Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα της απολογιστικής έκθεσης της FIFA, Global Transfer Market Report, για το μεταγραφικό παζάρι του 2017. Το συνολικό ποσό που δαπανήθηκε για μεταγραφές ανέρχεται σε 6.370.000.000 δολάρια και παρουσιάζει αύξηση κατά 32,7% σε σχέση με το 2016. Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι γύρω από το ποδόσφαιρο υπάρχει μια έντονη και διαρκώς αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα που είναι πολύ προσοδοφόρα για τους καπιταλιστές που επενδύουν σε αυτό, γεγονός που το οδηγεί σε «μετάλλαξη» από άθλημα σε μπίζνα.
Εχουμε γράψει στο παρελθόν, σχολιάζοντας μια αντίστοιχη έκθεση για τον μεταγραφικό τζίρο στο ποδόσφαιρο, ότι τα ποσά που αναφέρονται δεν είναι στην πραγματικότητα «ζεστό» χρήμα, αφού υπάρχει ένα συνεχές «γύρισμα» των χρημάτων από ομάδα σε ομάδα, το οποίο όμως από το σύστημα της ΦΙΦΑ παρουσιάζεται αθροιστικά. Θα δώσουμε ένα παράδειγμα. Η ομάδα Α αγοράζει έναν παίχτη από την ομάδα Β αξίας 10.000.000 ευρώ. Η ομάδα Β, για να ενισχύσει το έμψυχο δυναμικό της, ξοδεύει 15.000.000 ευρώ για να πάρει έναν παίχτη από την ομάδα Γ, η οποία με τη σειρά της, για να καλύψει το κενό του παίχτη που πούλησε, δίνει 10.000.000 ευρώ για να αγοράσει παίχτη από την ομάδα Δ. Αν αθροίσουμε τα ποσά που ξόδεψαν οι ομάδες για τις τρεις μεταγραφές, θα καταγράψουμε τζίρο 35.000.000 ευρώ, όμως τα πραγματικά φράγκα που έπεσαν στην πιάτσα είναι τα αρχικά 10.000.000 της ομάδας Α και τα συμπληρωματικά 5.000.000 ευρώ της ομάδας Β, δηλαδή 15.000.000 ευρώ. Για τον λόγο αυτό, όταν σχολιάζουμε τις οικονομικές εκθέσεις της ΦΙΦΑ για τις μεταγραφές, θα πρέπει να αναφερόμαστε σε συγκριτικά στοιχεία και όχι σε απόλυτα νούμερα.
Το πρώτο σχόλιο για τα στοιχεία της έκθεσης αφορά το ποσοστό της αύξησης κατά 32,7% σε σχέση με τον τζίρο του 2016, το οποίο πρέπει να συσχετίσουμε με τον αριθμό των μεταγραφών που έφτασαν τις 15.624 (αύξηση κατά 6,8% σε σχέση με το 2016) και τον αριθμό των ποδοσφαιριστών που συμμετείχαν στις μεταγραφές, ο οποίος ήταν 13.415 παίχτες από 181 χώρες. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι 2.209 ποδοσφαιριστές (ποσοστό 14,13%) κατά τη διάρκεια του 2017 μετακινήθηκαν περισσότερο από μια φορά, γεγονός που επιβεβαιώνει όσους υποστηρίζουν ότι τα θεαματικά ποσοστά αύξησης και τα τεράστια ποσά που ανακοινώνει η ΦΙΦΑ έχουν επικοινωνιακή στόχευση, αφού στην πραγματικότητα είναι αρκετά μικρότερα. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει, εξαιτίας της «δημιουργικής λογιστικής» της ΦΙΦΑ, να υποτιμήσουμε το τεράστιο οικονομικό παιχνίδι που γίνεται γύρω από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τα πολύ μεγάλα κέρδη που εξασφαλίζουν οι καπιταλιστές που λυμαίνονται τον χώρο.
