Δεν ξέρουμε αν το πήρατε είδηση, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη κήρυξε για μια ακόμη φορά το τέλος της πανδημίας. Διά στόματος Κικίλια αυτή τη φορά, ο οποίος ανακοίνωσε ότι φέτος η τουριστική περίοδος θα αρχίσει την 1η του Μάρτη. Κι όπως είναι γνωστό, η τουριστική περίοδος σημαίνει τέλος της πανδημίας. Περιορισμοί τέρμα!
Θα ρωτήσετε «ποιοι περιορισμοί;» και θα ‘χετε δίκιο. Γιατί οι μόνοι περιορισμοί είναι στα γήπεδα και η απαγόρευση των ορθίων στα διασκεδαστήρια. Ο περιορισμός στους καθήμενους πλέον έχει αρθεί, διότι… πάμε καλά. Μπορείτε να είστε ο ένας δίπλα στον άλλο κολλητά, φτάνει να κάθεστε. Και βέβαια, οι όρθιοι δεν απαγορεύονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Οπως δεν απαγορεύεται ο συνωστισμός στους χώρους εργασίας. Εκεί που δεν απαγορεύτηκε ποτέ. Εκεί που λειτουργούν για όλη αυτήν τη διετία της πανδημίας τα μεγάλα εκκολαπτήρια του κοροναϊού, οι βασικές εστίες υπερμετάδοσής του στην κοινότητα.
Τέτοια εποχή πέρυσι ο Μητσοτάκης διακήρυξε -διά διαγγέλματος- ότι διανύουμε το τελευταίο μίλι. Το θυμόσαστε, ασφαλώς, ποιος ξεχνάει τέτοια διαγγέλματα; Το μίλι έγινε μαραθώνιος, αλλά τη δικαιολογία την είχαν έτοιμη (διά στόματος του ακροδεξιού τηλεπλασιέ-τηλεμαϊντανού-υπουργού): Αυτό έπρεπε να πει για να στηρίξει το τουριστικό brand name της χώρας στο εξωτερικό! Στη διάρκεια του μιλίου που έγινε μαραθώνιος χάθηκαν καμιά εικοσαριά χιλιάδες άνθρωποι, αλλά μπρος στα κάλλη τι είν’ ο πόνος; Επρεπε να δουλέψει ο τουρισμός, έστω και με τίμημα την απώλεια του πληθυσμού μιας επαρχιακής πρωτεύουσας νομού.
Φέτος δεν τον κόβουμε να κάνει ανάλογο διάγγελμα ο Μητσοτάκης. Ο Κικίλιας, όμως, μια φιέστα θα την κάνει οπωσδήποτε για να κηρύξει την έναρξη της τουριστικής σεζόν. Εδώ έκανε φιέστα πέρυσι ο προκάτοχός του Mίστερ Μπιν, δε θα κάνει κοτζάμ δίμετρο; «Ανοίγουμε πανιά» διακήρυξε ο Θεοχάρης με φόντο το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Τα όσα ακολούθησαν δεν ήταν αποτέλεσμα της οργής του Ποσειδώνα αλλά της εγκληματικής αμεριμνησίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη. «Ανοίγουμε πανιά για το τέταρτο κύμα», φωνάζαμε εμείς, αλλά… φωνή βοόντων εν τη ερήμω.
Η διαφορά του φέτος από το πέρυσι είναι πως ετοιμάζονται ν’ ανοίξουν τον τουρισμό με μια εκατόμβη νεκρών κάθε μέρα. Δυο βδομάδες μένουν μέχρι την 1η του Μάρτη, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, δύσκολα θα υπάρξει μέχρι τότε αποκλιμάκωση (άξια λόγου αποκλιμάκωση) στους σκληρούς δείκτες της πανδημίας. Γι’ αυτό και σταμάτησε τα διαγγέλματα ο Κούλης. Αυτό δεν το λες και καλό για το τουριστικό brand name της χώρας, αλλά… ελπίζουν πως δε θα επιδράσει αρνητικά.
Ας μην το βασανίζουμε. Για να είμαστε έντιμοι με τον εαυτό μας και με τους ανθρώπους μας, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ηττηθήκαμε. Ηττηθήκαμε όχι ως άτομα, αλλά ως εργατική τάξη, ως εργαζόμενη κοινωνία, ως νεολαία. Ηττηθήκαμε γιατί αφήσαμε τον Μητσοτάκη να μετατρέψει τη χώρα μας σε σύγχρονο Καιάδα. Μια χώρα που είχε την τύχη να μην πληγεί από το πρώτο κύμα της πανδημίας (από καθαρή τύχη, όπως έχουμε εξηγήσει, όχι λόγω της… μεγαλοφυούς πολιτικής των Μητσοτάκη-Τσιόδρα) έχει μετατραπεί σε πρωταθλήτρια και στη θνητότητα και στη θνησιμότητα.
