Δεν είναι η πρώτη φορά που διαψεύδεται η ρήση του Εκο ότι τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Ειδήσεις –και μάλιστα σημαντικές- υπάρχουν. Από την ταπεινωτική ήττα των αμερικάνων ιμπεριαλιστών και των δυτικών συμμάχων τους στο μακρινό Αφγανιστάν μέχρι τις καταστροφικές πυρκαγιές και την επέλαση του τέταρτου κύματος της πανδημίας του φονικού SARS-CoV-2 στη χώρα μας.
Το ζήτημα δεν είναι η ανυπαρξία ειδήσεων, αλλά ο κοινωνικός αντίκτυπος των υπαρκτών ειδήσεων στη χώρα μας και ο χειρισμός τους από το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η βασική παράμετρος που σφραγίζει την περίοδο που διανύουμε είναι η ηττοπάθεια της εργαζόμενης κοινωνίας, η οποία διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία των Μνημονίων και συνεχίστηκε την περίοδο της πανδημίας.
Αυτός ο απρόβλεπτος παράγοντας, η πανδημία, ανέκοψε τις όποιες υπόγειες διεργασίες, οι οποίες ενδεχομένως θα οδηγούσαν σε μια αλλαγή κοινωνικής συμπεριφοράς απέναντι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που στηρίχτηκε στη μπουρδολογία περί αξιοκρατίας, επιτελικότητας, αποτελεσματικότητας κτλ., η οποία μπουρδολογία είναι σίγουρο ότι θα κατέρρεε υπό το βάρος της πραγματικότητας, το οποίο θα γινόταν πιο επαχθές με τις νομοθετικές παρεμβάσεις που είχε σχεδιάσει το επιτελείο των α(χ)ρίστων.
Η κυβερνητική διαχείριση έγινε διαχείριση μιας πανδημίας, με δύο πλευρές: την υγειονομική και την κοινωνική. Οι πρωτόγνορες συνθήκες της υγειονομικής διαχείρισης μιας πανδημίας, όμοια της οποίας είχε να φανεί έναν ολόκληρο αιώνα (πανδημία ισπανικής γρίπης το 1918), δημιούργησε ένα πάγωμα στην εργαζόμενη κοινωνία, η οποία έτσι κι αλλιώς χαρακτηριζόταν από τις συνέπειες της ήττας κατά τη μνημονιακή δεκαετία.
Ουδέποτε στον ενάμιση χρόνο της πανδημίας, ούτε την περίοδο των εξαιρετικά φονικών δεύτερου και τρίτου κύματος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετώπισε εργατική και λαϊκή αντιπολίτευση. Μια σύντομη αγωνιστική άνοιξη τον Φλεβάρη-Μάρτη του 2021 είχε στο επίκεντρό της αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα (καταλυτική υπήρξε η επίδραση της απεργίας πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα) και αγώνες ενάντια στην επίθεση που δεχόταν το φοιτητικό κίνημα.
Δεν υπήρξε, όμως, ούτε επέκταση αυτών των αγώνων ούτε συνέχειά τους σε άλλα διεκδικητικά πεδία. Καθοριστικό στοιχείο ήταν το ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν έγινε υπόθεση της εργατικής τάξης στους χώρους δουλειάς, δεν έγινε υπόθεση του λαού σε πανκοινωνικό επίπεδο. Αλλο «γκρίνια» και δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική και άλλο μετατροπή της δυσαρέσκειας σε διεκδικητικό κίνημα.
Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται σε επίπεδο κοινωνικών συναναστροφών είναι διαχειρίσιμη από τις κυβερνήσεις, μέσω της προπαγάνδας. Ιδιαίτερα από κυβερνήσεις σαν αυτή του Μητσοτάκη, που έχουν διαμορφώσει ένα σκηνικό καταθλιπτικής κυριαρχίας στα αστικά ΜΜΕ.
Η δυσαρέσκεια που εκφράζεται «στο δρόμο» έχει ήδη μετατραπεί σε κοινωνικό κίνημα και δεν είναι διαχειρίσιμη μέσω της προπαγάνδας. Θα επιστρατευθεί η κρατική καταστολή, η οποία θα φουντώσει το κίνημα και θα δημιουργήσει ένα διαφορετικό κοινωνικο-πολιτικό τοπίο.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, προβάλλοντας εαυτήν ως… παγκόσμιο πρότυπο (οι λόγοι, βέβαια, ήταν εντελώς διαφορετικοί. Είχαν να κάνουν αποκλειστικά με τη χαμηλή αρχική διασπορά που είχε ο κοροναϊός στη χώρα μας, όπως και σε άλλες χώρες π.χ. τις βαλκανικές). Μετά το δεύτερο και το τρίτο κύμα, όμως, με έναν εφιαλτικό απολογισμό νεκρών, δεν είχε καμιά βάση για να στήσει πανηγύρια.
