Τελικά, η κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας για το Brexit επιτεύχθηκε, μετά από ατέλειωτες ώρες διαπραγματεύσεων που κατέληξαν σε μία σειρά από βρετανικές υποχωρήσεις, χωρίς όμως να πιαστούν τα σοβαρότερα ζητήματα-αγκάθια, όπως αυτό των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Επρεπε να γίνει αυτή η συμφωνία για να ξεκινήσουν τα σκληρά παζάρια της δεύτερης φάσης που τώρα αρχίζει.
Το δεκαπεντασέλιδο κείμενο της κοινής έκθεσης των ευρωπαίων και βρετανών διαπραγματευτών δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 8 Δεκέμβρη (https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/joint_report.pdf) και αποτελεί πλέον τη βάση για τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στη σύνοδο κορυφής στις 14 Δεκέμβρη και θα αποτελέσουν την αρχή της δεύτερης φάσης. Μιας φάσης που ο Ντόναλντ Τουσκ περιέγραψε ως «σκληρή μάχη με τον χρόνο», που προϋποθέτει ενότητα των μελών της ΕΕ για να πετύχει τους στόχους της. Ο ίδιος χαρακτήρισε μέτρια την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Από τη μεριά του, ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να καταλήξουν σε εμπορική συμφωνία για τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ πριν από τον Μάρτη του 2019, ημερομηνία-ορόσημο που σηματοδοτεί την έξοδο της Βρετανίας.
Τι περιλαμβάνει η κατ’ αρχήν συμφωνία; Πρώτα απ’ όλα, συμφωνήθηκε η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία και των Βρετανών στις χώρες της ΕΕ, οι οποίοι θα εξακολουθήσουν να έχουν το δικαίωμα διαμονής και μετά το Brexit. Για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών, σύμφωνα με το άρθρο 38 της συμφωνίας, τα βρετανικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που αποτελεί τον κύριο ερμηνευτή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα δημιουργηθεί ένας μηχανισμός βάσει του οποίου τα βρετανικά δικαστήρια θα απευθύνονται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε περίπτωση ασαφών υποθέσεων, για τα επόμενα οκτώ χρόνια μετά από την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό, η υπόσχεση των οπαδών του Brexit για πλήρη αποδέσμευση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πάει περίπατο. Πάντως, η διατύπωση είναι γραμμένη έτσι που μπορεί να οδηγήσει σε τριβές μεταξύ της βρετανικής Δικαιοσύνης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο μέλλον, σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ τους.
Το δεύτερο θέμα που συμφωνήθηκε ήταν αυτό της Ιρλανδίας. Στην κοινή έκθεση αναφέρεται ότι θα αποφευχθούν τα «σκληρά σύνορα» μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας (δηλαδή εφαρμογή ελέγχων και φυσικών εμποδίων στα σύνορα) κι ότι θα εξακολουθήσει να ισχύει η συμφωνία του Μπέλφαστ, που επιτεύχθηκε τη Μεγάλη Παρασκευή του 1998. Ηταν η συμφωνία μεταξύ Βρετανίας, Ιρλανδίας και οκτώ πολιτικών κομμάτων της Βόρειας Ιρλανδίας (μεταξύ των οποίων και το Σιν Φέιν το πολιτικό σκέλος του IRA), η οποία σηματοδότησε το τέλος των συγκρούσεων και την αποδοχή ότι η Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί βρετανικό έδαφος, με ταυτόχρονη αποδοχή της ελευθερίας των Bορειοϊρλανδών να αποκαλούνται Βρετανοί ή Ιρλανδοί κατά συνείδηση. Η συμφωνία αυτή οριοθέτησε τις σχέσεις των δύο χωρών (Ιρλανδίας και Βρετανίας).
