Μετά από μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων του ISIS στη Βαγδάτη με 150 νεκρούς μέσα σε μια βδομάδα, ο ιρακινός πρωθυπουργός έδωσε εντολή να ξεκινήσει στις 22 του Μάη η ανακατάληψη της Φαλούτζα, η οποία είχε περάσει υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους από το Γενάρη του 2014 και ήταν περικυκλωμένη από ιρακινά στρατεύματα τους τελευταίους έξι μήνες.
Στην επιχείρηση συμμετέχουν 20.000 στρατιώτες, ειδικές δυνάμεις του στρατού, αστυνομικές δυνάμεις, σουνιτικές και σιιτικές πολιτοφυλακές και άγνωστος αριθμός αμερικάνων συμβούλων, με την υποστήριξη αμερικάνικων βομβαρδιστικών. Η επιχείρηση άρχισε από τα περίχωρα της πόλης όπου εξουδετερώθηκαν οι εστίες αντίστασης και στις 30 του Μάη ξεκίνησε από τη νότια πλευρά η επίθεση ανακατάληψης της πόλης, με εμπροσθοφυλακή τις ειδικές δυνάμεις του ιρακινού στρατού.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις κινούνται αργά, γιατί η πόλη είναι κατάσπαρτη με βόμβες και νάρκες, αλλά και γιατί συναντούν σφοδρή αντίσταση. Σύμφωνα με τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, εκτιμάται ότι στη Φαλούτζα βρίσκονται 900 περίπου εμπειροπόλεμοι μαχητές του ISIS, που χρησιμοποιούν τακτικές ανταρτοπόλεμου λόγω της συντριπτικής υπεροπλίας του αντιπάλου, ελεύθερους σκοπευτές, αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, ναρκοπαγίδες, ομάδες ολμοβολιτών και βομβιστές αυτοκτονίας. Παράλληλα, έχουν σκάψει δίκτυο υπόγειων τούνελ, που τους επιτρέπουν να κρύβονται και να εμφανίζονται αιφνιδιαστικά πίσω από τον εχθρό.
Ολες οι μέχρι σήμερα επιτυχίες των κυβερνητικών δυνάμεων, όπως η κατάληψη του Ραμάντι, πρωτεύουσα της επαρχίας Ανμπάρ, του Τιγκρίτ, γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεΐν, του κουρδικού Κομπάνι και της πόλης Σιντζάρ των Γιαζίντι, βασίστηκαν στους ισοπεδωτικούς αμερικάνικους βομβαρδισμούς, που προκάλεσαν σχεδόν την ολοκληρωτική καταστροφή των πόλεων αυτών. Για παράδειγμα, το Ραμάντι, που είχε κάποτε 400.000 πληθυσμό, παραμένει ακόμη στο μεγαλύτερο μέρος ακατοίκητο, με το 70% των κτιρίων του σε ερείπια, με τις βασικές υποδομές του κατεστραμμένες και με μόνο το 15% των κατοίκων του να μπορεί να επιστρέψει. Το ίδιο συνέβη και με το Κομπάνι, όπου τα τρία τέταρτα της πόλης έχουν μετατραπεί σε ερείπια.
Την ίδια, αν όχι χειρότερη, τύχη είναι βέβαιο ότι περιμένει και τη Φαλούτζα και μαζί τους περίπου 50.000 κατοίκους που έχουν εγκλωβιστεί στην πόλη, χωρίς πλέον δυνατότητα διαφυγής. Το μόνο ασαφές είναι αν το ISIS εφαρμόσει τη μέχρι σήμερα τακτική του, αν δηλαδή υποχωρήσει την τελευταία στιγμή έχοντας προκαλέσει το μάξιμουμ των απωλειών στην άλλη πλευρά προκειμένου να διατηρήσει τις δυνάμεις του και το βαρύ οπλισμό του, ή αν στην περίπτωση της Φαλούτζα πολεμήσει μέχρι τέλους θυσιάζοντας εμπειροπόλεμους μαχητές του. Γιατί η ενδεχόμενη απώλεια της Φαλούτζα, με σχεδόν αποκλειστικά σουνιτικό πληθυσμό, έχει ιδιαίτερη συμβολική και πολιτική σημασία, καθώς η κατάληψή της ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του ISIS έξι μήνες πριν από την κατάληψη της Μοσούλης, υπήρξε προπύργιο της ιρακινής αντίστασης μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003 και εστία μαζικών διαδηλώσεων εναντίον της σιιτικής στην πλειοψηφία κυβέρνησης Μαλίκι, κατηγορώντας την για περιθωριοποίηση και διακρίσεις σε βάρος του σουνιτικού πληθυσμού λίγες βδομάδες πριν πέσει στα χέρια του ISIS, ενώ βρίσκεται σε απόσταση μόλις μιας ώρας (65 χλμ) από τη Βαγδάτη συνιστώντας πηγή σοβαρών απειλών για την ιρακινή πρωτεύουσα.