Από τη στιγμή που δεν αγωνιστήκαμε ενάντια σ’ αυτό, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ηττηθήκαμε. Είναι διαφορετικό να χάνεις αγωνιζόμενος και διαφορετικό να χάνεις χωρίς να αγωνιστείς. Στην πρώτη περίπτωση, κάτι θα αποσπάσεις από τον αντίπαλο, κάπως θα βελτιώσεις τα πράγματα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο αντίπαλος θα «εισπράξει» την αγωνιστική αδράνειά σου ως αδυναμία, ως παράδοση άνευ όρων. Και καθώς είναι εξαχρειωμένος, θα επιτεθεί με μεγαλύτερη μανία. Αυτό ζούμε στη χώρα μας με τη διαχείριση της πανδημίας.
Οσο περνάει ο καιρός τα πράγματα γίνονται χειρότερα, όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αισθάνεται την ανάγκη να πάρει ούτε καν εκείνα τα ψευτο-μέτρα (που τα βάφτιζαν λοκντάουν) που έπαιρνε σε προηγούμενες φάσεις. Οι υπουργοί και τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας φτάνουν στο ύψιστο σημείο παλιανθρωπιάς, δηλώνοντας ότι οι νεκροί φταίνε για το θάνατό τους!
Θα έπρεπε να το περιμένουμε ότι πάνω στην ήττα του λαού μας στην άμυνά του έναντι της πανδημίας και της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισής της, θα έχτιζαν και τη στυγνή επίθεσή τους στο μέτωπο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Η οικονομία ακμάζει, λένε, δείχνοντας με καμάρι τους επαίνους της Κομισιόν και τα νούμερα της ΕΛΛΣΤΑΤ και της Eurostat. Τα λαϊκά νοικοκυριά στενάζουν από το ασύλληπτο βάρος της ακρίβειας κι αυτοί δείχνουν στατιστικές που… διαψεύδουν αυτό που βιώνουμε. Ανέβηκε το μέσο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, λένε! Μας βγάζουν και ψεύτες, δηλαδή. Μας λένε ότι γκρινιάζουμε υποκριτικά, ενώ όλα πάνε έξτρα πρίμα, όπως δείχνει και η άνοδος του ύψους των καταθέσεων στις τράπεζες!
Στην οικονομική διαχείριση τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά, αν παραμερίσει κανείς τις περικοκλάδες με τις οποίες σκεπάζουν την αλήθεια οι αστοί πολιτικοί, οικονομολόγοι, δημοσιογράφοι και λοιποί δημοσιολογούντες. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, η κρίση του καπιταλισμού εντοπίζεται στον ενεργειακό τομέα και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό (άνοδος τιμών).
Αυτοί που διοικούν ένα αστικό κράτος πρέπει να φροντίσουν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης με μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής ενέργειας και μείωσης της εξάρτησης από τις εξαγωγές. Τι κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Οχι μόνο συνεχίζει την πολιτική της ιδιωτικοποίησης του κρατικού ομίλου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που αναγκαστικά φέρνει αυξήσεις στις τιμές (οι ιδιώτες μπαίνουν στο μετοχικό κεφάλαιο για να βγάλουν κέρδη), όχι μόνο εξακολουθεί να σκορπά επιδοτήσεις στους πλιατσικολόγους-αρπακτικά της λεγόμενης αιολικής ενέργειας (που αποδεικνύεται στην πράξη παντελώς ανίσχυρη να στηρίξει το ενεργειακό ισοζύγιο), αλλά εγκαταλείπει πρόωρα τη λιγνιτική παραγωγή, αρνούμενη να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό των λιγνιτικών μονάδων ώστε να γίνουν πιο καθαρές (όπως κάνει η ιμπεριαλιστική Γερμανία, που κατά τα άλλα συμμετέχει στο πλιάτσικο με τις ανεμογεννήτριες στην Ελλάδα) και βγάζοντας εκτός λειτουργίας ολόκληρα εργοστάσια (τα οποία, όμως, όταν γονάτισε το σύστημα το περασμένο καλοκαίρι, τα έβαλαν αναγκαστικά σε λειτουργία, χάρη στη σκυλίσια δουλειά των εργατών της ΔΕΗ).
Από την άλλη, τα λαϊκά νοικοκυριά μόνο με δυο τρόπους μπορούν να εξισορροπήσουν τα πλήγματα από τον πληθωρισμό των τιμών. Πρώτο, με αύξηση του εισοδήματός τους (μισθοί – συντάξεις) και δεύτερο με μείωση των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης) που επιβαρύνουν τις τελικές τιμές των προϊόντων.
