Μετά από 16 ώρες ολονύχτιων σκληρών διαπραγματεύσεων στη σύνοδο του Μινσκ, οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ουκρανίας κατέληξαν σε μια συμφωνία που αποτυπώθηκε σε ένα ντοκουμέντο 13 σημείων, το οποίο υπογράφτηκε από τη λεγόμενη «ομάδα επαφής» (τον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Λεονίντ Κούτσμα, το ρώσο πρέσβη στην Ουκρανία, τον εκπρόσωπο του ΟΑΣΕ και τους εκπροσώπους των αυτονομιστών ανταρτών).
Η συμφωνία αποτυπώνει το συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της Ρωσίας, αφήνοντας ταυτόχρονα τα κρίσιμα ζητήματα ανοιχτά, γεγονός που μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει διαφωνίες, παραβιάσεις της συμφωνίας και αναζωπύρωση των συγκρούσεων.
Ιδού τα πιο σημαντικά σημεία της συμφωνίας:
1. Χωρίς όρους γενική κατάπαυση του πυρός, που θα αρχίσει στις 00.01 της 15ης Φλεβάρη. Σημειωτέον ότι στις δύο μέρες που μεσολαβούν μπορεί να καταληφθεί η στρατηγικής σημασίας πόλη Ντεμπάλτσεβε, που έχει περικυκλωθεί από τους αυτονομιστές αντάρτες, στην τύχη της οποίας δεν γίνεται καμιά αναφορά στη συμφωνία.
2. Δύο μέρες από την έναρξη της εκεχειρίας θα αρχίσει η απόσυρση των βαριών όπλων από τη γραμμή απαγκίστρωσης, ζήτημα σκληρής σύγκρουσης στη διαπραγμάτευση. Ο ουκρανικός στρατός θα αποσύρει τα όπλα από την πρώτη γραμμή που βρίσκεται σήμερα, ενώ οι αυτονομιστές αντάρτες θα τα αποσύρουν από τη γραμμή που βρίσκονταν όταν υπογράφτηκε η πρώτη συμφωνία του Μινσκ στις 19 Σεπτέμβρη. Αυτό σημαίνει ότι τα εδάφη που έχασε μετά το Σεπτέμβρη ο ουκρανικός στρατός παγιώνονται ως χαμένα. Η τύχη τους δεν προσδιορίζεται από τη συμφωνία, όμως ντε φάκτο παραμένουν υπό τον έλεγχο των ανταρτών, αποσύροντας απ’ αυτά μόνο τα βαριά όπλα, τα οποία φυσικά, αν χρειαστεί, μπορούν να επαναφέρουν. Υπενθυμίζουμε ότι ο ουκρανός πρόεδρος απαιτούσε να αποχωρήσουν οι δυνάμεις των αυτονομιστών από όλα τα εδάφη που κέρδισαν μετά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας του Μινσκ. Η ζώνη ασφάλειας ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη θα είναι πλάτους 50 – 100 χιλιομέτρων ανάλογα με την εμβέλεια των βαριών όπλων. Η απόσυρση των όπλων πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε 14 μέρες υπό την επιτήρηση του ΟΑΣΕ.
3. Ανταλλαγή όλων των αιχμαλώτων και των κρατούμενων πέντε μέρες μετά την απόσυρση των βαριών όπλων.
4. Αποχώρηση όλων των «ξένων στρατευμάτων, των βαριών όπλων και των μισθοφόρων» από την Ουκρανία και αφοπλισμός «των παράνομων ένοπλων ομάδων». Και πάλι υπό την επιτήρηση του ΟΑΣΕ, αλλά χωρίς χρονοδιάγραμμα και χρονικό όριο.
Στην ουσία, ο όρος αυτός είναι κενό γράμμα, γιατί ακόμη κι αν «τα ξένα στρατεύματα, τα βαριά όπλα και οι μισθοφόροι» αποχωρήσουν επιβεβαιωμένα, μπορούν να επιστρέψουν, αφού ένα μεγάλο τμήμα των συνόρων της Ουκρανίας με τη Ρωσία παραμένει υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών ανταρτών. Ο έλεγχος αυτού του τμήματος των συνόρων προβλέπεται να περάσει στον έλεγχο της ουκρανικής κυβέρνησης μετά τον καθορισμό του ειδικού καθεστώτος και τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών στα πλαίσια της συνταγματικής μεταρρύθμισης που πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2015 και θα καθορίζει το καθεστώς αυτονομίας για τις ελεγχόμενες από τους αντάρτες περιοχές του Ντόνμπας.
5. Το πιο επίμαχο ζήτημα και σίγουρη αιτία αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων στο επόμενο διάστημα είναι το καθεστώς της αυτονομίας για τις προαναφερόμενες περιοχές. Η συμφωνία προβλέπει μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα διασφαλίζει «αποκέντρωση» και «ειδικό καθεστώς» για τις περιοχές αυτές. Ο όρος «ομοσπονδοποίηση», που χρησιμοποιούσε μέχρι τώρα η Μόσχα και ήταν «κόκκινο πανί» για το Κίεβο, αντικαταστάθηκε με την «αποκέντρωση», χωρίς φυσικά να αλλάζει και η ουσία, δηλαδή η ευρεία αυτονομία που απαιτεί το Κρεμλίνο. Ως πρώτο βήμα προβλέπεται να επανεγκριθεί μέσα σε 30 μέρες από την ουκρανική βουλή ο νόμος για το ειδικό καθεστώς, με τη μορφή που είχε στην πρώτη συμφωνία του Μινσκ, και να γίνουν τοπικές εκλογές σε συνεργασία με τις ντε φάκτο αυτονομιστικές αρχές σε Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Το επόμενο βήμα είναι η συνταγματική μεταρρύθμιση και η οριστική νομοθεσία που θα καθορίζει το εύρος της αυτονομίας.
