Σε συνέντευξη στο ρ/σ «news247», ο Κ. Γαβρόγλου, σχετικά με την εισβολή των μαθητών και φοιτητών στο γραφείο του (που ξεσήκωσε θύελλα απ’ όλο τον αντιδραστικό εσμό) και την αντιπαράθεση που είχε μαζί τους, απάντησε όχι ως υπουργός Παιδείας μιας – υποτίθεται – αριστερής κυβέρνησης, όπως διατείνεται το κόμμα του, αλλά ως εκπρόσωπος ενός εξουσιαστικού κόμματος, όπως πραγματικά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που ανέλαβε να υπηρετήσει τη σκληρή μνημονιακή πολιτική με πάθος.
Ας αφήσουμε στην άκρη το μειλίχιο ύφος του υπουργού κι ας δούμε την ουσία. Ο Γαβρόγλου έθεσε θέμα ασφάλειας του κτιρίου του υπουργείου Παιδείας. Ετσι απάντησε ο υπουργός Παιδείας στην ερώτηση πώς κατόρθωσαν οι μαθητές και έφθασαν στην πόρτα του, θέμα που εξόργισε και εξοργίζει όλους τους υπερασπιστές του αστισμού.
Αλήθεια, ποιους φοβάται ότι θα επιτεθούν στο υπουργείο Παιδείας ο Γαβρόγλου; Οι διαδηλωτές που πολιορκούν το «κάστρο του» είναι μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί και γονείς που αγωνίζονται για ένα φωτεινότερο μέλλον, για το δικαίωμα στη ζωή και τη μόρφωση και υπερασπίζονται το δημόσιο σχολείο και Πανεπιστήμιο. Και μόνον αυτή η τοποθέτηση του υπουργού Παιδείας δείχνει ότι οι συριζαίοι διέβησαν αμετάκλητα και προ πολλού τον Ρουβίκωνα.
Επειτα, ο Γαβρόγλου ισχυρίστηκε ότι οι μαθητές και φοιτητές ήταν ελάχιστοι και εκείνο που τον προβληματίζει «είναι από πού αντλούν αυτά τα παιδιά τη νομιμότητά τους», από τη στιμή που δεν έχουν αποφάσεις γενικών συνελεύσεων ούτε ενός μαζικού τμήματος.
Φαίνεται, πως ο υπουργός ξεχνάει ότι πριν λίγα χρόνια και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα του 4%, πριν οι απογοητευμένοι και στραπατσαρισμένοι από τα συνεχή Μνημόνια ψηφοφόροι στραφούν εκλογικά σε αυτόν. Και βέβαια, η ουσία είναι ο λόγος που αρθρώνει ακόμη και η παραμικρή μειοψηφία και όχι η αριθμητική υπεροχή. Ο λόγος, τα επιχειρήματα και το δίκιο είναι αυτά που νομιμοποιούν την εξεγερτική ορμή. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για τη νεολαία. Η συγκρότηση μαζικού ταξικού διεκδικητικού κινήματος, στο ευρύτερο πλαίσιο της εργαζόμενης κοινωνίας, είναι σήμερα ζητούμενο για την αναχαίτιση της μνημονιακής πολιτικής και αυτήν την αδυναμία της εργατικής τάξης πρωτίστως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τη φορτώνει στη νεολαία, όπως έκανε ο Γαβρόγλου. Ο οποίος δεν μπορεί να παριστάνει και από πάνω τον τιμητή, όντας υπουργός μιας μνημονιακής κυβέρνησης που, συν τοις άλλοις, υπονομεύει με χίλιους δυο τρόπους τη δημόσια εκπαίδευση.
Ας πάμε τώρα στο επιχείρημα του υπουργού Παιδείας, ότι οι μαθητές «δεν ήταν ούτε καν μελετημένοι» (ο ισχυρισμός αυτός πατάει πάνω στο γεγονός ότι οι μαθητές μιλούσαν για νομοσχέδιο, ενώ οι αλλαγές στο Λύκειο είναι ακόμη μια δέσμη προτάσεων), ενώ θα έπρεπε, κατ΄αυτόν, να είναι και ευχαριστημένοι, γιατί «για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα να μπαίνει κανείς χωρίς εξετάσεις» στο Πανεπιστήμιο και το νέο σύστημα «αποτρέπει» τους μαθητές από το να χρησιμοποιούν την παραπαιδεία.
Μια χαρά απαντούσαν οι μαθητές και φοιτητές στις αιτιάσεις Γαβρόγλου. Δεν μπορείς να απαιτείς από 16άχρονα και 17άχρονα παιδιά να έχουν την ευχέρεια να τοποθετούνται αναλυτικά, ξετυλίγοντας όλη την γκάμα των επιχειρημάτων, όμως αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με το ότι διαισθάνονται απολύτως το δίκιο τους, την αντιδραστικότητα των προωθούμενων αλλαγών και την ανατροπή που θα επιφέρουν στη ζωή και το μέλλον τους.