Τα παραπάνω, όμως, όπως αναφέρει η συμφωνία, δεν αναιρούν το γεγονός ότι το σύνολο της Βρετανίας (συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας) θα αποχωρήσει από την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά. Το πώς θα αποφευχθούν τα «σκληρά σύνορα» δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο και αφήνεται για την δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων. Πάντως, η Βρετανία υποχρεούται να καταθέσει τις προτάσεις της για το πώς θα επιτευχθεί η προστασία της συνεργασίας Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας. Αν δεν υπάρξουν συμφωνημένες λύσεις, τότε η Βρετανία θα πρέπει να συμμορφωθεί με τους κανόνες της τελωνειακής ένωσης και της ενιαίας αγοράς που προστατεύουν τη συνεργασία Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας και τα συμφέροντα της οικονομίας του νησιού καθώς και την προάσπιση της συμφωνίας του 1998. Αυτή η διατύπωση, που αναφέρεται στο άρθρο 49 της συμφωνίας, παρερμηνεύτηκε από κάποιους βιαστικούς δημοσιογράφους στον ελληνικό Τύπο, που υποστήριξαν ότι αποτελεί δέσμευση της Βρετανίας να τηρήσει για πάντα τους κανόνες της ενιαίας αγοράς, αναιρώντας το γεγονός ότι δε θα είναι πλέον μέλος της. Αν διαβάσει όμως κανείς το συγκεκριμένο άρθρο, θα διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται περί αυτού, αλλά για μία διακήρυξη αρχών πάνω στο ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας, που έχει όμως πολλά κενά. Χαρακτηριστική είναι η ανακοίνωση του Συνδέσμου Βρετανών Βιομηχάνων (CBI): (http://www.cbi.org.uk/insight-and-analysis/the-business-view-of-brexit-progress/).
Το τρίτο ζήτημα που συμφωνήθηκε ήταν η δέσμευση ότι η Βρετανία θα εξακολουθήσει να εισφέρει στον προϋπολογισμό της ΕΕ, τόσο το 2019 όσο και το 2020, καθώς και να πληρώνει τις υποχρεώσεις της για συντάξεις. Συγκεκριμένο ποσό δεν καθορίστηκε, αλλά τέθηκαν κάποιες αρχές για τον τρόπο υπολογισμού του, που ο «Γκάρντιαν» θεωρεί ότι οδηγούν σε ένα ποσό της τάξης των 50 δισ. στερλίνων (δηλαδή γύρω στα 56 δισ. ευρώ).
Οι πρώτες τριβές άρχισαν λίγες μέρες μετά από την υπογραφή της κατ’ αρχήν συμφωνίας. Ο ισχυρισμός του υπουργού Brexit της Βρετανίας, Ντέιβιντ Ντέιβις, το περασμένο Σαββατοκύριακο, ότι οι βρετανικές υποχωρήσεις αποτελούν απλά μία δήλωση προθέσεων και όχι κάποιες συμφωνημένες αρχές, προκάλεσαν την οργή του επικεφαλής διαπραγματευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Brexit, Γκι Φερχόφστατ, που δήλωσε ότι οι δηλώσεις του Ντέιβις τραυμάτισαν την εμπιστοσύνη και θα προκαλέσουν τη σκλήρυνση των θέσεων των Βρυξελλών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τη μεριά του, αν και ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία την κοινή έκθεση προόδου των συνομιλιών για το Brexit (556 υπέρ έναντι 62 κατά), προτείνοντας στη σύνοδο κορυφής να κηρύξει την έναρξη της δεύτερης φάσης των συνομιλιών, έσπευσε να στηλιτεύσει τις δηλώσεις του Ντέιβις και να σημειώσει ακόμα ότι εκκρεμούν πέντε ζητήματα προκειμένου να δώσει τη συγκατάθεσή του στην τελική συμφωνία. Τα ζητήματα αυτά είναι: .
Από την πλευρά της, η Μέι αντιμετωπίζει πρόβλημα στο εσωτερικό του κόμματός της, με τους βουλευτές της να την υποχρεώνουν να αποδεχτεί τη σύσταση επιτροπής ελέγχου από μερίδα βουλευτών του κόμματός της πάνω στο θέμα της ένταξης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στη βρετανική. Από την άλλη, οι καπιταλιστές (CBI) εξακολουθούν να θεωρούν ως κύριο ζήτημα την εξασφάλιση ότι τα βρετανικά προϊόντα θα εξακολουθήσουν να εξάγονται στην ευρωπαϊκή αγορά απρόσκοπτα, υποστηρίζοντας ότι παρά την όποια πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση, η πρόοδος είναι κατώτερη των προσδοκιών τους, ειδικά στα ζητήματα των εγκρίσεων και των αδειών, ενώ παραμένει αβέβαιο πόσο θα διαρκέσουν οι μεταβατικές συμφωνίες.