Συμπληρώθηκαν δεκαεπτά χρόνια από τότε που η R.A.F. (Φράξια Κόκκινος Στρατός) ανακοίνωνε τη διάλυσή της μετά από 28 χρόνια δράσης. Παραθέτουμε τρία αποσπάσματα του πολιτικού λόγου της:
Σύντροφοι πάψτε να οχυρώνεστε πίσω απ’ τις μάζες, σταματήστε να μεταθέτετε στις μάζες το ζήτημα της αντίστασης! Σταματήστε να εκλογικεύετε τον φόβο σας μπροστά στην άκρατη βία του συστήματος ως δήθεν πρόβλημα σύνδεσης και επικοινωνίας με την κοινωνία! Σταματήστε να επιδεικνύετε την αμηχανία σας ως πολυπραγμοσύνη, την ανημποριά σας ως διεισδυτική διορατικότητα (RAF).
Είναι μόνο τώρα που ανακαλύπτουμε τι είδους ανθρώπινα όντα είμαστε. Ανακαλύπτουμε το άτομο των μητροπόλεων: προέρχεται από τη διαδικασία αποσύνθεσης του συστήματος, των αλλοτριωμένων, ψεύτικων και θανατηφόρων σχέσεων που δημιουργεί μέσα στη ζωή -στο εργοστάσιο, το γραφείο, το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τις ρεβιζιονιστικές ομάδες, τις σχολές μαθητευόμενων εργατών ή τις ευκαιριακές δουλειές. Αυτό είμαστε: μια «φύτρα» που προέρχεται από τη διαδικασία εκμηδένισης και καταστροφής της κοινωνίας των μητροπόλεων, τον πόλεμο όλων εναντίον όλων, τον γενικευμένο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων, το σύστημα όπου βασιλεύει ο νόμος του φόβου, του καταναγκασμού για αποδοτικότητα, του κέρδους των μεν σε βάρος των δε, της διάκρισης του λαού σε άνδρες και γυναίκες, σε νέους και γέρους, σε άρρωστους και υγιείς, σε ξένους και σε Γερμανούς (Ulrike Meinhof).
Δεν ισχύει ότι καταστρέψαμε δήθεν τους όρους της επαναστατικής πολιτικής, επειδή προκαλέσαμε την καταστολή. Αυτά λέγονταν με ευκολία και τη δεκαετία του ‘70, όμως έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Και δίχως εμάς, οι κομμουνιστικές ομάδες δεν θα είχαν γράψει πάλι ούτε μια παράγραφο επαναστατικής ιστορίας. Το γεγονός ότι η αστυνομία χτυπάει δυναμικά δεν έχει να κάνει με εμάς, αλλά με το ότι το κράτος προασπίζει την εξουσία του και κάθε φορά που εξωκοινοβουλευτικές ομάδες δρουν αποτελεσματικά και αμφισβητούν το μονοπώλιο της βίας του, αντιδρά με καταστολή. Το γεγονός ότι το αντιπυρηνικό κίνημα ή οι καταληψίες στέγης έρχονταν μονίμως αντιμέτωποι με στρατιές αστυνομικών δεν οφειλόταν σ’ εμάς, αλλά στο ότι είχαν προσβάλει ευαίσθητα σημεία του καθεστώτος (Irmgard Moller).
Η εργατική πρωτομαγιά βρίσκει την άνεργη λαϊκή μούσα να παραμιλάει στον καθρέφτη της:
την τάξη σου πολιτικά. Δεν βλέπεις πως δεν έχει
άλλο στρατί για να διαβείς; Εκτός κι αν θέλεις να ‘σαι
συνέχεια στην καρπαζιά, χαμένη να πεθαίνεις.
Κι έπειτα κάθεται και συνεχίζει τη συγγραφή του αφιερωμένου στη γερμανική λογοτεχνία έργου της «Hesse μας, Hesse», από το οποίο δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα:
«Ο Βγενόπουλος έμπαινε την ώρα που έβγαινε ο Μπένι, χωρίς να τον δει να μπαίνει. Αντάλλαξαν μια παγερή ματιά και συνέχισαν τον δρόμο τους. Την ίδια ώρα ο Κώστας Ζουράρις, τζουράροντας ένα τσιγαράκι, αγόρευε περί τα μέζεα τσιμπώντας μεζέδες (εξ ου η φράση “τσίμπα ένα μεζέ’’, καθώς και οι συνακόλουθές της). Ενώ ο μικρός Νικολάκης, μελλοντικός πρωθυπουργός της Ελλάδας που δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το μέλλον του ακόμη, έσερνε με σπάγκο τον Πάκη το παπάκι, ένα νέο παιχνίδι…».
Ενδιάμεσα, η λαϊκή μούσα έγραφε χαϊκού (έχουμε αναφερθεί αναλυτικά σ’ αυτά στο παρελθόν). Οπως «Κοίτα να δεις / για λίγα δισ. / θα φύγει η ελπίδα!» ή «Να οι πράξεις / νομοθέτη να πράξεις / με περιεχόμενο» και «Πόση λεπτότης! / Τι αβρά ονόματα! / Ησυχος. Καμ(μ)ένος». Κι έκλεινε με ρομαντισμό («Εαρινή βροχή. / Πέρδεται στα κάγκελα / η καγκελάριος») ή με χαρά («Πρώτη φορά αριστερά / τριαλαρό τριαλαρά»).
«Δεν θα έπρεπε η ανθρωπότητα μπροστά στις τόσες μηχανές και τεχνικές προόδους που της ευκολύνουν τη ζωή να νιώθει το ρόδινο φως, το δροσερό πρωινό αγέρι να σημαίνει τον ερχομό ευλογημένων εποχών; Γιατί λοιπόν είναι όλα τριγύρω τόσο γκρίζα, γιατί τούτη η κολασμένη θύελλα που σκοτώνει καθώς λένε και νεκρούς; Οταν η κυρίαρχη τάξη σαπίζει, τότε η σαπίλα κυριαρχεί» (Bertolt Brecht).
Κοκκινοσκουφίτσα