Γιατί ο Μεϊμαράκης αισθάνεται την υποχρέωση να απορρίπτει με καθημερινές δηλώσεις -και μάλιστα σε ολοένα και πιο υψηλούς τόνους- την προοπτική οικουμενικής κυβέρνησης; Δεν το κάνει μόνο επειδή έχει δεχτεί κατηγορίες από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους ότι θέλει να στηρίξει τον Τσίπρα, αλλά και επειδή η προοπτική μιας οικουμενικής κυβέρνησης διαγράφεται αυτή τη στιγμή πιο καθαρά και έντονα από κάθε άλλη φορά.
Αν ο Τσίπρας δεν έχει την πλειοψηφία για να περάσει το εφιαλτικό Ασφαλιστικό (εφιαλτικό είναι ήδη στη «λάιτ» προπαγανδιστική εκδοχή του Κατρούγκαλου, ενώ μετά τη διαπραγμάτευση με την τρόικα θα γίνει εφιαλτικότερο), τότε ο σχηματισμός μιας άλλης κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή -οικουμενικής κατά προτίμηση, όπως εδώ και καιρό φωνάζουν οι βαρόνοι των μίντια- θα καταστεί αναπόφευκτος. Και τότε ο Μεϊμαράκης, που θεωρεί βέβαιη τη νίκη του στον αυριανό δεύτερο γύρο των γαλάζιων εκλογών, θα πάθει μεγαλύτερη νίλα απ' αυτή που έπαθε ο Σαμαράς το 2011-2012.
Ολοι θυμόμαστε τι συνέβη τότε. Ο Σαμαράς με τα «Ζάππεια» σήκωνε τους αντιμνημονιακούς τόνους, ενώ ταυτόχρονα στη Βουλή ψήφιζε διάφορες μνημονιακές διατάξεις, σε μια προσπάθεια να εξευμενίσει τους Γερμανούς που του ασκούσαν πίεση να στηρίζει συνολικά τα μνημονιακά πακέτα. Αντεξε ενάμισι χρόνο. Το Νοέμβρη του '11 Μέρκελ και Σαρκοζί ξωπέταξαν τον Γιωργάκη και ο Σαμαράς αναγκάστηκε να μπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Μόλις ψηφίστηκε το δεύτερο Μνημόνιο, πίεσε να γίνουν γρήγορα εκλογές, πριν αρχίσει η μεγάλη κατρακύλα. Κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση με τη δεύτερη, αλλά με ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό και με συγκυβερνήτες τον Βενιζέλο και τον Κουβέλη. Εκτοτε, η ΝΔ δεν ξανασήκωσε κεφάλι. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε από τα αντιμνημονιακά βάθη και «μάζεψε όλο το χαρτί».
Τι προσδοκά τώρα η ΝΔ; Να καθήσει ήσυχη στην κοινοβουλευτική της άκρη, να φθαρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, να ξεχαστούν κάπως τα «κατορθώματα» του 2012-2014 και να κόψει πρώτη το νήμα, σχηματίζοντας κυβέρνηση είτε με το ΠΑΣΟΚ είτε με άλλο κόμμα (την αυτοδυναμία μάλλον την έχουν ξεχάσει όλοι). Αν εξαναγκαστεί να συρθεί σε μια οικουμενική κυβέρνηση, τότε όλη αυτή η στρατηγική της επανόδου της μετά την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ ως «ώριμο φρούτο», θα τιναχτεί στον αέρα.
Γι' αυτό και ο Βαγγέλας ξεστόμισε για πρώτη φορά τη λέξη εκλογές. Είπε στον Τσίπρα να ψηφίσει μόνος του το Ασφαλιστικό κι αν δεν έχει την πλειοψηφία, τότε να μην ζητάει βοήθεια από τη ΝΔ, αλλά να παραιτηθεί και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Μ' αυτό τον τρόπο προσφέρει στον Τσίπρα βοήθεια για να συσπειρώσει την κοινοβουλευτική του ομάδα (ως γνωστόν οι βουλευτές παθαίνουν αλλεργία όταν ακούν για πρόωρες εκλογές, ιδιαίτερα εκείνοι που κινδυνεύουν να μην επανεκλεγούν) και να έχει και ο ίδιος το κεφαλάκι του ήσυχο, καταψηφίζοντας με αντιπολιτευτική άνεση τα πιο σκληρά μνημονιακά μέτρα και λέγοντας παπάρες του τύπου: «εμείς τον Αύγουστο ψηφίσαμε χρονοδιάγραμμα και στόχους, η εφαρμογή είναι ζήτημα της κυβέρνησης».
