Ηταν η φονικότερη τρομοκρατική επίθεση στην σύγχρονη ιστορία της Αιγύπτου. Τρομοκρατική με την κυριολεκτική έννοια της λέξης και όχι με την έννοια που δίνουν οι ιμπεριαλιστές, που θεωρούν «τρομοκρατία» κάθε ένοπλη αντίσταση στα συμφέροντά τους, αφήνοντας έξω από το κάδρο τρομοκρατικά καθεστώτα τύπου Σαουδικής Αραβίας ή ακόμα και της ίδιας της Αιγύπτου, η οποία στενάζει κάτω από τη δικτατορική μπότα του αμερικανόδουλου δικτάτορα Σίσι.
Οι βόμβες που εξεράγησαν μέσα στο τζαμί μίας ισλαμικής «αίρεσης» (των σούφι που πιστεύουν σε ένα μυστικιστικό ασκητικό Ισλάμ) στη χερσόνησο του Σινά την Παρασκευή 24 Νοέμβρη (ημέρα προσευχής) συνοδεύτηκαν από τη θέρισμα όσων προσπάθησαν να διαφύγουν. Οι επιτιθέμενοι πυροβολούσαν αδιάκριτα στο ψαχνό, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 305 νεκρούς και 128 τραυματίες. Τέτοιο έγκλημα μόνο με τα εγκλήματα των ναζί μπορεί να συγκριθεί.
Γι’ αυτό και η «διεθνής κοινότητα» εξέφρασε σύσσωμη τον αποτροπιασμό της στηρίζοντας τον δικτάτορα Σίσι, ο οποίος βγήκε και υποσχέθηκε εκδίκηση την οποία πραγμάτωσε με κάποιες επιθέσεις κατά «τρομοκρατών». Ετσι, η «δημοκρατία» αποκατέστησε τη «νομιμότητα», μέχρι τη στιγμή που ένα νέο μακελειό θα ξανασκοτώσει γυναικόπαιδα στο Σινά (ή κάπου αλλού).
Το έγκλημα βόλευε την προπαγάνδα των ιμπεριαλιστών, αφού φορτώθηκε στους τζιχαντιστές (βάσει μαρτυριών των επιζώντων ότι αυτοί που πυροβολούσαν είχαν σημαίες του χαλιφάτου), οι οποίοι όμως -μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές- δεν έχουν αναλάβει την ευθύνη. Βέβαια, τέτοια χτυπήματα είναι στη λογική τους (κάθε μη σουνίτης αξίζει να πεθάνει), γι’ αυτό και δεν αποκλείεται καθόλου να είναι αυτοί που το οργάνωσαν.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε αυτές τις εξελίξεις και να μη μείνουμε στα επιφαινόμενα περί «φανατικών τζιχαντιστών» που τους… τσίμπησε μύγα και άρχισαν να σφάζουν, ή στην αμερικάνικη άποψη περί «καλών» και «κακών», θα πρέπει να δούμε πώς είναι η ζωή στη χερσόνησο αυτή και κάτω από ποιους υλικούς όρους γεννήθηκε αυτό που πολιτογραφήθηκε ως «τζιχαντισμός» ή «ισλαμική τρομοκρατία».
Η χερσόνησος του Σινά, που σήμερα αριθμεί γύρω στους 550 χιλιάδες κατοίκους (λιγότερο από το 1% του πληθυσμού της Αιγύπτου), τα τρία τέταρτα των οποίων κατοικούν στον βορρά (εκεί που έγινε η επίθεση) και περίπου το 70% είναι Βεδουίνοι που μοιράζονται σε 15-20 φυλές, αποτελούσε για χρόνια το μήλον της έριδος μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ. Το τελευταίο, αφού κατέλαβε το Σινά κατά τον πόλεμο των έξι ημερών (1967), εφάρμοσε μία στυγνή κατοχή υποχρεώνοντας τους Βεδουίνους να μετατραπούν από νομάδες κτηνοτρόφους και γεωργούς σε χαμηλά αμειβόμενους εργάτες σε διάφορους κλάδους (από τα ορυχεία μέχρι τις μεταφορές με καμήλες). Αυτό κράτησε μέχρι το 1982, όταν το Σινά πέρασε στην κυριαρχία της Αιγύπτου, ως αποτέλεσμα της αμερικανόπνευστης συμφωνίας του Καμπ Ντέιβιντ, το Σεπτέμβρη του 1978, με την οποία η Αίγυπτος αναγνώρισε για πρώτη φορά το κράτος του Ισραήλ.
