Από τη μια, έχουμε τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, που με τον ψυχρό κυνισμό του τεχνοκράτη σημειώνει πως «η βάση για την εκταμίευση της δόσης είναι ξεκάθαρη: μια θετική έκθεση από τους θεσμούς». Οι οποίοι θεσμοί (η τρόικα, για να συνεννοούμαστε) έχουν καταγράψει τα ανοιχτά προαπαιτούμενα (δεκαέξι συνολικά) και περιμένουν από την κυβέρνηση την ολοκλήρωσή τους, για να κάνουν θετική εισήγηση στο Eurogroup του Μάρτη, το οποίο με τη σειρά του θ' αποφασίσει την εκταμίευση της δόσης των 750 εκατ. ευρώ (αφορά τις συμφωνημένες επιστροφές κερδών που έβγαλαν από ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες χωρών της ΕΕ).
Για την κυβέρνηση, η ομαλή εκταμίευση αυτής της δόσης είναι θέμα εκ των ων ουκ άνευ. Περισσότερο για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους. Αν υπάρξει εμπλοκή στην εκταμίευση, τότε θα δημιουργηθεί ρήγμα στο σκηνικό της «εξόδου από τα Μνημόνια» και της «επιστροφής στην κανονικότητα», που με τόση επιμέλεια φιλοτεχνούν οι συριζαίοι από τις 20 του περασμένου Αυγούστου. Ασε που μια εμπλοκή για λόγους «μη συμμόρφωσης» προς το μετα-Μνημόνιο, θα δημιουργούσε ανοδική τάση στα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού κράτους και θα ανέβαλλε την πολυπόθητη νέα «έξοδο στις αγορές» με δεκαετές ομόλογο. Κι όπως ξέρουμε, η «έξοδος στις αγορές» αποτελεί βασικό στοιχείο της «επιστροφής στην κανονικότητα», που αποτελεί το αγκωνάρι της προεκλογικής προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη, υπάρχει η στοιχειωμένη προστασία της πρώτης κατοικίας. Οταν υπογράφηκε η ρύθμιση με την ημερομηνία λήξης του νόμου Κατσέλη, η κυβέρνηση Τσίπρα έλεγε ότι αυτός θ' αντικατασταθεί με καινούργιο νόμο που θα προσφέρει την ίδια προστασία. «Αφήστε να περάσει ο χρόνος, να φτάσουμε στα τέλη του 2018 και τότε θα δούμε». Αυτό κυριάρχησε τότε. Τυπικός συριζαίικος χειρισμός: «Λέμε ένα χοντρό ψέμα και τ' αφήνουμε να λειτουργήσει. Οταν φτάσει η ώρα της αλήθειας, θα δούμε τι θα κάνουμε. Στο μεταξύ, κάποιους θα έχουμε κοροϊδέψει».
Τώρα, λοιπόν, που έφτασε η ώρα της αλήθειας, ανατέθηκε στον υπουργό Φρέντο και Φραπέ Αλέκο Φλαμπουράρη να κάνει τους χειρισμούς. Ετσι καταλάβαμε γιατί ο Τσίπρας πήρε την αρμοδιότητα των τραπεζών από τον Δραγασάκη και τη μεταβίβασε στον παντελώς άσχετο περί τα οικονομικά Φλαμπουράρη. Ο Δραγασάκης δεν μπορούσε να κάνει τέτοιους χειρισμούς, γιατί θα τον έπαιρναν στο ψιλό οι τραπεζίτες. Ασε που και ως πολιτικός παράγοντας είναι πάντοτε υπέρ της «βίαιης ενηλικίωσης». Ο κυρ-Αλέκος, όμως, δεν έχει τέτοια προβλήματα. Στην προηγούμενη σύσκεψη με τους τραπεζίτες, ρούφηξε ηδονικά μια γουλιά από το φρέντο του και ξεφούρνισε την κυβερνητική πρόταση: «Να μειώσουμε την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας που προστατεύεται, από 280.000 ευρώ, που προβλέπει ο νόμος Κατσέλη, στα 250.000 ευρώ». Τους έφυγαν τα «μονμπλάν» από τα χέρια των τραπεζιτών. Η σύσκεψη διαλύθηκε στα γρήγορα και οι τραπεζίτες βγήκαν από το Μαξίμου χωρίς να κάνουν δηλώσεις. Αρχισαν όμως τις διαρροές: «Μ' αυτή την πρόταση είναι σαν να επαναλαμβάνουμε το νόμο Κατσέλη. Θα μείνουμε φορτωμένοι με όλα τα κόκκινα δάνεια και σε λίγο θα χρειαζόμαστε νέα ανακεφαλαιοποίηση».