Ενα δεύτερο στοιχείο της έκθεσης είναι ότι για έναν ακόμα χρόνο η Βραζιλία ήταν η μεγάλη πρωταγωνίστρια των μεταγραφών, με 254 συλλόγους να συμμετέχουν στις μετακινήσεις παικτών. Ακολούθησαν η Γερμανία με 143, η Αγγλία με 132, η Αργεντινή με 111 και η Ισπανία με 98. Ο συνολικός αριθμός των ομάδων που συμμετείχαν στις μεταγραφές ανέρχεται σε 3.831, χωρίς όμως να υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία για το ποσοστό των ομάδων που πούλησαν παίχτες και το ποσοστό αυτών που αγόρασαν.
Η έλλειψη αυτών των στοιχείων δεν επιτρέπει να βγουν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την «παραγωγική διαδικασία» του ποδοσφαίρου. Υπάρχουν όμως ενδείξεις που ενισχύουν την άποψη ότι η παραγωγή παιχτών γίνεται στη Λατινική Αμερική και την Αφρική, ενώ η Ευρώπη απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της, αφού ποσοστό 67,4% του συνολικού μεταγραφικού τζίρου των 6,37 δισ. δολαρίων πληρώθηκε από 50 ομάδες που ανήκουν σε 13 εθνικές ομοσπονδίες, με τις ευρωπαϊκές ομάδες να έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί και η τάση συγκέντρωσης της αφρόκρεμας των ποδοσφαιριστών στους ευρωπαϊκούς συλλόγους. Την αγορά σάρωσε η αγγλική Premier League, με καθαρό κόστος 988.100.000 δολάρια, και ακολούθησαν τα 336.700.000 της Γαλλίας, τα 324.100.000 της Πορτογαλίας, τα 216.400.000 της Ιταλίας και τα 194.500.000 της Ισπανίας (οι πέντε ευρωπαϊκές ομοσπονδίες κάλυψαν το 32,30% του συνολικού μεταγραφικού τζίρου).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην Premier League, η οποία βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας των εσόδων που έχει κάθε εθνική ομοσπονδία από τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στο νησί χρησιμοποιούν τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τους χορηγούς για να «επενδύσουν» σε αγορά πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών που θα ενισχύσουν τη δυναμική των αγγλικών ομάδων, προκειμένου να ανέβει το αγωνιστικό επίπεδο του πρωταθλήματος και να γίνουν πρωταγωνίστριες στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. Την ίδια στιγμή, η κατανομή ενός σημαντικού ποσοστού από τα τηλεοπτικά έσοδα στις ομάδες των μικρότερων επαγγελματικών κατηγοριών δίνει τη δυνατότητα να συνεχιστεί η «παραγωγική διαδικασία» στο νησί και ο βασικός κορμός των αγγλικών ομάδων να αποτελείται από «γηγενείς» παίχτες. Στην πράξη, οι αγγλικές ομάδες που πρωταγωνιστούν στο πρωτάθλημα και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις έχουν ένα βασικό κορμό παιχτών από το νησί και «επενδύουν» σε μεταγραφές πρωτοκλασάτων παιχτών οι οποίοι κάνουν τη διαφορά, δίνοντας ταυτόχρονα το πλεονέκτημα στην Premier Laegue να διατηρεί τον τίτλο του πιο ανταγωνιστικού και θεαματικού πρωταθλήματος (γεγονός που αυξάνει το ενδιαφέρον, άρα και τα έσοδα).
Για την πλειοψηφία των φιλάθλων, η αλλαγή στη φιλοσοφία και τη νοοτροπία του αγγλικού πρωταθλήματος είναι προς την σωστή κατεύθυνση, όμως όλους εμάς τους λάτρεις του γνήσιου παραδοσιακού βρετανικού στιλ, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο βωμό του χρήματος μας αφήνουν παγερά αδιάφορους και μας κάνουν να νοσταλγούμε τις παλιές καλές εποχές (ευτυχώς που υπάρχουν και τα πρωταθλήματα των μικρότερων κατηγοριών και μπορούμε να βλέπουμε το ποδόσφαιρο που αγαπήσαμε).