Ομως η «απελευθέρωση» του Σινά από την ισραηλινή μπότα δε σήμανε και ανακούφιση των κατοίκων του. Κι αυτό γιατί οι Βεδουίνοι εξαναγκάστηκαν από το αιγυπτιακό καθεστώς να ανταλλάξουν τη γη τους (αν αυτή ήταν καλλιεργήσιμη) με γη κατώτερης ποιότητας, προκειμένου να την καλλιεργήσουν οι «ημέτεροι» του καθεστώτος, ενώ όσοι είχαν γη σε παράκτιες περιοχές εξαναγκάστηκαν είτε να την ανταλλάξουν είτε να την πουλήσουν σε καπιταλιστές από άλλα μέρη της Αιγύπτου που έσπευσαν να χτίσουν πολυτελή ξενοδοχεία για να λιάζονται στις μαγευτικές παραλίες οι δυτικοί τουρίστες. Ετσι, οι Βεδουίνοι του Σινά μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας, στους οποίους οι αιγυπτιακές κυβερνήσεις (από την εποχή του Μουμπάρακ ακόμα) πολλά υποσχέθηκαν και ελάχιστα έδωσαν. Υποσχέθηκαν πακτωλό εκατομμυρίων για έργα και δουλειές, αλλά τελικά αυτός ο «πακτωλός» αποδείχτηκε βόλεμα κάποιων καπιταλιστών που μεταφέρθηκαν εκεί από την κοιλάδα του Νείλου κυρίως. Τα «μεγάλα έργα», με κύριο αυτό της υδροδότησης, αποδείχτηκαν κενά λόγια, ενώ το περίφημο κανάλι του Αλ Σαλάμ, για το οποίο η αιγυπτιακή κυβέρνηση υποτίθεται ότι ξόδεψε 685 εκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2006 που ολοκληρώθηκε, μετατράπηκε σε αδιαπέραστο φράγμα το 2010! Από την άλλη, από τα χρήματα που υποσχέθηκαν ότι θα έδιναν οι ΗΠΑ και η ΕΕ για την ανάπτυξη της περιοχής, τα περισσότερα πήγαν για την κατασκευή υποδομών για την ασφάλεια του Ισραήλ και την καταστροφή των τούνελ της Γάζας.
Οι εμπορικές συναλλαγές με τη Λωρίδα της Γάζας, μέσω της Ράφα, τόνωσαν την οικονομία στη χερσόνησο του Σινά. Ομως, η απόφαση της αιγυπτιακής κυβέρνησης να εξαπολύσει πόλεμο κατά του «λαθρεμπορίου» με την αποκλεισμένη Λωρίδα της Γάζας, οδήγησε όχι μόνο στην καταστροφή πολλών τούνελ, μέσω των οποίων η Γάζα προμηθευόταν τα βασικά μέσα διαβίωσής της, αλλά και στην άγρια καταστολή του ντόπιου πληθυσμού της Ράφα. Τα τελευταία δύο χρόνια, ο αιγυπτιακός στρατός έχει καταστρέψει πάνω από 1.200 σπίτια εξαναγκάζοντας 3.200 οικογένειες να τα εγκαταλείψουν προκειμένου να γίνει πράξη η νεκρή ζώνη του ενός χιλιομέτρου από τα σύνορα με τη Λωρίδα της Γάζας, για να εφαρμοστεί ακόμα πιο αποτελεσματικά ο σιωνιστικός αποκλεισμός της! Ορισμένες φορές οι κάτοικοι έφευγαν άρον-άρον, αφού το καθεστώς τους έδινε 48 ώρες προθεσμία για να μαζέψουν τα πράγματά τους και να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, χωρίς να τους δίνει επαρκείς αποζημιώσεις γι αυτά. Οσο για τη γη τους, αυτή την απαλλοτρίωσαν χωρίς να δώσουν δεκάρα τσακιστή!
Οι συνεχείς διακρίσεις σε βάρος των Βεδουίνων της χερσονήσου του Σινά, τα ψεύτικα λόγια περί «ανάπτυξης» που ποτέ δεν ήρθε, η άγρια καταστολή του ντόπιου πληθυσμού προκειμένου να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις των αμερικανόδουλων αιγυπτιακών κυβερνήσεων στους Αμερικάνους και τους Σιωνιστές, οδήγησαν ορισμένους από τους κατοίκους της χερσονήσου στην αγκαλιά ισλαμικών «τζιχαντιστικών» οργανώσεων που σχετίζονταν με το ISIS.
Τώρα, αυτοί που πραγματικά ευθύνονται για την κατάσταση αυτή, υποτίθεται ότι θα «καθαρίσουν την περιοχή από την τρομοκρατία» για να εφαρμόσουν τη δική τους «νόμιμη» τρομοκρατία!