Η μετατροπή του αστικού πολιτικού συστήματος από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό (που θα γίνει πράξη από τις εκλογές του 2019 και ύστερα), μετά από την επικράτηση του «ναι» στο δημοψήφισμα της 16ης Απρίλη στην Τουρκία, θεωρήθηκε από αρκετά διεθνή ΜΜΕ ως η μεγαλύτερη συνταγματική αλλαγή μετά από αυτήν που επέφερε ο Μουσταφά Κεμάλ το 1923, κατά την οποία το τούρκικο κράτος μεταμορφώθηκε ριζικά από ένα ισλαμικό κράτος φεουδαρχικού τύπου σε ένα αστικό κράτος στα πρότυπα των δυτικών καπιταλιστικών κρατών (έστω και μισο-αποικιακό). Ομως, αυτή η σύγκριση είναι καθαρά φαινομενική. Γιατί το νεαρό τούρκικο αστικό κράτος που εγκαθίδρυσε ο Κεμάλ στις αρχές του εικοστού αιώνα προέκυψε από ένα αστικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν ξέφυγε τελικά από τα ασφυκτικά όρια της αστικής κυριαρχίας και της ιμπεριαλιστικής υποδούλωσης, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες του Κεμάλ.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στην Τουρκία, ακόμα και μετά από την οριακή και πύρρειο νίκη του Ερντογάν (με 51.4%) στο δημοψήφισμα, που του δίνει ακόμα πιο αυξημένες εκτελεστικές και πολιτικές εξουσίες (διορισμό των πέντε από τους δεκατρείς δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, διακυβέρνηση μέσω προεδρικών διαταγμάτων παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο, δυνατότητα διάλυσης της Βουλής και προκήρυξης εκλογών, δυνατότητα απόλυσης κρατικών αξιωματούχων χωρίς την ανάγκη έγκρισης της Βουλής, δυνατότητα να παραμείνει στην εξουσία για άλλα δώδεκα χρόνια ακόμα κτλ);
Ο Ερντογάν βγήκε νικητής στο δημοψήφισμα, έχοντας όμως καταγράψει αρκετά μικρότερο ποσοστό από αυτό που είχε κερδίσει στο προηγούμενο δημοψήφισμα για συνταγματική αναθεώρηση, το Σεπτέμβρη του 2010 (58%). Οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας (Ιστανμπούλ, Αγκυρα και Σμύρνη) υπερψήφισαν το «όχι». Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σε αυτές τις τρεις πόλεις με το αποτέλεσμα των πιο πρόσφατων βουλευτικών εκλογών, του Νοέμβρη του 2015 (επαναληπτικών εκλογών, στις οποίες κέρδισε το κόμμα του Ερντογάν, μετά από ένα πεντάμηνο πολιτικής κρίσης στη χώρα), φαίνεται καθαρά η φθορά της εξουσίας του ΑΚΡ. Στην Ιστανμπούλ, το κόμμα του Ερντογάν είχε κερδίσει το 48.72% και μαζί με το εθνικιστικό MHP (που υποστήριξε το «ναι» στο δημοψήφισμα) απέσπασε συνολικά το 57.31% των ψήφων. Τώρα, το «ναι» κέρδισε μόλις το 48.7%. Στην Αγκυρα, όπου τα δύο παραπάνω κόμματα είχαν κερδίσει το 63%, τώρα το «ναι» δεν κατόρθωσε να αποσπάσει πάνω από το 49%, ενώ στην Σμύρνη το «ναι» υπέστη πανωλεθρία, χάνοντας γύρω στις έντεκα ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις ψήφους των δύο παραπάνω κομμάτων το Νοέμβρη του 2015 και μη μπορώντας να ξεπεράσει το 42.4%.
Οι καταγγελίες της αντιπολίτευσης για νοθεία μετά από την αποδοχή ως έγκυρων από την εκλογική επιτροπή ακόμα και των μη σφραγισμένων φακέλων, αλλά και η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των κανόνων διεξαγωγής του δημοψηφίσματος από τους διεθνείς παρατηρητές του ΟΟΣΑ (οι οποίοι δήλωσαν ότι το δημοψήφισμα δεν ευθυγραμμιζόταν με τα ευρωπαϊκά στάνταρντ), δημιουργούν ένα νέο πονοκέφαλο για τον σουλτάνο Ερντογάν, ο οποίος, παρά την εθνικιστική του δημαγωγία, δίνει και παραδίνει σημασία σε αυτά που λένε οι ιμπεριαλιστές και τα όργανά τους, μιας και διαχειρίζεται τα συμφέροντα της τουρκικής αστικής τάξης που κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη είναι. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ εμφανίστηκε «συναινετικός» τις επόμενες μέρες, ζητώντας από την αντιπολίτευση συναίνεση στο μέγιστο βαθμό, για τη θέσπιση της νομοθεσίας που θα υλοποιήσει τις απαραίτητες τροπολογίες στην κατεύθυνση της συνταγματικής αναθεώρησης.
Με δεκάδες χιλιάδες φυλακισμένους (συνολικά γύρω στους 100.000 μαζί με τους διωκόμενους), με πάνω από 150.000 απολυμένους από το δημόσιο, στο πλαίσιο του πογκρόμ που εξαπολύθηκε μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιούλη του 2016, με το καθεστώς έκτακτης ανάγκης να παρατείνεται διαρκώς από τότε και έχοντας στην πλάτη του το πολιτικό κόστος της άγριας καταστολής του κινήματος της τουρκικής νεολαίας πριν από μερικά χρόνια, ο Ερντογάν στηρίζεται στις καθυστερημένες πολιτικά και οικονομικά λαϊκές μάζες των πιο καθυστερημένων οικονομικά περιοχών της Ανατολής. Ταυτόχρονα, έχει να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στα κουρδικά εδάφη, τα οποία βομβάρδισε ξανά (και μάλιστα σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από πυκνοκατοικημένες περιοχές), λίγες μέρες μετά από τη νίκη του στο δημοψήφισμα. Ολα αυτά είναι που καθιστούν αυτή τη νίκη πύρρειο.