Η σκέψη αυτή, που φαντάζει βαθιά δημοκρατική, είναι αλήθεια, ότι χαροποίησε πολλούς εκπαιδευτικούς, που την προηγούμενη χρονιά βίωσαν μια αφόρητη κατάσταση στα σχολεία, με την εμμονή της προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας να εφαρμόσει με τη βία την αξιολόγηση και τη συντριπτική πλειοψηφία των διευθυντών των σχολικών μονάδων να αποτελούν στρατιά «προθύμων» στην εφαρμογή αυτής της αυταρχικής, αντιεκπαιδευτικής πολιτικής, που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις.
Θυμίζουμε, ότι σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της αξιολόγησης (που από τη νέα ηγεσία προς το παρόν, «πάγωσε» για να συσταθεί εκ νέου σε άλλο πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει, όπως όλα δείχνουν από τις μέχρι τώρα ανακοινώσεις, τη μη ακώλυτη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη), οι διευθυντές των σχολείων ήταν ο τελευταίος κρίκος της αξιολογικής πυραμίδας και σ’ αυτούς έπεφτε ουσιαστικά ο ρόλος της αποτίμησης του υπηρεσιακού έργου των εκπαιδευτικών και του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας. Ενώ, σύμφωνα με το νόμο της Διαμαντοπούλου για το «νέο σχολείο» της καλλιέργειας αποκλειστικά δεξιοτήτων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς και της λειτουργίας με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, ο διευθυντής είχε και ρόλο μάνατζερ απόκτησης και διαχείρισης πόρων «από τρίτους» για τη «βιωσιμότητα» του σχολείου.
Ακόμη, όμως, κι αν εκλείψει ο ρόλος αυτός των διευθυντών των σχολικών μονάδων, η ουσία παραμένει ίδια. Γιατί αυτοί, σε κάθε περίπτωση, θα εξακολουθούν να αποτελούν τους τοποτηρητές στα σχολεία της εκπαιδευτικής πολιτικής, που θα χαράζεται από το υπουργείο και την κυβέρνηση, πάντα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μέσα στο οποίο το σχολείο έχει να επιτελέσει συγκεκριμένο ρόλο. Αυτόν της γαλούχησης της νέας γενιάς με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και της μετάδοσης γνώσεων και δεξιοτήτων που διαμορφώνουν τον «μερικό» άνθρωπο και όχι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα με συνείδηση προσφοράς στην εργαζόμενη κοινωνία.
Πόσω μάλλον που και η τωρινή συγκυβέρνηση έχει δεσμευτεί έναντι των ξένων και ντόπιων αφεντικών ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει απαρέγκλιτα την ίδια αντιλαϊκή μνημονιακή πολιτική των προκατόχων της, έστω και με κάποιες ελάχιστες φιοριτούρες -π.χ. σαν αυτή της πρότασης του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας-, που δεν αλλάζουν την ουσία της πολιτικής, ούτε έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις, αλλά ίσα-ίσα προσδένουν στο άρμα της δημαγωγίας τους εργαζόμενους, με στόχο να διευκολύνουν την υποταγή τους.