Η λέξη εκλογές, όμως, προκαλεί μεγαλύτερη αλλεργία στα «κεφάλια» της πλουτοκρατίας και στους ιμπεριαλιστές δανειστές. Το δόγμα τους είναι πως επενδύσεις από το εξωτερικό θα γίνουν μόνο όταν υπάρξει πολιτική σταθερότητα. Τρίτες βουλευτικές εκλογές μέσα σ' ένα χρόνο είναι κάτι που τους κάνει έξω φρενών. Κι έτσι και διαγραφεί τέτοια προοπτική θα κάνουν τα πάντα για να σχηματιστεί νέα συγκυβέρνηση από τη σημερινή Βουλή, η οποία να διαθέτει μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τη σημερινή. Με πρωθυπουργό τον Τσίπρα ή και άλλον (από Παπαδήμους άλλο τίποτα).
Αυτό είναι και το κρίσιμο ζήτημα για τον Τσίπρα: μπορεί να περάσει το Ασφαλιστικό με την πλειοψηφία των 153 που διαθέτει; Τέτοιο που είναι αυτό το Ασφαλιστικό, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μπορεί να το περάσει. Και οι κινήσεις των Τσιπραίων δείχνουν ότι στο πίσω μέρος του μυαλού τους έχουν την οικουμενική.
Σε πρώτη φάση, βέβαια, παίζουν το παιχνίδι της συσπείρωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, με το γνωστό ιδεολόγημα «θέλουν να μας ρίξουν από την εξουσία». Γι' αυτό και ο Τσίπρας βγήκε και διακωμώδησε την προοπτική συνεργασίας με τον Λεβέντη, την οποία όμως είχαν ανοίξει και συντηρούσαν δικοί του υπουργοί και μάλιστα όχι κανένας «άκυρος», αλλά ο εξ απορρήτων του Φλαμπουράρης. Καθώς πλησιάζει η ώρα να κατατεθεί για ψήφιση το ασφαλιστικό νομοσχέδιο (που θα είναι πιο εφιαλτικό από το σχέδιο που διέρρευσε ο Κατρούγκαλος), έκριναν ότι το παιχνίδι με τον Λεβέντη δε βοηθά στη συσπείρωση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, διότι καλλιεργεί μια χαλαρότητα του στιλ «δε βαριέσαι, και κάποιοι συριζαίοι να απουσιάσουν ή να ψηφίσουν “παρών'', υπάρχει η καβάτζα του Λεβέντη για να περάσει το Ασφαλιστικό». Διακωμωδώντας την προοπτική συνεργασίας με τον Λεβέντη και απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας την προοπτική της οικουμενικής, ο Τσίπρας στέλνει στους βουλευτές του το μήνυμα: «ή το ψηφίζετε ή πέφτει η κυβέρνηση».
Αν, όμως, ήθελε να παίξει μόνον αυτό το χαρτί, προς τι το θέατρο του «διαλόγου» με την αντιπολίτευση; Πριν στείλει το σχέδιο στην τρόικα, ο Κατρούγκαλος ζήτησε και συναντήθηκε με τους αρχηγούς όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Λίγη ώρα μετά, είχε διαρρεύσει ο ίδιος το σχέδιο σε όλα τα ΜΜΕ (χρησιμοποιώντας ένα e-mail μιας χρήσης του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Εργασίας) και η Γεροβασίλη είχε ξεκινήσει μια σφοδρή επίθεση ενάντια στα κόμματα της αντιπολίτευσης, την οποία συνέχισε και η ίδια και ο Κατρούγκαλος. Και μάλιστα τη συνέχισαν σε στιλ… Μένιου Κουτσόγιωργα: εσείς που κόψατε έντεκα φορές τις συντάξεις δεν δικαιούστε να μιλάτε.
Δηλαδή, επιχειρήθηκαν συναντήσεις με τα κόμματα τις αντιπολίτευσης, για να εισπραχθούν οι βέβαιες αρνήσεις και να ξεκινήσουν αμέσως μετά οι κυβερνητικές επιθέσεις. Αυτό μπορεί να βοηθήσει την προσπάθεια συσπείρωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ: «είμαστε μόνοι μας, ή το ψηφίζουμε ή πέφτουμε». Είναι όμως οι Τσιπραίοι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την εξουσία επειδή δε θα μπορούν να περάσουν το Ασφαλιστικό με τη δική τους πλειοψηφία; Η έως τώρα ιστορία τους στην κυβέρνηση δείχνει το ακριβώς αντίθετο.