Ενα τρίτο ενδιαφέρον σημείο του μεταγραφικού απολογισμού είναι η περίπτωση της Πορτογαλίας. Οι ομάδες της συγκεκριμένης χώρας είναι στην τρίτη θέση της λίστας με τις χώρες που ξοδεύουν σημαντικά ποσά για μεταγραφές παιχτών. Ξόδεψαν 324.100.000 δολάρια για παίχτες κυρίως από τη Λατινική Αμερική (η μεγαλύτερη μετακίνηση παρατηρήθηκε από τη Βραζιλία στην Πορτογαλία, με 169 παίκτες να αλλάζουν ομάδα), είναι όμως στην πρώτη θέση στη λίστα των χωρών που οι ομάδες τους κερδίζουν από την πώληση ποδοσφαιριστών, με έσοδα 707.500.000 δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι οι πορτογαλικές ομάδες εισάγουν φθηνούς ή νεαρούς παίχτες από τη Λατινική Αμερική, τους «δουλεύουν» στα πρωταθλήματα της χώρας και στη συνέχεια τους μεταπωλούν σε ομάδες άλλων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, βγάζοντας μια σημαντική «υπεραξία» από τη μεταπώλησή τους, λειτουργώντας επί της ουσίας ως ομάδες-μεσάζοντες.
Κλείνουμε την αναφορά μας στα οικονομικά δεδομένα του μεταγραφικού παζαριού του 2017 με στοιχεία που αφορούν το ρόλο των μάνατζερ και των μεσαζόντων. Οι αμοιβές που τσέπωσαν οι ατζέντηδες από τις μεταγραφές του 2017 ανέρχονται σε 447.000.000 δολάρια και έχουν υπερδιπλασιαστεί από τα 218.400.000 δολάρια που είχαν καταγράψει ως έσοδα το 2013. Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να ξενίζει, με δεδομένο ότι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι μια καπιταλιστική μπίζνα. Οπως συμβαίνει στα καπιταλιστικά αλισβερίσια, υπάρχουν πάντα αυτοί που κερδίζουν όχι από τη συμμετοχή τους στην «παραγωγική διαδικασία», αλλά παίζοντας τον ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Αυτή η οικονομική πτυχή του μεταγραφικού τζίρου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το 65,5% του συνολικού αριθμού των μεταγραφών που έγιναν το 2017 αφορούσε παίχτες που δεν είχαν συμβόλαιο με κάποια ομάδα, έχει προβληματίσει τη ΦΙΦΑ, που βλέπει ότι δημιουργείται ένα κύκλωμα που δε θα μπορέσει να το ελέγξει και το οποίο έχει «στενούς» δεσμούς με ένα ακόμη «αγκάθι» για την παγκόσμια ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, τον στοιχηματικό ποδοσφαιρικό τζόγο (νόμιμο και παράνομο).
Κος Πάπιας
papias@eksegersi.gr
ΥΓ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει αποκτήσει η φετινή Euroleague στο μπάσκετ, αφού υπάρχουν αρκετές εκπλήξεις και δεν έχει ξεκαθαρίσει η κατάσταση, τόσο για τις ομάδες που θα μπουν στην τελική οκτάδα όσο και για τις τέσσερις που θα έχουν το πλεονέκτημα έδρας. Στις επόμενες δέκα αγωνιστικές σημαντικό ρόλο στην τελική κατάταξη θα παίξουν τα αποτελέσματα με τις ομάδες που δεν έχουν τύχη να μπουν στην οχτάδα αλλά θα κάνουν τη ζημιά σε όσους τις υποτιμήσουν. Αντιστρόφως ανάλογο με το ενδιαφέρον είναι το αγωνιστικό επίπεδο, αφού στην πλειοψηφία των παιχνιδιών οι ομάδες προσφέρουν μέτριο θέαμα, δείγμα του ότι έχει μειωθεί σημαντικά το επίπεδο του έμψυχου δυναμικού των ομάδων.
Παραφράζοντας το παλιό σλόγκαν «παφ και τάλιρο», μπορούμε να αναφωνήσουμε «σουτ και διακοσάευρο».