Μια άλλη πολύ σημαντική διάσταση στην επιχείρηση ανακατάληψης της Φαλούτζα έδωσε ο διοικητής των αμερικάνικων και των συμμαχικών τους δυνάμεων στο Ιράκ, ο αμερικάνος αντιστράτηγος Μακφάρλαντ. Σύμφωνα με την «Ουάσιγκτον Ποστ» (U.S commander warns that Iraqi forces may face resistance in key urban fight, 29/5/16), ο αμερικάνος διοικητής επισήμανε ότι η ικανότητα των ιρακινών δυνάμεων να καταφέρουν ένα γρήγορο πλήγμα στο Ισλαμικό Κράτος στην πόλη της Φαλούτζα μπορεί να επιβραδυνθεί από την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού στους μαχητές και ότι συνεπώς είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζει κανείς πώς θα εξελιχθεί η μάχη μέσα στη Φαλούτζα. «Στην πραγματικότητα δεν έχουμε πολεμήσει σε μια μάχη σαν αυτή. Μπορεί να έχουμε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό μιας αρκετά μεγάλης πόλης εχθρικό απέναντί μας. Δεν γνωρίζω αν αυτό το ποσοστό αντισταθεί στις ιρακινές δυνάμεις, αλλά μπορεί να μη βοηθήσει», ανέφερε, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή του την περασμένη βδομάδα, θίγοντας ένα ζήτημα το οποίο οι περισσότεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποφεύγουν να σχολιάσουν δημόσια. Στο εχθρικό κλίμα, το οποίο διαπιστώνει ο αμερικάνος διοικητής, έχουν συμβάλει επίσης οι βιαιότητες και οι λεηλασίες που διαπράχτηκαν από σιιτικές πολιτοφυλακές ως αντίποινα σε περιοχές που «απελευθερώθηκαν» από τον ιρακινό στρατό σε βάρος του σουνιτικού πληθυσμού.
Στο μεταξύ, παράλληλα με την επιχείρηση ανακατάληψης της Φαλούτζα, ξεκίνησε στις 29 Μάη από τις κουρδικές δυνάμεις, τους Πεσμεργκά και τις ειδικές δυνάμεις Ζερεβάνι της κουρδικής αστυνομίας, με την υποστήριξη αμερικάνικων βομβαρδιστικών και τη συμμετοχή αμερικάνων στρατιωτών, εκκαθαριστική επιχείρηση στην πεδιάδα της Νινεβί ανατολικά της Μοσούλης. Είναι η πρώτη σημαντική απόπειρα τα δυο τελευταία χρόνια που έχει στόχο να απωθήσει τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους από την περιοχή αυτή και να ανοίξει το δρόμο για την επίθεση ανακατάληψης της Μοσούλης, ενώ ταυτόχρονα οι Πεσμεργκά πραγματοποιούν επιθέσεις αντιπερισπασμού και σε άλλα μέτωπα με στόχο να διασπάσουν και να προκαλέσουν σύγχυση στον αντίπαλο. Η πεδιάδα της Νινεβί, όπου ζούσαν στην πλειοψηφία χριστιανοί (περίπου 100.000), πέρασε υπό τον έλεγχο του ISIS τον Αύγουστο του 2014 μετά την κατάληψη της Μοσούλης. Ο χριστιανικός πληθυσμός εγκατέλειψε τις εστίες του, το 35% περίπου κατέφυγε στην Ευρώπη και στον Καναδά και οι υπόλοιποι φοβούνται να επιστρέψουν ακόμη και στα χωριά που απελευθερώνονται από τις κουρδικές δυνάμεις.
Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης η επιχείρηση των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων με επικεφαλής την πολιτοφυλακή των Κούρδων της Συρίας YPG και με την υποστήριξη αμερικάνικων βομβαρδιστικών και τη συμμετοχή αμερικάνων στρατιωτών, που εντοπίστηκαν μάλιστα με διακριτικά των YPG στις στολές τους, για την ανακατάληψη της Ράκα στη Συρία, όπου οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις έχουν βαλτώσει και τυπικά μετά την παραίτηση του Μοχάμεντ Αλούς, εκπροσώπου του ισλαμικού αντάρτικου Τζαΐς αλ Ισλάμ και επικεφαλής της προσκείμενης στη Σαουδική Αραβία αντιπροσωπίας της αντιπολίτευσης στις διαπραγματεύσεις, ενώ ο πόλεμος μαίνεται σε όλα τα μέτωπα.