Τη βραδιά του δημοψηφίσματος, μ' ένα τεράστιο ποσοστό υπέρ του Οχι στην τσέπη του και αφού είχε προηγηθεί ένα δεκαήμερο σκληρής φραστικής σύγκρουσης με τη μνημονιακή αντιπολίτευση, ο Τσίπρας ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει την επόμενη κιόλας μέρα σύσκεψη υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η σύσκεψη έγινε, το Οχι ομογενοποιήθηκε με το Ναι βγάζοντας «ναι σε όλα» και ο Τσίπρας πήγε στις Βρυξέλλες με τις ευλογίες όλου του αστικού πολιτικού φάσματος. Ψήφισε δυο νόμους με αντιλαϊκά προαπαιτούμενα και το νόμο με το Μνημόνιο και τρίτο πακέτο προαπαιτούμενων με τη βοήθεια των κομμάτων της μνημονιακής αντιπολίτευσης, αφού είχε χάσει τη δική του πλειοψηφία. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να το κάνει. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μη χάσει την εξουσία.
Στις 24 Ιούλη, στο γεύμα που τους παρέθεσε ο Παυλόπουλος, διαβεβαίωσε τους αρχηγούς των άλλων μνημονιακών κομμάτων ότι δεν πρόκειται να πάει σε εκλογές (αυτό το έχουν πει όλοι και ο Τσίπρας ουδέποτε τους διέψευσε). Κι αφού στις 14 Αυγούστου ψήφισαν όλοι μαζί Μνημόνιο και τρίτο πακέτο προαπαιτούμενων, στις 20 Αυγούστου βγήκε και ανήγγειλε εκλογές. Η παρέα του Μαξίμου έκρινε ότι αυτή ήταν η τελευταία της ευκαιρία για να επανέλθει στην εξουσία. Εκλογές μες στο κατακαλόκαιρο, με διαδικασία fast track, ήταν αυτό που βόλευε τον ΣΥΡΙΖΑ και κανέναν άλλο. Γιατί μπορούσε να πουλήσει -σ' έναν λαό που ήδη κατατρυχόταν από το σύνδρομο της ήττας- το ιδεολόγημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καλύτερος για να διαπραγματευθεί κάποια βασικά ζητήματα του Μνημόνιου, που τάχα είχαν μείνει ανοιχτά.
Να πουλήσει δεύτερη φορά το ίδιο παραμύθι δεν μπορεί. Ο κόσμος πλέον έχει αισθανθεί στο πετσί του το «Μνημόνιο του Τσίπρα» και έχει δει πώς ρυθμίζονται τα υποτιθέμενα ανοιχτά ζητήματα. Να φύγει από την εξουσία δε θέλει. Αρα, η λύση της οικουμενικής είναι το τελευταίο του καταφύγιο. Εστω όχι οικουμενικής, αλλά μιας κυβέρνησης με ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Ολα δείχνουν ότι υπάρχει «plan A» (προσπάθεια συσπείρωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με την απειλή «ή ψηφίζετε ή πέφτουμε»), αλλά ότι υπάρχει και «plan B» (σχηματισμός οικουμενικής, αν χαθεί η δεδηλωμένη λόγω διαρροών στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της συγκυβέρνησης).
Γι' αυτό έγινε η κίνηση «διαλόγου» με την αντιπολίτευση για το Ασφαλιστικό, που δεν είχε γίνει στα προηγούμενα πολυνομοσχέδια. Ολα τα μέχρι τώρα προαπαιτούμενα (ακόμα και η ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνεια, που θεωρούνταν ιδιαίτερα κρίσιμη) ψηφίστηκαν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, χωρίς να προηγηθεί όχι διαβούλευση με την αντιπολίτευση, αλλά ούτε καν μια στοιχειωδώς άνετη κοινοβουλευτική διαδικασία. Ούτε να τα διαβάσουν δεν προλάβαιναν οι βουλευτές. Και ξαφνικά θυμήθηκαν όχι μόνο να κάνουν «διάλογο» με την αντιπολίτευση, αλλά να της προτείνουν να ορίσει και εκπροσώπους που θα παρακολουθούν τη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των δανειστών!
Η μνημονιακή αντιπολίτευση σ' αυτή τη φάση δεν τσίμπησε, τι θα κάνει όμως αν ο Τσίπρας πει «δεν μπορώ να το περάσω»; Αν δηλαδή επαναληφθεί επί της ουσίας το σκηνικό του περασμένου Ιούλη-Αυγούστου; Θα πάρει την ευθύνη να πει εκλογές; Για να έχει απέναντί της ντόπιους καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές δανειστές; Η οικουμενική θα είναι η μόνη ρεαλιστική λύση για όλους.