Τι κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Αρνείται να δώσει αυξήσεις στις συντάξεις, οι οποίες εδώ και δώδεκα χρόνια δέχονται μόνο πλήγματα. Παρεμβαίνει βίαια στη διαμόρφωση του ύψους των μισθών, κρατώντας τον κατώτατο μισθό στα 663 ευρώ, όταν το 2009, πριν από δεκατρία χρόνια, ήταν 751 ευρώ! Και βέβαια, αρνείται οποιαδήποτε μείωση στους έμμεσους φόρους. Οχι μόνο στον ΦΠΑ, αλλά ακόμα και στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα, που οδηγούν την κούρσα των ανατιμήσεων.
Το δόγμα που επίσημα διακηρύσσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη («στοχευμένες κινήσεις για στήριξη των πιο ευάλωτων») είναι το δόγμα των Μνημονίων. Τα Μνημόνια, την ώρα που χτυπούσαν με μανία συντάξεις, μισθούς, κοινωνικές δαπάνες και απογείωναν την κάθε είδους φορολογία -κυρίως την έμμεση- προσθέτοντας και νέα χαράτσια (όπως ο ΕΝΦΙΑ, η εισφορά αλληλεγγύης κ.ά.), τόνιζαν ότι πρέπει να δημιουργηθεί και ένα «δίχτυ ασφάλειας για τους ευάλωτους». Ξέρουμε καλά τι είναι αυτό το «δίχτυ ασφάλειας». Κάποια ισχνά επιδόματα στα εντελώς εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα.
Ετσι, η μισθολογική, η συνταξιοδοτική και η δημοσιονομική πολιτική μετατρέπονται σε οριακή προνοιακή πολιτική. Ο εργάτης και ο μισθωτός εργαζόμενος δεν πρέπει να πάρουν μεγαλύτερο μισθό, ο συνταξιούχος δεν πρέπει να πάρει τουλάχιστον ένα μέρος απ’ αυτά που του αφαίρεσαν, τα λαϊκά νοικοκυριά δεν πρέπει να ελαφρυνθούν στους έμμεσους φόρους που πληρώνουν. Απλά, θα υπάρξουν κάποια προνοιακά επιδόματα, τα οποία θα δίνονται με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, με τους «κόφτες» να τα περιορίζουν σ’ ένα ελάχιστο τμήμα των εργαζόμενων και συνταξιούχων.
Γιατί, όμως, θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι το διαφορετικό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη; Αυτές δεν είναι οι περιβόητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν με τρία Μνημόνια και δεκάδες εφαρμοστικούς νόμους, από διαδοχικές κυβερνήσεις όλου του αστικού πολιτικού φάσματος (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και σύμμαχοί τους); Αυτά που για να επιβληθούν θυσιάστηκαν πρωθυπουργοί, ακόμα και κόμματα, θα τα ανέτρεπαν ο Μητσοτάκης και οι λοιποί νεοφιλελεύθεροι που τον πλαισιώνουν; Μα αυτοί τα πιστεύουν βαθύτατα όλ’ αυτά, πώς μπορούσαμε να περιμένουμε ότι θα τα ανατρέψουν;
Από την άλλη, όσοι αφελώς πίστεψαν το ιδεολόγημα «θα φέρουμε ανάπτυξη και η ανάπτυξη θα φέρει ευημερία», σήμα κατατεθέν όχι μόνο των νεοφιλελεύθερων αλλά όλων των αστών πολιτικών, απογοητεύονται, καθώς βλέπουν «τους αριθμούς να ευημερούν και το λαό να δυστυχεί».
Μπορεί κάποιοι να ρίξουν μια μούντζα στον Μητσοτάκη και να μην τον ψηφίσουν την επόμενη φορά, στέλνοντάς τον ενδεχομένως και στην πολιτική συνταξιοδότηση ως αρχηγό κόμματος εξουσίας. Πόσες κυβερνήσεις πρέπει ν’ αλλάξουν, όμως, για να γίνει αντιληπτό ότι η ψήφος δεν μετράει, η κάλπη δεν αλλάζει τίποτα;
Οι δυο όψεις της σκληρής ταξικής επίθεσης που δέχονται η εργατική τάξη, η φτωχή αγροτιά και τα εργαζόμενα μικροαστικά στρώματα, από τη μια η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας και από την άλλη η φτωχοποίηση μέσω της ακρίβειας, της καθήλωσης μισθών και συντάξεων και της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, μπορούν να ανατραπούν ή έστω να ανασχεθούν οι πιο ακραίες πλευρές τους μόνο με εξίσου σκληρή ταξική αντεπίθεση. Δεν ονειροβατούμε, γνωρίζουμε καλά ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα ακόμα δεν έχει σπάσει το κέλυφος της ηττοπάθειας και της αδράνειας. Πώς θα σπάσει αυτό το κέλυφος, όμως, αν δεν αρχίσουμε να συζητάμε για την αναγκαιότητα να σπάσει, αν δεν αρχίσουμε να συζητάμε για την αναγκαιότητα της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος;