Τα αλλεπάλληλα κοινοβουλευτικά πλήγματα που δέχτηκε το τελευταίο διάστημα η Μέι και η έντονη δυσφορία στο βρετανικό κοινοβούλιο για την πρόσφατη συμφωνία με την ΕΕ, την ανάγκασαν να αναβάλει επ’ αόριστον την ψηφοφορία που προβλεπόταν να γίνει την περασμένη Τρίτη. Αν καταψηφιζόταν η συμφωνία, το κοινοβούλιο θα αποκτούσε αυξημένες αρμοδιότητες και η Μέι θα οδηγούνταν το πιθανότερο σε μία μεγαλοπρεπή παραίτηση, ενώ θα ξεκινούσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση στη χώρα. Για την ώρα, έχοντας γλιτώσει από την πρόταση μομφής, που κατέθεσε τελικά μερίδα των συντηρητικών βουλευτών, κερδίζοντας την ψήφο εμπιστοσύνης του 63% της κοινοβουλευτικής της ομάδας, η Μέι απλά εξακολουθεί να επιβιώνει, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας όμως. Η ίδια αναγκάστηκε να δηλώσει ότι δε θα βρίσκεται στην ηγεσία του συντηρητικού κόμματος στις εκλογές του 2022, αποδεχόμενη ότι το πολιτικό της τέλος πλησιάζει, αφού ένα μεγάλο μέρος του κόμματός της (117 βουλευτές) δεν την αποδέχεται πλέον.
Γι’ αυτό η Μέι προτίμησε να μην κάνει την ψηφοφορία, αφού -όπως η ίδια δήλωσε- δε θα περνούσε (και μάλιστα με διαφορά), αλλά να πάει ξανά στις Βρυξέλλες (αφού πρώτα πέρασε από τη «μαμά» Μέρκελ, χωρίς όμως να κερδίσει τίποτα ιδιαίτερο) και να ζητήσει τη βοήθειά τους για να περάσει τη συμφωνία! Το πώς θα βοηθούσαν οι Βρυξέλλες, από τη στιγμή που διά στόματος Τουσκ και Μέρκελ ξεκαθαρίστηκε ότι καμία ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση επί της συμφωνίας δεν πρόκειται να γίνει, ίσως να το γνωρίζετε όταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές, καθώς η σύγκληση της έκτακτης συνόδου κορυφής για το Brexit έγινε την Πέμπτη.
Το αγκάθι που δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα είναι το λεγόμενο backstop, δηλαδή η εξασφάλιση της αποφυγής «σκληρών συνόρων» μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ιρλανδίας. Αυτό σημαίνει ότι η Βόρεια Ιρλανδία, που ανήκει στη Βρετανία, και η Νότια, που αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, το οποίο παραμένει εντός ΕΕ, θα εξακολουθήσουν και μετά το Brexit να είναι συνδεδεμένες τελωνειακά, όπως και σήμερα. Η Μέι αναφέρει ότι αυτό είναι προσωρινό, αλλά πολλοί δεν την πιστεύουν, βάσει του γνωστού ρητού «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού». Ορισμένοι (όπως ο Μπόρις Τζόνσον) θεωρούν ότι με τη συμφωνία αυτή θα έχει μεγαλύτερο ρόλο η Νότια Ιρλανδία στα ζητήματα της Βόρειας, απ’ όσο έχει η Βρετανία! Από την άλλη μεριά, η μελλοντική σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ εξακολουθεί να παραμένει θολή, πράγμα που κάνει τους βουλευτές ακόμα πιο διστακτικούς στο να υπερψηφίσουν τη συμφωνία.
Ετσι, η Μέι βρίσκεται στριμωγμένη όσο ποτέ, με τους καπιταλιστές μέσω του συνδέσμου τους (CBI) να εξακολουθούν να διαμηνύουν προς όλες τις κατευθύνσεις ότι ακόμα κι αν η συμφωνία δεν είναι τέλεια, αποτελεί μία πρόοδο, γι’ αυτό και την υποστηρίζουν. Οι κινδυνολογίες για ξέσπασμα οικονομικής κρίσης σε περίπτωση άτακτης αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ (χωρίς συμφωνία δηλαδή) εξακολουθούν να ακούγονται. Η γενική γραμματέας του CBI, σχολιάζοντας την αναβολή της ψηφοφορίας στο βρετανικό κοινοβούλιο, που αποφάσισε η Μέι, δήλωσε ότι αποτελεί ένα ακόμα πλήγμα στην «απελπισμένη ανάγκη των επιχειρήσεων» για ξεκαθάρισμα της κατάστασης και υπενθύμισε ότι εδώ και δυόμισι χρόνια οι καπιταλιστές έχουν παγώσει επενδυτικά σχέδια και ότι αν δεν εγκριθεί γρήγορα η συμφωνία, η χώρα κινδυνεύει να διολισθήσει σε εθνική κρίση! Κανένας -συμπλήρωσε- δεν μπορεί να ψωνίσει τα Χριστούγεννα, υπό τη δαμόκλειο σπάθη της μη συμφωνίας, που θα οδηγήσει σε μείωση των θέσεων εργασίας και επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα!
Μένει να δούμε πώς θα λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός, όμως θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι το Brexit (ακόμα κι αν γίνει τελικά) δε θα μοιάζει καθόλου με αυτό που φαντάστηκαν οι υποστηρικτές του. Η ιμπεριαλιστική Βρετανία έχει δεθεί στενά με την υπόλοιπη Ευρώπη, της οποίας οι ισχυρότερες (εξίσου ιμπεριαλιστικές κι αυτές) χώρες δε θα της κάνουν τη χάρη να της δώσουν τα αγαθά αυτής της συμμαχίας, απαλλάσσοντάς την από τις υποχρεώσεις της προς αυτήν.