέβαιοι ότι κρυφός, απώτερος σκοπός του ΥΠΑΙΘ είναι η κατάργηση των δωρεάν βιβλίων μέσω τάχα του ψηφιοποιημένου σχολικού εγχειρίδιου, πράγμα άλλωστε που καταμαρτυρεί και η έως τώρα εμπειρία: Η Διαμαντοπούλου έμεινε γνωστή στην εκπαιδευτική ιστορία ως η υπουργός της φωτοτυπίας και η υφυπουργός Παιδείας της κυβέρνησης των α(χ)ρίστων Ζέττα Μακρή έστειλε εγκύκλιο στα σχολεία (Αρ. Πρωτ.: Φ.31/ 42917/Δ1, 14-4-2021) για «Επαναχρησιμοποίηση διδακτικών βιβλίων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2021-2022».
Θυμίζουμε επίσης ότι από τον Ιούλιο του 2009 (κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, υπουργός Παιδείας Αρης Σπηλιωτόπουλος) δρομολογείτο η καθιέρωση του «πολλαπλού βιβλίου». Τότε το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ) στο πλαίσιο του «διαλόγου», ανακοίνωσε ότι «υπάρχει μια γενικότερη στάση (μέσα σ’ αυτό) υιοθέτησης του εναλλακτικού (πολλαπλού) σχολικού βιβλίου, συνδυαζόμενης με την αλλαγή του ρόλου του εκπαιδευτικού και υιοθέτησης των Τεχνολογιών της Εκπαίδευσης. Παράλληλα θεωρείται αναγκαίο το βιβλίο να συνδυάζεται με τα μέσα ηλεκτρονικής μάθησης και τάσσεται υπέρ του φακέλου με υποστηρικτικό υλικό για τον εκπαιδευτικό και τον μαθητή, γιατί τη γνώση και τη μάθηση μπορούμε να την προσεγγίσουμε με πολλαπλούς τρόπους».
Ο δε Μπαμπινιώτης, που προΐστατο του ΣΠΔΕ, σε δηλώσεις του είπε ότι «το βιβλίο που θα διδάσκεται σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο θα επιλέγεται από κάθε σχολείο και τον σύλλογο διδασκόντων του. Θα χορηγείται δωρεάν ένα μόνο από τα εγκεκριμένα εναλλακτικά βιβλία, αλλά μέσω σχολικών βιβλιοθηκών και του Διαδικτύου θα ενθαρρύνονται οι δάσκαλοι και οι μαθητές να ανατρέχουν κατά την καθημερινή διδασκαλία σε περισσότερα του ενός βιβλία».
Τέλος, να υπογραμμίσουμε ότι με το «πολλαπλό βιβλίο» ανοίγει πεδίον δόξης λαμπρόν για μέγιστη κερδοφορία των ιδιωτών και των εκδοτικών οίκων που έχουν αναφορά στη συγγραφή σχολικών βιβλίων. Το εναρκήριο λάκτισμα δόθηκε το 2012, επί υπουργείας Α. Διαμαντοπούλου, με την κατάργηση του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) που ήταν ΝΠΔΔ και την ίδρυση του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ», που είναι ΝΠΙΔ.
Γιούλα Γκεσούλη