Αυτό ήταν που ήθελε το επιτελείο προπαγάνδας του Μαξίμου. Να φανεί ότι η κυβέρνηση «δίνει μάχη με τους ανάλγητους τραπεζίτες και τους ακόμα πιο ανάλγητους τροϊκανούς, που θέλουν να βγάλουν στο σφυρί τα σπίτια του κοσμάκη». Η σημαία με την «κόκκινη γραμμή» παρέμεινε υψωμένη για μερικές βδομάδες. Οταν άρχισαν να έρχονται από τις Βρυξέλλες τα μηνύματα του τύπου «τελειώστε με τα κόκκινα δάνεια, αλλιώς δόση γιοκ», βγήκε στη σκηνή ο «σοβαρός» Δραγασάκης και άρχισε τις προειδοποιήσεις: «Αν δε λύσουμε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια, τα οποία θα κληθεί να συνεισφέρει ο έλληνας φορολογούμενος». Ορισμένες… φιλότιμες γραφίδες -πάντοτε ευθυγραμμισμένες με την κυβερνητική προπαγάνδα- άρχισαν να το πηγαίνουν παραπέρα: «Δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει νέα ανακεφαλαιοποίηση. Το πιθανότερο είναι να επιλεγεί η λύση του bail in, δηλαδή κούρεμα μετόχων και καταθέσεων».
Οπότε το σκηνικό ήταν έτοιμο για να ξανακληθούν οι τραπεζίτες στο Μαξίμου, με τον Φλαμπουράρη αυτή τη φορά να περιορίζεται στο φρέντο, χωρίς να υποβάλλει προτάσεις. Το σκηνικό του σκληρού αγώνα με τους ανάλγητους τραπεζίτες και τροϊκανούς είχε δουλέψει, οπότε έφτασε η ώρα της «ηρωικής πτώσης». Βέβαια, το σόου δεν είχε την αίγλη της «δημιουργικής ασάφειας» του Μπαρουφάκη, ήταν όμως ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει. Αλλωστε, μόλις ολοκληρωθεί η προετοιμασία και κατατεθεί το σχετικό νομοθέτημα στη Βουλή, η κυβερνητική προπαγάνδα θα ισχυρίζεται και πάλι ότι «εξακολουθεί να προστατεύεται η πρώτη κατοικία».
Σύμφωνα με όσα διέρρευσαν, αντί για προστασία των πρώτων κατοικιών αντικειμενικής αξίας μέχρι 250.000 ευρώ, που ήταν η πρόταση-μούφα του Φλαμπουράρη, η κυβερνητική προπαγάνδα θα ισχυρίζεται ότι προστατεύονται 250.000 νοικοκυριά, πηγαίνοντας τη συζήτηση σ' αυτό το αυθαίρετο νούμερο και όχι στους νέους όρους. Πάντα σύμφωνα με τις διαρροές, καταργείται το κριτήριο της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας και αντικαθίσταται με το κριτήριο του ύψους του δανείου, το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνά τα 100.000 ευρώ. Το ανώτατο ύψος του εισοδήματος του δανειολήπτη, όμως, δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20.000 ευρώ. Αν καταλήξουν σ' αυτά τα όρια (αναμένεται η θέση της τρόικας, που είναι η καθοριστική – μολονότι έχουμε… βγει από τα Μνημόνια), τότε ένα μεγάλο μέρος δανειοληπτών θα χάσει οποιαδήποτε προστασία και τα σπίτια τους θ' αρχίσουν να βγαίνουν στο σφυρί.
Οσοι έχουν το δικαίωμα να μπουν στη νέα ρύθμιση, δε θα έχουν οριζόντιο κούρεμα των δανείων τους, όπως αρχικά προπαγάνδιζε η κυβέρνηση. Για τυχόν κούρεμα θα αποφασίζουν οι τράπεζες, οι οποίες θα καθορίζουν και κάθε άλλη παράμετρο της αναδιάρθρωσης του δανείου (επιμήκυνση δόσεων εξόφλησης, μείωση επιτοκίου). Θα υπάρχει και κρατική επιδότηση για ορισμένους δανειολήπτες. Τα κριτήρια υπαγωγής δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά, θα είναι όμως αυστηρά. Οι διαρροές λένε ότι η επιδότηση θα φτάνει μέχρι και το ένα τρίτο της δόσης. Τα λεφτά θα καταβάλλονται απευθείας από το κράτος στις τράπεζες, υπό τον όρο ότι ο δανειολήπτης είναι συνεπής στην καταβολή των υπόλοιπων δύο τρίτων της δόσης.
Μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη θα έχει ψηφιστεί η σχετική ρύθμιση και ένα ακόμα «κάστρο» της μνημονιακής περιόδου θα έχει γκρεμιστεί, για να αποδειχτεί ότι το μετα-Μνημόνιο είναι απλά η συνέχεια του Μνημόνιου.