Δύο χιλιάδες δεκαεπτά
ως πότε, σύντροφοι, με τα σκατά;
«Εμπρός για της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία». Αλλο ένα σύνθημα που βρήκε μια κάποια δικαίωση τις προηγούμενες μέρες. Μόνιμη διοικητική υπάλληλος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου είναι πλέον η πρώτη κυρία της χώρας, αφού με αίτησή της εντάχθηκε στους διοικητικούς υπαλλήλους του ιδρύματος. Στο κουρμπέτι και η Μπέτυ και ζήσαν' αυτοί καλά κι εμείς καλή terra…
καμάρι και τα άλογα απού τα καβαλάνε.
Καμάρι έχει ο ξάδερφος, καμάρι κι η γυναίκα
κι όλοι τα πέντε δάχτυλα σαν τονε δουν απλώνουν
το χέρι να του σφίξουνε (ή μήπως το λαιμό του;).
Τσιπραλέξι. Ο απόλυτος τουριστικός προορισμός και αυτού του καλοκαιριού. Ενα αριστεροχώρι του μόλου, εκεί που η θάλασσα γίνεται βουνό, το κρέας ψάρι, το ναι όχι, οι εξαγγελίες ex αγγελίες.

«Ανοιξε το παράθυρο της καρδιάς σου. / Ανοιξέ το στους ξεριζωμένους μετανάστες / που σε κοιτούν με βλέμμα κυνηγημένου αγριμιού. / Ανοιξέ το στους άνεργους / που χάνονται στις ψευδαισθήσεις των υποσχέσεων / για μια ακτίνα ήλιου. / Ανοιξε το παράθυρο της καρδιάς σου στα παιδιά των φαναριών / που το κρύο τους περονιάζει τα κόκαλα. / Ανοιξέ το σε αυτούς που απέτυχαν να αλλάξουν τον κόσμο / καίτοι προσπάθησαν. / Ανοιξε το παράθυρο της καρδιάς σου / σε όλους τους απόκληρους της ζωής» (Αντώνης Στασινόπουλος – «Της καρδιάς»).
Εχουν γραφεί πολλά, τόσο για τις διαδικτυακές υπογραφές όσο και για τα διόδια. Ομως, όταν διαβάζουμε τους λόγους για τους οποίους καλούνται οι πολίτες να εναντιωθούν στα διόδια που θα γίνουν στην Καβάλα και να… υπογράψουν διαδικτυακά, νιώθουμε να μην υπάρχει καμιά ελπίδα. Είμαστε άξιοι της «μοίρας» μας… Ιδού, χωρίς κανένα σχόλιο που θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο τη… θνήσκουσα νοημοσύνη: «Η δημιουργία νέων σταθμών διοδίων, μετωπικών και πλευρικών κοντά στην Καβάλα, θα προκαλέσει τη διέλευση χιλιάδων οχημάτων από το κέντρο της πόλης και από τις συνοικίες της. Θα υποβαθμιστεί η ζωή των κατοίκων, θα αυξηθεί η επικινδυνότητα της κυκλοφορίας, θα καταστραφεί η τουριστική προοπτική της πόλης μας. Η Καβάλα μας κινδυνεύει. Οχι άλλα διόδια!».
μουρμούραγε και έλεγε και πικροτραγουδούσε
με τα σπαστά ελληνικά και τα σπαστά «πιστεύω»
που όλο στα δυο τα δίπλωνε και τα 'θαβε στο χώμα.
«Οπως θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει
και όπως η μυλόπετρα στροφάρει δίχως τέλος
έτσι γυρνώ, έτσι ζητώ, έτσι όλο παζαρεύω
κι όλο για τούνελ λέω και φως, μες στα πηχτά σκοτάδια.
Τις αλυσίδες χρύσωσα με χίλιες δυο παπάρες
μα πια δεν με πιστεύουνε κι όλοι με καταριούνται».
Πουλάκι πέρασε ζαβό, πουλάκι μαδημένο
που ούτε «πιστεύω» λόγιαζε ούτε είχε καμιά τσίπα
και με φωνή ανθρωπινή γυρνάει και του λέει:
«Ρε τσεκελέτο σύνελθε, αναστολές μην έχεις
δεν με θωρείς που παστρικά όλα τα καταφέρνω;
Οι κάμποι θρέφουν πρόβατα και τα βουνά γεράκια
Μάζευε, πούλα, μοίραζε, να βγάλεις τον χειμώνα
γιατί το τέλος έρχεται χωρίς να σε ρωτάει
και σε πετάει παράμερα, τα χάνεις τα χρυσάφια
που ένα κρατάς για πάρτη μας και δυο δίνεις στους ξένους».
Ακόμα να συνέλθουμε επαρκώς από τον μεγάλο χαμό των ημερών. Ενας αιώνας λαμπρών επιδόσεων δεν προσπερνιέται έτσι εύκολα…
«Σ’ αυτή τη χώρα ζούμε σαν ξένοι μες στο σπίτι μας. Τη γλώσσα μας σαν την ακούμε, δεν την καταλαβαίνουμε ούτε καταλαβαίνουν τι λέμε, αυτοί που τη γλώσσα μας μιλάνε. Σ’ αυτή τη χώρα ζούμε σαν ξένοι μες στο σπίτι μας. Εσβησαν τα τζάκια της επανάστασης στάχτη από αλλοτινές φωτιές έχουμε στα χείλια μας κρύα, όλο και πιο κρύα παγωνιά σταλάζει μέσα μας» (Wolf Biermann).
Κοκκινοσκουφίτσα