6. Η κυβέρνηση του Κιέβου δεσμεύεται να αποκαταστήσει τις οικονομικές σχέσεις, τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και την πληρωμή μισθών και συντάξεων στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές αντάρτες περιοχές.
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, με πολλά αν, κατά πόσο και για πόσο θα εφαρμοστεί, με όλα τα κρίσιμα ζητήματα ανοιχτά, που απλά αποτυπώνει το συσχετισμό δυνάμεων αυτή τη στιγμή και αφήνει ορθάνοιχτο το δρόμο για τη συνέχιση του πολέμου. Ενδεικτική του κλίματος είναι και η δήλωση της Μέρκελ: «Χρειάζεται ακόμη πολύ, πάρα πολύ δουλειά για να επιτευχθεί ειρήνη στην Ουκρανία. Τώρα έχουμε μια αχτίδα ελπίδας».
Ρήγμα στο μέτωπο ΗΠΑ – ΕΕ
Η εσπευσμένη διπλωματική πρωτοβουλία Μέρκελ-Ολάντ για την επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός έφερε στο φως πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά τις ρωγμές που υπάρχουν στο μέτωπο ΗΠΑ-ΕΕ απέναντι στη Ρωσία στην υπόθεση της Ουκρανίας.
Ο Λευκός Οίκος κρατά εξαρχής σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία και πιέζει τους ευρωπαίους εταίρους του για την επιβολή όσο γίνεται σκληρότερων κυρώσεων στη Ρωσία, με το δεδομένο ότι το οικονομικό κόστος από τις κυρώσεις αυτές είναι ελάχιστο για τις ΗΠΑ. Με στόχο να απομονωθεί πολιτικά, να πληγεί και να αποδυναμωθεί οικονομικά η Ρωσία, ώστε να αναγκαστεί η ρώσικη ηγεσία να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον και των εταίρων της. Στο πλευρό του Λευκού Οίκου τάσσονται, ως συνήθως η Βρετανία, αλλά και η Πολωνία με τις χώρες της Βαλτικής, στις οποίες οι Αμερικάνοι πουλάνε προστασία απέναντι στη Ρωσία.
Από την άλλη, η Γερμανία, θέλοντας να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τη Ρωσία, προβάλλει τη μεγαλύτερη αντίσταση στις πιέσεις των Αμερικάνων, συνεπικουρούμενη από τη Γαλλία, την Ιταλία και τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, που πληρώνουν το μεγαλύτερο οικονομικό κόστος των κυρώσεων. Με αποτέλεσμα, οι κυρώσεις που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση σταδιακά στη Ρωσία να είναι λιγότερες και ηπιότερες σε σχέση με τις απαιτήσεις του Λευκού Οίκου. Ωστόσο, με το οικονομικό κόστος των κυρώσεων για τη Γερμανία να έχει φτάσει μέχρι στιγμής στα 10 δισ. δολάρια και για την Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά στα 21 δισ. δολάρια, με τον πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία να κλιμακώνεται και να απειλεί να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, τα περιθώρια ελιγμών για τη Γερμανία προκειμένου να φαίνεται αρραγές το μέτωπο της Δύσης απέναντι στη Ρωσία έγιναν ασφυκτικά. Η πρόσφατη ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης προηγμένων όπλων στην Ουκρανία ανάγκασε τη Μέρκελ να δείξει ανοιχτά την αντίθεσή της δηλώνοντας ότι η Γερμανία δεν προτίθεται να πουλήσει όπλα στην Ουκρανία, γιατί μια τέτοια κίνηση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και αναποτελεσματική και θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κλιμάκωση του πολέμου. Τα επόμενο βήμα ήταν η διπλωματική πρωτοβουλία που ανέλαβε εσπευσμένα ο γαλλογερμανικός άξονας με την επίσκεψη Μέρκελ – Ολάντ στη Μόσχα, χωρίς, όπως φαίνεται, να έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων την συναίνεση της Ουάσιγκτον. Το ρήγμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, όπως φαίνεται, δεν γεφυρώθηκε κατά την επίσκεψη της Μέρκελ στις 9 Φλεβάρη στην Ουάσιγκτον, παρά τη στήριξη που δήλωσε ο Ομπάμα στη γαλλογερμανική διπλωματική πρωτοβουλία, κρατώντας παράλληλα πάνω στο τραπέζι την επιλογή της πώλησης όπλων στην Ουκρανία σε περίπτωση αποτυχίας της διπλωματικής λύσης, δηλαδή με την πρώτη ευκαιρία, που δεν είναι καθόλου δύσκολο να προκύψει.