Δεν υπάρχει περίπτωση ότι σε επίπεδο εκλογικής επιρροής η ΝΔ του Μητσοτάκη υπέστη σοβαρά πλήγματα. Ομως, αυτά δεν μεταφράστηκαν σε αλλαγή πολιτικής. Αντίθετα, όσο η πανδημία επιμηκύνεται στο χρόνο τόσο πιο εγκληματική γίνεται η διαχείρισή της από την κυβέρνηση. Κι αυτό μέχρι στιγμής γίνεται χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις.
Οι εξαιρετικά καταστροφικές πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού, που κατέκαψαν το δασικό πλούτο της χώρας και έπληξαν βαρύτατα τμήμα του αγροτικού πληθυσμού, ήταν «η στραβή στη βάρδια» της κυβέρνησης Μητσοτάκη (όπως θα έλεγε η Δούρου). Στην πραγματικότητα δεν τους «έκατσε η στραβή», αλλά συντελέστηκε ένα προαναγγελθέν έγκλημα. Δεν είναι η πρώτη φορά και δε θα είναι η τελευταία, αν συνεχιστεί η ίδια δασοκτόνα πολιτική.
Τα γεγονότα είναι γνωστά (ακόμα δεν έχουν τελειώσει, άλλωστε, οι πυρκαγιές) και έχουν σχολιαστεί εξαντλητικά από την εφημερίδα μας, ώστε παρέλκει η επανάληψη του σχολιασμού εδώ (μπορείτε να περιηγηθείτε στην ενότητα ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ στην ιστοσελίδα). Εκείνο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από την επαύριο κιόλας των μεγάλων πυρκαγιών σε Αττική, Εύβοια, Ηλεία, Αρκαδία, άρχισε πάνω στα αποκαΐδια να σχεδιάζει μια νέα επέλαση των καπιταλιστικών συμφερόντων στο δασικό πλούτο της χώρας. Παρουσιάζει τη συνέχιση και το βάθεμα της αντιδασικής πολιτικής σαν… πρωτοπόρα παρέμβαση (και γι’ αυτό έχουμε γράψει αναλυτικά)!
Τι κυριαρχεί, όμως, στο δημόσιο διάλογο; Ο Μητσοτάκης που «θα τα αλλάξει όλα», ο Τσίπρας που διαπιστώνει την «κατάρρευση του επιτελικού κράτους» και η Φώφη που κάνει προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ ζητώντας την αποπομπή του Χρυσοχοΐδη και του Χαρδαλιά.
Η πολιτική εξακολουθεί να παραμένει παιχνίδι, το οποίο παίζουν οι ηγεσίες των αστικών κομμάτων. Απουσία της κοινωνίας, η οποία απλώς παρακολουθεί και… βαθμολογεί τους παίκτες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλ’ αυτά, η διαχείριση της πανδημίας, η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών κτλ., θα παίξουν ρόλο στο πολιτικό-εκλογικό παιχνίδι. Τι ρόλο ακριβώς; Ούτε μπορούμε να υπολογίσουμε (δε θα γίνουν, άλλωστε, τον επόμενο μήνα εκλογές) ούτε μας ενδιαφέρει να υπολογίσουμε. Γιατί δε θέλουμε να γίνουμε παίκτες αυτού του παιχνιδιού. Γιατί γνωρίζουμε πως όταν ο διαιτητής σφυρίξει τη λήξη, όταν ανοίξουν οι κάλπες για να γίνει η καταμέτρηση, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.
Οι συσχετισμοί ανάμεσα στα αστικά κόμματα μπορεί ν’ αλλάξουν (αυτή, άλλωστε, είναι η δύναμη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: η ψευδαίσθηση ότι ο λαός αποφασίζει διά της ψήφου), όμως η ασκούμενη πολιτική θα παραμείνει η ίδια (με κάποιες πινελιές, μέσω των οποίων θα προσπαθεί να μασκαρευτεί).
Η κοινωνική νηνεμία είναι η δύναμη του αστικού συστήματος εξουσίας, η δύναμη της κεφαλαιοκρατίας για να εξασφαλίζει το βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και το άπλωμα του πιο άγριου πλιάτσικου επ’ αυτών που –κατά τα άλλα- θεωρούνται δημόσια αγαθά (όπως ο δασικός πλούτος για παράδειγμα).
Αντίθετα, η κοινωνική κινητοποίηση, η διεκδίκηση, η σύγκρουση σε όλα τα πεδία είναι αυτή που μπορεί να καταστρέψει το στημένο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού, βάζοντας στο κέντρο όχι την εκλογική επιρροή του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος, αλλά τις πραγματικές ανάγκες της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της.
Και παράλληλα, να διαμορφώσει τους όρους της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για ν’ αρχίσει να αποκτά το κοινωνικό κίνημα ταξικό προσανατολισμό, οργάνωση, σχέδιο, μονιμότητα στην παρέμβασή του, με μια λέξη συνειδητότητα.