Δε θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβεις
♦ ότι η γενική μόρφωση για όλους τους μαθητές σταματάει στην Α΄Λυκείου και από κει και πέρα το Λύκειο στρέφεται καθαρά στην ειδίκευση, με τη Γ΄Τάξη να μετατρέπεται σε τάξη-φροντιστήριο για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
♦ ότι καθιερώνονται διπλές πανελλαδικές εξετάσεις για την απόκτηση του Απολυτήριου του Λυκείου και για την πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο
♦ ότι οι νέοι ταξικοί φραγμοί θα οδηγήσουν σε αύξηση της παραπαιδείας
♦ ότι οι αλλαγές διαιρούν τους μαθητές σε τρεις κατηγορίες. Σε αυτούς που θα επιλέξουν σχολές χαμηλής ζήτησης και θα μπουν χωρίς εξετάσεις, σε αυτούς που θα επιλέξουν σχολές υψηλής ζήτησης και θα δώσουν πανελλαδικές εξετάσεις και σε αυτούς που μια κι έξω θα πεταχτούν στην ουσία έξω από το Γενικό Λύκειο και θα κατευθυνθούν στα ΕΠΑΛ
♦ ότι οι σχολές κατηγοριοποιούνται και με τη βούλα του νόμου, σε χαμηλής και υψηλής ζήτησης
♦ ότι το υπουργείο με τα διαφημιστικά προπαγανδιστικά σποτάκια για τα ΕΠΑΛ πασχίζει να στρέψει τους μαθητές προς αυτά και προς τη Μαθητεία, δηλαδή την απλήρωτη ουσιαστικά εργασία στα καπιταλιστικά κάτεργα
♦ ότι όλα αυτά στοχεύουν στο να συμμορφωθεί η νεολαία με το μέλλον που της ετοιμάζουν, της ελαστικής εργασίας και των υποκατώτατων μισθών.
Ολα τα παραπάνω τα έθεσαν καθαρά και μετ’ επιτάσεως στον Γαβρόγλου οι μαθητές κι ας παρίστανε αυτός τον καλόπιστο συνομιλητή που απλώς δεν κατανοούσε τι είναι αυτό που ακριβώς ήθελαν να του πουν.
Με τη σειρά τους, οι φοιτητές έθεσαν:
♦ Το θέμα του ασύλου, η υπεράσπιση του οποίου είναι ζήτημα αδιαπραγμάτευτο για το φοιτητικό κίνημα. Η κατάργησή του μεθοδεύεται και με το πόρισμα Παρασκευόπουλου, που προσεγγίζει το θέμα της «παραβατικότητας» στα ΑΕΙ και του πανεπιστημιακού ασύλου, όπως ακριβώς το επίμαχο άρθρο του νόμου Γαβρόγλου, με το οποίο το άσυλο επανήλθε μετά το νόμο Διαμαντοπούλου, πλην όμως ψευδεπίγραφα.
♦ Το ζήτημα που προκύπτει με τη ρύθμιση για την πιστοποίηση Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας, που ουσιαστικά αποδεσμεύει το πτυχίο από την πιστοποίηση επάρκειας. Σύμφωνα με τη ρύθμιση του νόμου Γαβρόγλου (άρθρο 111 του ν. 4547/2018), οι πανεπιστημιακές διοικήσεις μπορούν να καθορίσουν τους τρόπους που θα αποδίδεται η επάρκεια. Αυτοί είναι: α) Υστερα από παρακολούθηση ομάδας μαθημάτων που προσφέρονται στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος σπουδών ή στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών πρώτου κύκλου ή και συνδυαστικά. β) Με την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή διδακτορικού διπλώματος στις επιστήμες της αγωγής. γ) Με την κατοχή πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3027/2002 (οι εμφάσεις δικές μας).
Η ρύθμιση αυτή βάζει σε άμεσο κίνδυνο τα επαγγελματικά δικαιώματα των απόφοιτων των λεγόμενων καθηγητικών σχολών. Οι φοιτητές τους ζητούν η επάρκεια να αποδίδεται μαζί με το βασικό πτυχίο. Κάθε άλλος τρόπος (ειδικό πρόγραμμα σπουδών) τορπιλίζει τα επαγγελματικά τους δικαιώματα και βάζει από το παράθυρο την καθιέρωση διδάκτρων.
Ο κίνδυνος αυτός είναι εξόφθαλμος και η συμπεριφορά του Γαβρόγλου, που παρίστανε τον έκπληκτο και διαβεβαίωνε τους φοιτητές ότι μοναδικό κριτήριο για το διορισμό είναι το πτυχίο, είναι τουλάχιστον γελοία. Τότε προς τι η αναγκαιότητα της νέας ρύθμισης και γιατί η παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια και για τις καθηγητικές σχολές (δε γίνεται διαχωρισμός των σχολών στο νόμο) μπορεί να αποκτάται «ύστερα από παρακολούθηση ομάδας μαθημάτων που προσφέρονται στο πλαίσιο ειδικού προγράμματος σπουδών ή στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών πρώτου κύκλου ή και συνδυαστικά»;
Γιούλα Γκεσούλη